Με τον χαιρετισμό του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα ξεκίνησε η μεγάλη συναυλία – αφιέρωμα που διοργανώνει η ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ στο στάδιο Πυγμαχίας στο Περιστέρι, προς τιμήν του μεγάλου τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Στο κατάμεστο από νωρίς, γήπεδο, συνεχίζουν να συρρέουν μέχρι και αυτή την ώρα, άνθρωποι κάθε ηλικίας για να παρακολουθήσουν τη συναυλία, για να τραγουδήσουν μαζί με τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν, αγαπημένα, αξέχαστα τραγούδια του μοναδικού καλλιτέχνη.
Στη συναυλία, τραγούδια θα ερμηνεύσουν οι Γιώργος Νταλάρας, Δημήτρης Μπάσης, Φωτεινή Βελεσιώτου, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Ασπασία Στρατηγού, Σταυρούλα Εσαμπαλίδη.
Συμμετέχει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, γιος του αξέχαστου ερμηνευτή. Χορωδία – ρυθμός του Νίκου Χιώτογλου.
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιώργος Νταλάρας.
Με χειροκροτήματα έγινε δεκτός στο χώρο ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας ο οποίος πριν την έναρξη της εκδήλωσης συναντήθηκε με τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στη συναυλία, τα μέλη της χορωδίας ενώ είχε θερμή συνομιλία με τη Μάγδα Φύσσα.
Μετά την ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα ο γιος του μεγάλου ερμηνευτή Γρηγόρης Μπιθικώτσης, πρόσφερε στον Δημήτρη Κουτσούμπα μια μπομπίνα με ανέκδοτες ηχογραφήσεις καθώς και ηχογραφήσεις από πρόβες του πατέρα του.
Ευχαρίστησε από καρδιάς, όπως είπε, το ΚΚΕ για αυτή τη σημαντική πρωτοβουλία σημειώνοντας «Τιμώ μαζί σας τον πατέρα μου τον Γρηγόρη, τον Γρηγόρη της Ελλάδας που τα τραγούδια του θα μας συντροφεύουν. Ενα μεγάλο ευχαριστώ εκεί ψηλά. Σαν τη σημερινή θυμάμαι τις στιγμές όλες αυτές μαζί του και θέλω να σας πω ότι είμαι περήφανος που κουβαλώ το όνομά του ακόμα όμως πως είμαι πολύ περήφανος γιατί υπήρξε ο πιο γλυκός πατέρας του κόσμου».
Ευχαρίστησε επίσης τον Γιώργο Νταλάρα που όλα αυτά τα χρόνια «δεν έχει κρύψει ποτέ την αγάπη του και τον σεβασμό του για τον πατέρα μου τον Γρηγόρη, για εμένα ήταν δίπλα σε όλη την οικογένειά μου όλα αυτά τα χρόνια». Τέλος ευχαρίστησε όλους τους συντελεστές της συναυλίας.
Αμέσως μετά ξεκίνησε η συναυλία με το στάδιο να δονείται από τη συμμετοχή του κόσμου, που ακολουθούσε τους καλλιτέχνες πότε με ρυθμικά χειροκροτήματα και πότε τραγουδώντας αξέχαστα τραγούδια από το εμβληματικό «Άξιον Εστί», όπως «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα» κ.ά.
Ο χαιρετισμός του Δ. Κουτσούμπα
«Φίλες και φίλοι
συντρόφισσες και σύντροφοι
Στη δωρική αρχοντιά, στην αγέρωχη εμφάνιση, στον κρυμμένο αυστηρό λυγμό, στη χροιά και στο μέτρο της φωνής του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο λαός μας αναγνώρισε και αναγνωρίζει το καθάριο πρόσωπο κάθε γενιάς λαϊκών ανθρώπων.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, παιδί λαϊκής καταγωγής, ήξερε τι σημαίνει φτωχογειτονιά, τι σημαίνει ξενιτειά, τι σημαίνει παράγκα…
Ήξερε «πόσο βάσανο μεγάλο είναι το βάσανο της ζωής» για τους ταπεινούς αυτής της κοινωνίας.
Ήξερε πόσο δύσκολο είναι να «τρέξεις να προλάβεις τον καιρό»…
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γνώρισε τι σήμαινε η Μακρόνησος, τι σημαίνει «είναι πικρό το κύμα», τι σημαίνει καταστολή από στρατό κι αστυνομία…
Μέσα από αυτήν την πείρα ζωής συνέλαβε, διαισθητικά πρώτα, και στη συνέχεια, με τη βοήθεια των μεγάλων συνθετών και δημιουργών, κατανόησε την ανεκτίμητη αξία των μεγάλων έργων που ερμήνευσε.
Όταν ο Μπιθικώτσης τραγουδάει «Γιέ μου ποιά μοίρα στο ‘γραφε…», ενώνει στη φωνή του τον θρήνο της μάνας του εργάτη που παίρνει τη θέση του στο οδόφραγμα, με τον «σκληρό» ήχο του μπουζουκιού, που είναι το σφύριγμα της σφαίρας που έφαγε στον δρόμο διαδηλωτής από τον στρατό, και με τις λέξεις του Γιάννη Ρίτσου που γράφτηκαν πάνω στο λιθόστρωτο της απεργίας της Θεσσαλονίκης τον Μάη του ’36.
Κι αυτά δεν τραγουδιούνται ούτε με εύκολα τεχνάσματα, ούτε με επιδεικτικά «γυρίσματα» της φωνής, αυτά που οι παλιοί τραγουδιστές ονόμαζαν «τζαλκάντζες».
Για να «σηκώσει» τέτοιους στίχους, ποίηση με τέτοιο βάρος, πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι αυθεντικός.
Για να μπορέσει έτσι να πιάσει το χέρι τής μελοποιημένης υψηλής ποίησης με το χέρι της λαϊκής δύναμης και να συντονίσει τους παλμούς της καρδιάς τους σε μια νέα ύπαρξη, η οποία με τη σειρά της, στο δικό του πρόσωπο, δεν βλέπει πια τον τραγουδιστή, αλλά τον ερμηνευτή.
Διαβάζουμε από τις αναμνήσεις του Γρηγόρη Μπιθικώτση:
«Όταν γράφαμε το “Άξιον Εστί” στο στούντιο της Columbia στη Ριζούπολη και στο στούντιο Άλφα στα Μελίσσια μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν και ο Οδυσσέας Ελύτης. Και όταν φτάσαμε στο τέλος των ηχογραφήσεων και ο Νίκος Κανελλόπουλος, ο επικεφαλής ηχολήπτης, έδωσε το οκέι να πάει ο δίσκος για κοπή στο εργοστάσιο, αισθάνθηκα το χέρι του Οδυσσέα Ελύτη να ακουμπάει στη μέση μου και να με σφίγγει. Γυρίζει τότε το πρόσωπό του και δακρυσμένος με ασπάστηκε».
Ας θυμηθούμε τις φωτογραφίες του στις συναυλίες: Όρθιος, αυστηρός, σχεδόν ακίνητος, ερμήνευε προκαλώντας ηλεκτρικές εκκενώσεις στους χιλιάδες που τον άκουγαν…
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μάς έμαθε να είμαστε περήφανοι για την εργατική-λαϊκή καταγωγή μας…
Μας έμαθε να μη ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είμαστε. Μας έμαθε πως η «άπονη ζωή» τραγουδιέται, πως η Καισαριανή, η Δραπετσώνα και οι άλλες λαϊκές γειτονιές μυρίζουν ακόμα νυχτολούλουδο…
Μας έμαθε ότι με 9/8 βαδίζει στη ζωή ο αναστεναγμός που δεν τον χωρά ο «ψεύτης κι άδικος ντουνιάς»…
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μάς έμαθε με τις ερμηνείες του πόσο δρόμο έχουμε ακόμα να διανύσουμε ώσπου να «οξειδωθούμε μες στη νοτιά των ανθρώπων»…
Φίλες και φίλοι
συντρόφισσες και σύντροφοι
Ο Μίκης χαρακτήρισε τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση «ξύλινη» – δηλαδή, καθαρή, χωρίς «γρέζι» και φλυαρίες…
Άλλοι την είπαν «δωρική»…
Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως η ερμηνεία με αυτή τη φωνή ήταν ευθύβολη.
Σε αυτή την φωνή συναντήθηκαν μεγάλοι ποιητές και μεγάλοι συνθέτες:
Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Ο Οδυσσέας Ελύτης και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Ο Μιχάλης Κατσαρός και ο Κώστας Βάρναλης.
Ο Νίκος Γκάτσος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Δημήτρης Χριστοδούλου.
Ο Πάνος Κοκινόπουλος και ο Γιάννης Θεοδωράκης.
Ο Ερρίκος Θαλασσινός, ο Μποστ, ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Μπάμπης Βασιλειάδης και ο Κώστας Βίρβος.
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Άκης Πάνου, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιάννης Σπανός.
Με το ίδιο ήθος και αξιοπρέπεια ερμήνευσε και τις δικές του συνθέσεις.
Η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση ήταν «παιδί» της κοινωνικής ανάγκης της εποχής του.
Όπως το ίδιο ήταν και η μελοποιημένη ποίηση, αλλά και η επιλογή του Μίκη Θεοδωράκη στο πρόσωπο του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο λαός κρατούσε άσβεστη, στο ύψος που της έπρεπε, τη φλογίτσα του κεριού της υπομονής και της εγκαρτέρησης των πέτρινων χρόνων, όμως με νέους αγώνες έβγαινε ξανά στο προσκήνιο, ήθελε να περάσει στην αντεπίθεση.
Όρθωνε το ανάστημά του, δεν χρειαζόταν πια, ή τόσο, μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά που να χωρά το παράπονό ενός «αητού χωρίς φτερά», αλλά ένα πυρακτωμένο βέλος που να σκίζει τα σκοτάδια της κοινωνικής νύχτας.
Αυτό το βέλος που εκτοξεύεται ψηλά ήταν η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Και στην επιλογή του αναδείχθηκε η ευφυΐα του Μίκη Θεοδωράκη, ως συνθέτη, βεβαίως, που όμως ήθελε να αποδώσει μελωδικά τους μεγάλους ταξικούς αγώνες στους οποίους και ο ίδιος ο Μίκης είχε πάρει μέρος, πηγή της υπερηφάνειας του ως το τέλος της ζωής του.
Όλη η ποιητική αντανάκλαση καθοριστικών στιγμών της πορείας του εργατικού-λαϊκού κινήματος στον 20ο αιώνα ερμηνεύθηκε μοναδικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να τα πει με αυτόν τον τρόπο.
Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να μας πει με σιγουριά πως «όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο»…
Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να μας πει πως το θρόισμα των «κυπαρισσιών και του δαφνώνα που μένουν», είναι το χαμόγελο εκείνων που «τράβηξαν την ανηφόρα»…
Είναι το φτερούγισμα ενός χελιδονιού που «βγαίνει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους».
Τον Οκτώβρη του 1961 διαβάζουμε τη συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης»:
«–Λέγεται, τον ρωτάνε, ότι δε σεβάστηκες τον Ρίτσο, γιατί έβαλες τον Μπιθικώτση να εκτελέσει το έργο, τον «Επιτάφιο». Τι απαντάς γι’ αυτό;
Και η απάντηση του Μίκη:
— Πρόκειται για μια ευτελή αριστοκρατική αντίληψη με τη χειρότερη έννοια της λέξης «αριστοκρατικός». Γιατί απλούστατα αν δεχθούμε ότι η άποψη αυτή ευσταθεί, βάζουμε την απέραντη πλειοψηφία του λαού μας σε υποδεέστερη μοίρα, μια και δεν πιστεύουμε ότι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σοφέρ και ο εμποράκος, είναι άξιοι να τραγουδήσουν τους στίχους του Ρίτσου. Η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι ακριβώς η συνισταμένη των φωνών όλων αυτών των απλών ανθρώπων».
Αλλά ένας λαός που πορεύεται μαχόμενος δημιουργεί πολιτισμό και ο πολιτισμός δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την Τέχνη. Είναι συνολικά μια στάση ζωής, είναι άλλος, ανώτερος τρόπος να ζεις.
Οι ερμηνείες του Γρηγόρη Μπιθικώτση – είτε ερμήνευε μελοποιημένη ποίηση, είτε λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια – επιμένουν να θυμίζουν πως η Ελλάδα έχει Πολιτισμό που «κρατά τη ζωή του ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα, κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής».
Η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, έχει Πολιτισμό που περπάτησε και περπατά με την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση «στου φεγγαριού την αμμουδιά», που «χαράζει τ’ όνομά του πάνω στην άμμο την ξανθή».
Αυτή την παρακαταθήκη κρατάμε από την ερμηνευτική δημιουργία του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Τιμώντας τον, τιμάμε κάθε άνθρωπο του λαού μας που πορεύεται αδιάκοπα ενάντια στις δυσκολίες για να «βρει την ψυχή του, το τετράφυλλο δάκρυ».
Θα τα βρει σε έναν κόσμο καλύτερο, σε μια κοινωνία καλύτερη, που θα χτίσει ο ίδιος, σε ένα κόσμο και σε μια κοινωνία που πραγματικά θα του αξίζει.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ εκ μέρους του ΚΚΕ στους σπουδαίους καλλιτέχνες που είναι απόψε μαζί μας:
Τον Γιώργο Νταλάρα, τον Δημήτρη Μπάση, την Φωτεινή Βελεσιώτου, τον Κώστα Τριανταφυλλίδη, την Ασπασία Στρατηγού, την Σταυρούλα Εσαμπαλιδη, τον γιό του Γρηγόρη Μπιθικωτση, Γρηγόρη, τον Νίκο Χιώτογλου που δίδαξε την χορωδία.
Ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί τα αθάνατα τραγούδια που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, έχοντας στο μυαλό μας μια ακόμα παρακαταθήκη του:
«Ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται, να ψάχνει, να ψάχνεται. Πρέπει να εκμεταλλεύεται δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο του και να προσπαθεί να ξεπεράσει τον δάσκαλό του. Γιατί ο άνθρωπος που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τον δάσκαλό του δεν είναι τίποτα.
Θα γνωρίζει στην ζωή μόνο αυτά που διδάχθηκε και τίποτα παραπάνω. Το ζήτημα είναι να καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τον δάσκαλό μας ώστε να πάμε μπροστά.
Ο καθένας πρέπει να έχει στη ζωή ένα πρότυπο, ένα πνευματικό άνθρωπο. Πρέπει να έχει ρίζες για να αντέξει στις θύελλες.
Το πρότυπό μου ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης. Δεν έγινα Βαμβακάρης, όμως τον άγγιξα.
Επιμένω. Αγγίξτε και εσείς τα πρότυπά σας στη ζωή».