Με τρία ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου ξεκινάμε αφιέρωμα στην Αντιστασιακή ποίηση της περιόδου της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ποιήματα γραμμένα τις ημέρες της εφταετίας. Η αντίδραση νέα τυραννία, ο αποτροπιασμός μπροστά στα νέα εγκλήματα, στους βασανιστήρια και την εξορία, ανακατεύτηκαν με τις παλιές πληγές, ζυμώνονυται με τις ελπίδες και γίνονται στίχοι.
Τα δύο από τα τρία ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου πρώτη φορά δημοσιεύονται στο διαδίκτυο. Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από του έργο του Γιώργου Αργυράκη «Ο Παρθενώνας φυλακή», 7970
Ενας πολίτης
Ήτανε ένας άνθρωπος με βαθιές ρίζες, γιομάτος ήλιο
και γραμμωτά, ωραία βουνά. μα ήταν, δεν είναι πια.
Γιατί και η πατρίδα του – γνωστή απ’ την ιστορία
για τα πολύ ωραία της πράγματα, για τους σοφούς
τους τραγικούς της ποιητές, για τους παλιούς
και για τους νέους ήρωές της. Δεν είναι πια
παρά ένα πλοίο του Έκτου Στόλου. Κι έφυγε. Δεν ήθελε
να αισθάνεται σαν ένα ναύτης του
Τριάντα χρόνια στη βροχή
Όταν αυτοί τραγουδούσαν τα παράθυρα άνοιγαν
– τα παράθυρα που ήταν κλειστά σαν γυρισμένες πλάτες
στους Ναζί –
Τα βήματα των πατριωτών γνωρίζονταν από κείνα των
άλλων
Κι όλα γινόντουσαν σημαίες όταν αυτοί τραγουδούσαν.
Αλλά, όλοι αυτοί, νεκροί ήδη τώρα, συνεχίζουνε την
πορεία τους
κι η ελευθερία, που δεν κατάλαβε πως προσπεράσαν,
ορθή σε μιαν εξέδρα στην πλατεία Συντάγματος
– τριάντα χρόνια στη βροχή –
περιμένει να παρελάσουν
Οι καλοί πολίτες
Σ’ αυτή τη χώρα οι καλοί πολίτες είναι ελάχιστοι
Απ’ το βαθμό του δεκανέα κι απάνω, κάτι απόστρατοι,
κάτι συνταξιούχοι, πες, που θα πολέμαγαν
αν πήγαιναν στον πόλεμο, άλλοι που υπηρετήσανε
στις μυστικές υπηρεσίες των ξένων, αρκετοί
που παρακολουθούνε τους κακούς πολίτες. Τόσο λίγοι
σε μια πατρίδα ολόκληρη. Ούτε καν το ένα δέκατο
εκείνων που σκοτώθηκαν για την «Ελευθερία» καθώς
λέγανε οι σκοτωμένοι, τότε στα τραγούδια τους…