Γράφει ο Γιώργος Βαβίτσας
Ο Ντάντε Αλιγκιέρι (1265-1321) γεννήθηκε στη Φλωρεντία σε μια περίοδο που η πόλη είχε γίνει μια από τις πλουσιότερες ιταλικές πόλεις με αναπτυγμένο εμπόριο, ακμάζουσα χειροτεχνία και μανουφακτούρα και πολύ αναπτυγμένο για τα μέτρα της εποχής τραπεζικό σύστημα. Οι τραπεζικοί της οίκοι δάνειζαν χρήματα στους βασιλιάδες όλης σχεδόν της Ευρώπης. Η βόρεια Ιταλία όπου για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τα φύτρα του καπιταλισμού ήταν κατακερματισμένη σε πόλεις κρατίδια. Η ανερχόμενη αστική τάξη ή καλύτερα ο αστικός κόσμος έδινε τις πρώτες μάχες της να απαλλαγεί από τα φεουδαρχικά δεσμά, την κηδεμόνευση της αριστοκρατίας των τίτλων, της μεγάλης γαιοκτησίας.
Η πάλη μεταξύ των δύο αυτών κόσμων διεξαγόταν και στο εσωτερικό των πόλεων έτσι που όλη η Ιταλία ήταν διχασμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλα κόμματα, τους γουέλφους όπου συσπειρώνονταν περισσότερο οι αστοί και οι οποίοι στήριζαν την παπική εξουσία και τους γιβελλἰνους που συγκροτούνταν κυρίως από ευγενείς. Οι τελευταίοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για την αναβίωση της παλιάς δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τη συγκρότηση μιας ενιαίας και ισχυρής αριστοκρατικής Ιταλίας στον ρωμαιοκαθολικό αυτοκράτορα.
Ο Δάντης, ήδη από τα νεανικά του χρόνια μια πολύπλευρη προσωπικότητα, ρίχτηκε με ζήλο στην πολιτική ζωή της πόλης στην πλευρά των γουέλφων παίρνοντας μέρος και σε διάφορες πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ των ιταλικών πόλεων. Γράφτηκε στη συντεχνία των γιατρών και το 1300 πέτυχε τη μεγαλύτερη τιμή για έναν πολίτη της εποχής: εκλέχτηκε μέλος του εξαμελούς συμβουλίου της πόλης. Ξεχωρίζοντας για την αμεροληψία και το αίσθημα δικαιοσύνης προσπαθούσε να κατευνάσει τη διχόνοια στο εσωτερικό του κόμματος των γουέλφων που ήταν διαιρεμένοι σε δύο πτέρυγες, τους λευκούς και τους μέλανες. Οι λευκοί εκπροσωπούσαν τις πιο αδύναμες συντεχνίες όπου ανήκε κι ο Δάντης ενώ οι μέλανες προωθούσαν τα συμφέροντα του πάπα. Όταν ο γάλλος βασιλιάς με προτροπή του πάπα κατέλαβε την πόλη το 1302 εξόρισαν και τον Δάντη κι επειδή αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο τον καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο στην πυρά γκρεμίζοντας την κατοικία του. Τότε κάτω από την πίεση των τραγικών γι’ αυτόν γεγονότων άλλαξε στρατόπεδο πηγαίνοντας με τους γιβελλίνους κι εναποθέτοντας τις ελπίδες του για τη δημιουργία μιας ενιαίας Ιταλίας στον αυτοκράτορα. Τα στρατεύματα του Ερρίκου 7ου κινήθηκαν πράγματι το 1310 κατά της Ιταλίας, η εκστρατεία όμως διακόπηκε από τον ξαφνικό θάνατο του αυτοκράτορα.
Ο Δάντης που είδε να γκρεμίζονται τα όνειρά του δεν κατάφερε πια ποτέ να γυρίσει στην πατρίδα του. Πέθανε στη Ραβένα ύστερα από πολλά χρόνια σκληρών δοκιμασιών και στερήσεων περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο με ασπρισμένα από τη θλίψη και τις έγνοιες μαλλιά. Αν πιστέψουμε τον Βοκάκιο, όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα είδε το σπασμένο, ζαρωμένο πρόσωπο του Δάντη προς το τέλος της ζωής του, αναφώνησε: «Φαίνεται πως πέρασε από την Κόλαση.»
Τις ιδέες του για την μονοκρατορία τις αναπτύσσει στο περίφημο γραπτό του με τίτλο Η Μοναρχία (De monarchia), ενώ στο έργο του με τίτλο Συμπόσιο (Convivio / 1303-4) πραγματεύεται κυρίως σε τι συνίσταται η πραγματική ευγένεια εξετάζοντας την αξία του ανθρώπου ανεξάρτητα από τα προνόμια και τους τίτλους της αριστοκρατίας. Στην πραγματεία του με τίτλο Για την ευγλωττία της δημοτικής γλώσσας (De vulgari eloquentia) προβάλλει με πάθος την ανάγκη δημιουργίας μιας εθνικής γλώσσας.
Ένα άλλο βίωμα καταλυτικής σημασίας για τη ζωή του ήταν ο έρωτας που ξύπνησε μέσα του όταν ήταν εννέα χρονών για την συνομήλική του Βεατρίκη την οποία είδε για πρώτη φορά σε μια εκκλησία. «Εκείνη τη στιγμή, το πνεύμα της ζωής που κατοικεί στα πιο απόκρυφα μέρη της καρδιάς, ορκίζομαι πως άρχισε να τρέμει τόσο έντονα που η τρομακτική δύναμή του διαχύθηκε και στις πιο λεπτές αρτηρίες και τρεμάμενο είπε τα εξής: Ιδού, ένας θεός που είναι πιο δυνατός από μένα και θα κυριαρχήσει πάνω μου» – αυτά θα γράψει ο Δάντης για τη μοιραία συνάντηση στο αυτοβιογραφικό έργο με τίτλο Νέα Ζωή (La vita nuova). Εδώ θα συγκεντρώσει 31 ποιήματα – σονέτα αφιερωμένα στη Βεατρίκη τα οποία συνοδεύονται από επεξηγήσεις σε μορφή πρόζας για να καταλάβουν οι αναγνώστες τα αισθήματα που τα γέννησαν.
Το έργο θα συγκινεί πάντα με την ειλικρίνεια των αισθημάτων, τη μεγαλοφυή απλότητα αλλά και το στοχασμό του. Η Βεατρίκη, κατά πάσα πιθανότητα, μάντευε απλά τα αισθήματα του Δάντη, γιατί ο ποιητής έπρεπε να αρκεστεί σε μερικές φευγαλέες συναντήσεις τους. Και επειδή δεν μπορούσε να γνωρίζει πραγματικά την κοπέλα δημιούργησε μια νέα Βεατρίκη πλάθοντας ταυτόχρονα ένα πραγματικό γήινο πλάσμα και ένα γενικευμένο σύμβολο. Έτσι έγινε η Βεατρίκη του Δάντη η εικόνα της ανόθευτης ομορφιάς, της απαράμιλλης αγνότητας και ευγένειας. Να ένα από τα πιο γνωστά σονέτα του έργου:
Ένα είναι έρωτας κι αγνή καρδιά
Όπως γράφει κι ο σοφός στη διατριβή
Του, να ζουν δεν μπορούν χωριστά
Όπου σβήνει η σκέψη μαραίνεται κι η ψυχή
Όταν σφύζει από αγάπη η φύση
Στην καρδιά της φωλιάζει ο Έρως απαλά
Κι εκεί αναπαύεται δίχως να μιλήσει
Λίγο ή πολύ καμιά φορά
Την όψη σοφής γυναίκας παίρνει το ωραίο
Γλυκαίνει τα μάτια και στην καρδιά
Ξυπνάει ο πόθος που δε σβήνει
Κι η φλόγα σιγοκαίει κάτω από ένα πέπλο
Μέχρι ο Έρως να ξυπνήσει ξαφνικά
Έτσι κι ο άνδρας από τη γυναίκα κλέβει τη γαλήνη.
Με τη Νέα Ζωή ολοκληρώνεται η νιότη του Δάντη κι ο ποιητής δίνει μια μεγάλη υπόσχεση στον εαυτό του: θα γράψει για τη Βεατρίκη όπως κανένας δεν έγραψε ποτέ για γυναίκα.
Αυτό θα τον παρακινήσει στη συγγραφή της Κωμωδίας που οι επίγονοι θα ονομάσουν Θεία Κωμωδία (Divina Commedia). Ο Δάντης έγραψε το κορυφαίο αυτό αριστούργημα όλων των εποχών στη διάλεκτο που μιλούσαν στη Φλωρεντία, σε απλή λαϊκή γλώσσα, δημιουργώντας έτσι τη λογοτεχνική ιταλική γλώσσα. Πρόκειται για μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια του μεσαίωνα όπου ο σοφός, φιλόσοφος Δάντης συμπυκνώνει το σύνολο της γνώσης της εποχής κι όλα αυτά μέσα από τα μάτια, την ψυχή, σαν βίωμα του περιπλανώμενου ποιητή δίνοντας μια αυστηρή, κλειστή καλλιτεχνική μορφή στο έργο. Η Θεία Κωμωδία αποτελεί ένα πραγματικά μοναδικό, απαράμιλλο έργο, αδύνατο να το εντάξει κανείς σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Στην ουσία είναι ένα λυρικό, φιλοσοφικό ποίημα σε επική μορφή όπου σημαντικό ρόλο έχει και το τραγικό στοιχείο. Αποτελείται από 100 άσματα που διαιρούνται σε τρεις μεγάλες ενότητες (Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος). Δομείται από τρίστιχες τερτσίνες όπου ο μεσαίος στίχος κάθε τρίστιχου βρίσκεται σε ομοιοκαταληξία με την πρώτη και την τρίτη του επόμενου: αβα – βγβ –γεγ κ.λπ.
Το θέμα του έργου είναι το ταξίδι του ποιητή, του λυρικού υποκειμένου, στο μεταθανάτιο κόσμο προς αναζήτηση όχι μόνο της προσωπικής αλλά και της ευτυχίας όλου του ανθρώπινου γένους. Ο Δάντης δείχνει με αλληγορικό, συμβολικό τρόπο πώς μπορεί να εξαγνιστεί ο άνθρωπος, να απαλλαγεί από τα γήινα κακά, τον ηθικό ξεπεσμό, να ξεφύγει από την κοιλάδα των στεναγμών της γήινης ζωής αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα και ζώντας γι’ αυτό ενάρετα ώστε να φτάσει στο υπέρτατο αγαθό στον Παράδεισο. Στην αρχή του έργου στο 1ο Άσμα για παράδειγμα όταν προσπαθεί να ανεβεί το λόφο της αρετής τρία αλληγορικά θηρία φράζουν το δρόμου του: η λεοπάρδαλη με το παρδαλό δέρμα της ηδονής, το λιοντάρι της αλαζονείας και της βίας και η αχαμνής και αιώνια αχόρταγη λύκαινα της απληστίας. Μολονότι η δομή κι η μορφή του έργου παραμένει σε αυστηρά μεσαιωνικά πλαίσια, ο Δάντης εκφράζει κάτι εντελώς καινούργιο εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας: ότι η ζωή εδώ κάτω στη γη δεν είναι και τόσο άσχημη, μόνο οι άνθρωποι την κάνουν άσχημη και την κάνουν πραγματικά άσχημη όταν ξεχνούν ότι η φύση του ανθρώπου είναι να δρα συνειδητά κι ελεύθερα.
Η αντίφαση στο έργο του Δάντη, κι ακριβώς οι εσωτερικές αντιφάσεις που βρίσκονται στη βάση ενός έργου το κάνουν μεγάλο κι ανεπανάληπτο, είναι ότι αποκατέστησε την αληθινή, αυθεντική αξία, την χαμένη τιμή της γήινης ζωής ύστερα από το σκοτεινό μεσαίωνα, « του οποίου οι ιεροί βρικόλακες ρούφηξαν τόσο αίμα» από το ανθρώπινο γένος με την ταπείνωση και τη βεβήλωση του σώματος και της ύλης. Αυτό όμως το κάνει ο Δάντης μέσα στα μεσαιωνικά πλαίσια, υιοθετώντας δηλαδή τις έννοιες του μεσαιωνικού ανθρώπου. Η μόνιμη ένταση μεταξύ αυτών των δύο πλευρών, του μεσαίωνα και μιας νέας εποχής, και η συνεχής λύση αυτής είναι που προσδίδει μια ακαταμάχητη γοητεία όπως και το στοιχείο της κάθαρσης στο έργο που μας κάνει ικανούς να το απολαύσουμε αισθητικά, σαν καλλιτεχνικό έργο.
Κι αν το άφταστο ιδεώδες, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, που διέπει το έργο, αφήνει συνεχώς ένα τραγικό αποτύπωμα στην καλλιτεχνική κατασκευή, στην ιδεατή ολοκλήρωση, είναι σαν να μας δείχνει ο Δάντης με αυτό ότι η φύση του ανθρώπου βρίσκεται στην αέναη κίνηση προς τα εμπρός, στην αναζήτηση νέων στόχων, στη συνεχή άνοδο, εκφράζοντας έτσι απλά, σε ποιητική γλώσσα, το πνεύμα και το αίτημα της νεότερης εποχής, τη γέννηση ολόπλευρα αναπτυγμένων, πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων, «γιγάντων σε δύναμη σκέψης, πάθους και χαρακτήρα, σε καθολικότητα και πολυμάθεια»
(βλ Ένγκελς: “Διαλεκτική της φύσης”).
Όπως λέει ο Χέγκελ στην τελευταία σελίδα του δεύτερου τόμου της Ιστορίας της Φιλοσοφίας ερμηνεύοντας την εποχή του Δάντη:
«Αυτή η αναγέννηση χαρακτηρίζεται ως το ξαναζωντάνεμα των τεχνών και των επιστημών – ως η εποχή που το πνεύμα αποκτάει εμπιστοσύνη στον εαυτό και στην ύπαρξή του και βρίσκει το ενδιαφέρον του στο παρόν του. Συμφιλιώνεται πραγματικά με τον κόσμο – όχι καθαυτό, σε ένα επέκεινα, στην κενή σκέψη, στη Δευτέρα Παρουσία μιας εξαΰλωσης του κόσμου, δηλαδή όταν αυτός δεν θα υφίσταται πια. Κι αυτό που προέχει είναι ο κόσμος, όχι η εξολόθρευσή του. Ο άνθρωπος που ωθούνταν να αναζητήσει το ηθικό, το δίκαιο, δεν μπορούσε να το βρει σε τέτοιο έδαφος και κοίταξε γύρω του να το ανακαλύψει αλλού. Ο τόπος που του καταδείχτηκε ήταν αυτός ο ίδιος, το εσωτερικό του, και η εξωτερική φύση. Παρατηρώντας τη φύση το πνεύμα προαισθάνεται την παρουσία του μέσα της. Ο πεπερασμένος ουρανός, το περιεχόμενο που έγινε θρησκευτικά αδιάφορο τον οδήγησε στο πεπερασμένο, στο παρόν.»
Θα κλείσουμε το μικρό μας αφιέρωμα στο Δάντη παραθέτοντας το 1ο Άσμα της Κόλασης.
ΚΟΛΑΣΗ
1Ο ΑΣΜΑ 1-136
Στη μέση του διάβα της ζωής μας
Σ’ ένα δάσος βρέθηκα σκοτεινό
Απ’ τον ορθό δρόμο παραστρατώντας.
Πόσο είναι δύσκολο να διηγηθώ
Την αγριότητα κι όλα όσα είδα
Φρικτή σκέψη, όνειρο οδυνηρό!
Ο θάνατος μόνο φέρνει τόση πίκρα
Αλλά για να μάθετε τα αγαθά
που βρήκα, θα πω κι όσα είναι δίπλα.
Πώς βρέθηκα εκεί δε θυμάμαι πια
Ήμουν παραδομένος στα όνειρα
Κι ο ορθός δρόμος χάθηκε ξαφνικά.
Φτάνοντας στης πεδιάδας τα όρια,
Που ξύπνησε μέσα μου τόσο τρόμο
Αντίκρισα ενός βουνού τα πόδια,
Κοίταξα ψηλά στη ράχη το λόφο
Λουσμένη από το φως του πλανήτη
Που μας οδηγεί στον πιο αγνό πόθο.
Τότε ο φόβος φάνηκε να σβήνει
Κάπως αφού είχε ζέψει την καρδιά
Μου τη νύχτα που πέρασα στη δίνη.
Όπως όποιος γλύτωσε απ’ τα νερά
Της θαλάσσης, μετά λαχανιασμένος
Τα κύματα κοιτάει άλλη μια φορά,
Έτσι η ψυχή μου γεμάτη δέος,
Γύρισε να δει το μονοπάτι
Που είναι για κάθε θνητό το τέλος.
Και αφού κάθισα ώστε να πάρει,
Μια ανάσα το φθαρμένο μου σώμα,
Στάθηκα πατώντας γερά και πάλι.
Κινήθηκα, μπροστά μου ανηφόρα,
Κι ένας πάνθηρας, ανάλαφρος, γοργός,
Παρδαλός και πανέμορφος στο χρώμα,
Και κρύβοντας μου επίμονα το φως
Μου έφραξε το δρόμο με μανία,
Να φύγω μου ερχόταν ολοταχώς.
Αλλά η αυγή έδιωχνε πια την κρύα
Νύχτα με τα γλυκά αστέρια συνοδούς
Που’ χε ο ήλιος δίπλα όταν η θεία
Αγάπη έπλασε στους ουρανούς,
Τις ομορφιές αυτές το πρώτο πρωινό.
Κι έτσι για θάρρος είχα λόγους πολλούς
Χάρη στην ώρα και τον γλυκό καιρό.
Με ξανακυρίεψε όμως ο τρόμος
Βλέποντας ένα λιοντάρι ζωντανό.
Για το οποίο είχα γίνει στόχος
Όπως πλησίαζε με το κεφάλι ψηλά,
Ο αέρας έτρεμε κι ήμουν μόνος.
Και μια λύκαινα να με αγριοκοιτά
Όλο φθόνος η αχαμνή της όψη,
Που’ κανε πολύ κόσμο να σπαρταρά,
Την ελπίδα να ανέβω με τόση
Τρομάρα που μου’ φερε αυτό το ζώο,
Λιγοψυχία πήγε να τη σκοτώσει.
Κι όπως ο φιλάργυρος που με φθόνο,
Μαζεύει τα πλούτη, όταν τα χάνει,
Στενάζει για τον χαμένο του κόπο
Έτσι ένιωθα με το κτήνος να φτάνει
Πάνω μου και πιέζοντας βήμα βήμα
Προς το δάσος όπου φως πια δε λάμπει.
Κι ενώ ξανά σβέλτα προς το δάσος πήγα,
Με τρεμάμενη από τη βαθειά σιωπή
Φωνή κάποιον να βγαίνει μπρος μου είδα.
Σαν να βγήκε απ’ την ερημική γη,
«Λυπήσου με», είπα, «όποιος κι αν είσαι
Άνθρωπος πραγματικός η ψυχή!»
« Άνθρωπος, πολύν καιρό πια δεν είμαι,
Οι γονείς μου ήταν κι οι δύο λομβαρδοί
Στην Μάντοβα γεννήθηκαν» μου είπε.
«Αργά υπό τον Ιούλιο ήρθα στη ζωή
Με τον Αύγουστο έζησα στη Ρώμη
Κυριαρχούσαν πλάνες κι οι ψευδείς θεοί.
Σαν ποιητής έψαλλα πώς οι δρόμοι
Της φυγής απ’ τη φλεγόμενη Τροία,
Έφεραν τον Αινέα στη θεία πόλη.
Όμως γιατί γυρνάς εκεί που’ ν αιτία
Λύπης και πίκρας αντί να ανέβεις
Στο λόφο όπου θα βρεις την ευτυχία;»
«Άρα είσαι ο Βιργίλιος και εκπέμπεις
Σαν αστείρευτη πηγή το ποτάμι
Ποίησης;» είπα τρέμοντας τις λέξεις.
«Αχ των ποιητών αιώνιο στεφάνι,
Τον πιστό μαθητή σου ας τιμήσει
Η δίψα του τα έργα σου να μάθει.
Είσαι ο δάσκαλος, έσχατη κρίση,
Σε εσένα χρωστάω την ευφράδειά μου
Που’ κανε τον κόσμο να μ’ αγαπήσει.
Κοίτα το θηρίο χάρη του οποίου
Γύρισα, βοήθα με πνεύμα σοφό
Τρέμει ακόμα η καρδιά κι ο νους μου».
«Για να μπορέσεις να φύγεις από εδώ»
Μίλησε βλέποντας με να δακρύζω,
«Ακολούθα πέρασμα πιο φωτεινό:
Δεν αφήνει άλλον αυτό το θηρίο,
Που φοβάσαι, μπροστά του να περάσει,
Μανιασμένο, θα του στερήσει το βίο.
Η μοχθηρή του φύση το ταράζει,
Κι όταν φάει πεινάει όπως από πρώτα,
Ο φθόνος του ποτέ δεν αγαλλιάζει.
Ζευγαρώνει με όποιον βρει στα χόρτα
Και θα έρθουν ακόμα κτήνη πολλά
Μέχρι ο Βέλτρο να σκοτώσει τη βρώμα.
Αυτός δε θα ψάχνει κτήσεις ή λεφτά,
Αλλά σοφία, αγάπη και αρετή
Και η γέννα του θα γίνει ταπεινά.
Απ’ αυτόν η Ιταλία μας θα σωθεί
Που γι’ αυτή χάθηκαν η αγνή Καμίλη
Κι οι Ευρίαλος, Τούρνος, Νίσος σαν μια ψυχή.
Αυτός θα τη διώξει όπου κι αν μείνει,
Οδηγώντας την και πάλι στον Άδη,
Που η ζήλεια την έκανε να φύγει.
Έτσι πιστεύω καλό θα σου κάνει,
Αν μ’ ακολουθήσεις και σ’ οδηγήσω
Απ’ της σκοτεινής κολάσεως τα πάθη,
Να ακούσεις τις κραυγές και τον θρήνο
Των λυπημένων αρχέγονων ψυχών
Που αναπολούν το πονεμένο βίο. ;
Θα συναντήσεις και την όψη πολλών
Που νιώθουν άπλετη τέρψη στην πυρά
Κι ελπίζουν στην ευλογία των ουρανών.
Κι αν επιθυμήσεις ν’ ανεβείς ψηλά
Θα βρεις κάποιον πιο άξιο από μένα
Θα έχεις την κατάλληλη συντροφιά.
Το πνεύμα που κυβερνάει εκεί πέρα
Αφού αψήφησα το θείο νόμο
Μου στερεί του παραδείσου τη θέα.
Κύριος των πάντων, κάθεται στο θρόνο
Στην αιώνια του έδρα, στον ουρανό
Ευλογία η θέα του, ύψιστο δώρο».
Κι εγώ: «Ποιητή, το μόνο που ζητώ
Στο όνομα του θεού που δεν είδες,
Για να σωθώ από αυτό το κακό,
Οδήγησέ με εκεί που μου είπες,
Την πύλη του Καθαρτηρίου να δω
Τις ψυχές, τις απέραντες δυστυχίες».
Αυτός κινήθηκε και πίσω του εγώ.