Πάνω στ’ Αράχθου τα λιθάρια
κοιμούνται πέντε παλληκάρια
και καρτερούνε αυτό το βράδυ
να ‘ρθει μια βάρκα από τον Άδη
για να περάσουν με φεγγάρι
και με το Χάροντα βαρκάρη,
στου κάτω κόσμου τα λημέρια,
με οβολό, κόκκινα αστέρια.
Στο Χάρο τσούγκρισαν ποτήρι
πάνω στης Πλάκας το γεφύρι,
χαρές τραγούδησαν αντάμα,
πριν ακουστεί γυναίκειο κλάμα
κι χόρεψαν διπλό καγκέλι,
που στήσαν δαίμονες κι αγγέλοι,
ν’ αντιλαλήσει στο Τζουμέρκο
«δρακογενιά δεν σκύβει σβέρκο».
Εδώ που τα παλιά τα χρόνια
βγαίναν του ποταμού τελώνια,
νεράιδες με μακριά σεγκούνια
και ξωτικά με κοντογούνια,
-αδέρφια που δεν τα θωρούνε-
στέκονται τους μοιρολογούνε
και στέλνουν το πικρό χαμπέρι
με της νυχτιάς το κρύο αγέρι.
Μια λάμια από τα λαγκάδια
τους ζύγωσε μες στα σκοτάδια
πάνω στου Άραχθου την άκρη
και ρώτησε με μαύρο δάκρυ:
-Ποιος τη ζωή απόψε χάνει
από του Χάρου το δρεπάνι
και σμίγει σαν κρασί το αίμα
με το νερό μέσα στο ρέμα;
Σύντροφοι-δράκοι στα ουράνια,
που είχαν τιμή και περηφάνια
να σώζουν τούτη την πατρίδα
από τη μαύρη καταιγίδα.
Ψήλωσαν τις καρδιές τους κάστρα
ν’ ανέβει ο λαός στα άστρα
και μες της νύχτας το αγιάζι
είδανε τη ζωή ν’ αλλάζει.
Κοιμούνται κι έχουνε για στρώμα
λιθάρια, το νερό και χώμα.
Στα στήθη, ανοιχτές σελίδες,
γράφουν με κόκκινες κηλίδες,
πως το ποτάμι όταν ματώνει
ποτέ ο αγώνας δεν τελειώνει,
πως σύρματα και αλυσίδες
δεν φυλακίζουν τις ελπίδες.
Κύλησαν τα νερά του χρόνου
κι ένα μεγάλο αγκάθι πόνου
τα στήθη σκίζει σαν χαράζει,
κρυφό, παντοτινό μαράζι…
Το λένε ευχή, το λεν κατάρα,
πως την αυγή μες την αντάρα
οι αντάρτες ρίχνουν στο σημάδι
απ’ το ποτάμι κι απ’ τον Άδη.
Γιώργος Γκούβελος
4 Απρίλη 2023