Αφορμή για τις σκέψεις αυτές το αφιέρωμα στο ένθετο περιοδικό της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ (26/11) «Σελίδες ιστορίας» (τεύχος 5) στο οποίο υπάρχει αφιέρωμα στο «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» του Χίτλερ στα 1923 του Νίκου Παπαναστασίου (επίκουρος καθηγητής στο τμήμα επικοινωνίας και ΜΜΕ, Πανεπιστημίου Αθηνών).
Δεν σταθούμε στην περιγραφή του γεγονότος, ούτε και στα όσα αναφέρονται στο τι προηγήθηκε κατά τη γνώμη του αρθρογράφου. Θα σταθούμε σε ένα κομμάτι που κατά τη γνώμη μου και ανιστόρητο είναι, αλλά και δείχνει μία καλλιεργούμενη αντίληψη τα τελευταία χρόνια, ότι τελικά για την άνοδο του Χίτλερ «έβαλαν το χεράκι τους και οι κομουνιστές». Η «θεωρία των δύο άκρων» συναντιέται τελικά με τον ιστορικό αναθεωρητισμό.
Γράφει χαρακτηριστικά (και μάλιστα υπάρχει και σε εμφανές σημείο του αφιερώματος για να το εμπεδώσουμε προφανώς): «…Το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν πράγματι μια «Δημοκρατία χωρίς δημοκράτες» επιβεβαίωνε τον Οκτώβριο του 1923 η δράση του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος που προσπάθησε να επιβάλει στο Αμβούργο καθεστώς σοβιετικού τύπου, με την οικονομική ενίσχυση της Μόσχας…»
Το «πραξικόπημα της μπυραρίας» δεν έπεσε από τον ουρανό, αποτελεί τη συνέχεια και τη δεύτερη προσπάθεια ακροδεξιών και παραστρατιωτικών κύκλων να καταλάβουν την εξουσία. Να σημειώσουμε για παράδειγμα ότι τον Μάρτη του 1920 θα εκδηλωθεί αποτυχημένο πραξικόπημα υπό τον Β. Καππ. Παρ’ όλα αυτά η Βαυαρία θα είναι η περιοχή που θα αποτελέσει καταφύγιο για τους ακροδεξιούς, εκεί άλλωστε θα έρθει στην εξουσία το Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα υπό τον Έσσεριχ. Στην ένοπλη Οργάνωση Έσσεριχ θα συσπειρωθούν και τα Frei corps. Η κυβέρνηση Βιρτ, που στο μεταξύ έχει αναλάβει την εξουσία, αποφασίζει την απαγόρευση του ακροδεξιού κόμματος. Πρακτικά δεν μπορεί να επιβάλει τίποτα. Στη Βαυαρία είναι απρόσβλητοι, συνεχίζουν να κάνουν ένοπλες παρελάσεις σε διάφορες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας και να εκπαιδεύονται από τον γερμανικό στρατό. Τον Γενάρη του 1923 θα είναι ο ίδιος ο Χίτλερ που θα καταφέρει να ματαιώσει μια νέα προσπάθεια απαγόρευσης των δράσεων των ακροδεξιών στη Γερμανία, έπειτα από συνεννόηση με τον αρχηγό της Ράιχσβερ (γερμανικός στρατός).
Να τονίσουμε εδώ ότι η κίνηση του Χίτλερ ήταν ξεκάθαρα πραξικόπημα (το «πραξικόπημα της μπυραρίας» 8-9/11/1923 όπως έγινε γνωστό), ενώ στο Αμβούργο (23/10/1923) είχαμε λαϊκή εξέγερση ως αποτέλεσμα της επαναστατικής κατάστασης που είχε προηγηθεί.
Ο Γερμανός Κομουνιστής ηγέτης Ε. Τέλμαν έγραφε χαρακτηριστικά (για τις αιτίες, τα γεγονότα, αλλά και τα συμπεράσματα) το 1925: «…Στις 23 Οκτώβρη 1923, το Αμβούργο εξεγέρθηκε. Παρακινούμενο από την εξαθλίωση της περιόδου του πληθωρισμού, εξωθημένο από την ανήκουστη ανέχεια των εργαζόμενων μαζών, εμπνευσμένο από το πνεύμα του μπολσεβικισμού, το καλύτερο, το πιο επαναστατικό τμήμα της εργατιάς του Αμβούργου πήρε τα όπλα και ξεκίνησε τον αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές καταπιεστές… Ποιες ήταν οι αιτίες του αγώνα του Αμβούργου; Ήταν μόνο η προπαγάνδα των κομμουνιστών, ήταν οι αποφάσεις παράνομων μυστικών οργάνων, όπως ισχυρίζονται τα αστικά δικαστήρια; Οχι! Οι αιτίες είναι βαθύτερες. Η εξέγερση δεν ξεπήδησε ούτε από την τυφλή τύχη, ούτε από την ελεύθερη βούληση μερικών συνωμοτών. Η εξέγερση του Αμβούργου ξεπήδησε από την επαναστατική κατάσταση του φθινοπώρου του 1923… Ηδη την άνοιξη του 1923 ξέσπασαν στην περιοχή του Ρουρ και της Ανω Σιλεσίας απεργιακά κινήματα. Νέα κύματα της ταξικής πάλης αναπτύχθηκαν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Οι εργάτες δεν αγωνίζονταν ακόμα για την εξουσία, αλλά για τις πιο επιτακτικές καθημερινές τους ανάγκες, για την καταπολέμηση της πιο οξυμένης ανέχειας. Ο αγώνας διεξαγόταν ακόμα με «ειρηνικές» μορφές… της κυβέρνησης Κούνο. Ήδη πριν την ανατροπή αυτή είχαν γίνει ανταλλαγές πυρών στο Ρουρ, το Ανόβερο, την Ανω Σιλεσία, τη Βαυαρία και σε άλλα μέρη της Γερμανίας. Τώρα ήταν σε όλους καθαρό ότι μια ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων δεν ήταν πια δυνατή. Η αμείλικτη, βίαιη πάλη με όρους τάξης απέναντι σε τάξη έγινε αναπόφευκτη. Οι απεργίες κατέληγαν σε συγκρούσεις, οι διαδηλώσεις σ’ αιματηρές μικρές μάχες ανάμεσα στους εργάτες και την αστυνομία σε μια ντουζίνα γερμανικές πόλεις… Το Αμβούργο ηττήθηκε. Οι μαχητές των οδοφραγμάτων έπεσαν. Ωστόσο μόνο λίγοι σκοτώθηκαν, το μεγαλύτερο τμήμα αιχμαλωτίστηκε, καταδιώχτηκε και διασκορπίστηκε. Ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε φυλακές και φρούρια. Η ηρωική τους υπεράσπιση κατά τις δίκες του Αμβούργου με την κατηγορία της υψίστης προδοσίας αποτελούν παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι κομμουνιστές στέκονται μπροστά στα αστικά ταξικά δικαστήρια….»
Σημασία έχει ακόμη και το πώς αντιμετωπίστηκαν τα δύο αυτά γεγονότα από την αστική δικαιοσύνη. Αναφέρει ο αρθρογράφος: «…Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν εξαιρετικά επιεικής για τους πραξικοπηματίες, καθώς βαρύνονταν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, αλλά εξέτισε τελικά μόνο εννέα μήνες στη φυλακή, με το σκεπτικό ότι δεν μπορούσε να τιμωρηθεί αυστηρά ένας κατηγορούμενος «που αισθάνεται τόσο Γερμανός» και ο οποίος εμφορείται από «αγνό πατριωτικό πνεύμα και τη ευγενέστερη θέληση»…». Η ποινή για πραξικόπημα εναντίον της δημοκρατίας ήταν η θανατική ποινή, αλλά οι δικαστές του επέβαλαν ποινή 5 ετών ενώ αντίθετη σε σκληρότητα υπήρξε η αντιμετώπιση της εξέγερσης των εργατών του Αμβούργου το ίδιο έτος, η οποία πνίγηκε στο αίμα, ενώ πάνω από 800 εργάτες και κομμουνιστές κλείστηκαν στη φυλακή.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που γεννά τον φασισμό, που δίνει και μέσω της αστικής δημοκρατίας αρκετές επιλογές στις φασιστικές πρακτικές ανόδου στην εξουσία των κρατών που θέλουν να επιβληθούν. Οι κομμουνιστές διαχρονικά παλεύουν ενάντια του, ενάντια στις αιτίες που τον γεννούν και τον θρέφουν.Με γλαφυρό τρόπο το περιγράφουν σε ένα τραγούδι τους, το συγκρότημα Υπεραστικοί που αναφέρουν: «Του φασίστα χέρι αν σηκωθεί, την πυγμή του καπιταλιστή δοκιμάζει πάνω στο λαό, που τον θέλει έρμο και σκυφτό.»