Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Μερικοί προβληματισμοί σχετικά με την αυξανόμενη ενασχόληση της τελευταίας δεκαετίας με τον Ντοστογιέφσκι
Τα τελευταία δέκα χρόνια παρατηρήθηκε στη θεατρική ζωή, στην τηλεόραση και στον κόσμο των εκδόσεων μια αυξημένη προβολή του Ρώσου συγγραφέα Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881). Περισσότερο Ντοστογιέφσκι παρά τους άλλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Η αύξηση παρατηρήθηκε ιδιαίτερα το 2008, χρονιά που είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση, με έργα αιχμής το «Ο ηλίθιος», «Έγκλημα και τιμωρία», «Οι δαιμονισμένοι» και «Οι αδερφοί Καραμάζοφ». Στη σαιζόν 2008/2009, χρονιά που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, έργα του Ρώσου γίγαντα ανέβηκαν σε τουλάχιστον πέντε θέατρα.
Τι εκφράζει αυτή η επιλογή; Μια αυξανόμενη τάση μυστικιστικής εσωστρέφειας και ανορθολογισμού σε όλο και πιο δύσκολες κοινωνικές συνθήκες που φέρνουν τον κόσμο σε μια αμηχανία, δεν μπορεί να καταλάβει από πού του έρχεται το κακό και έλκεται από ανορθολογισμούς; Οι κακές κοινωνικές συνθήκες, η παρακμή, δημιουργούνται –υποτίθεται- κυρίως από τους «κακούς Ευρωπαίους» και –για να απαλλάξουμε λιγάκι «τους Ευρωπαίους», μια και ανήκουμε στην «Ευρώπη»- κυρίως από το αρπαχτικό ΔΝΤ, σύμφωνα με την ευρύτερη διαδεδομένη, καλλιεργημένη από «τα πάνω» – για λόγους απαλλαγής από ιδία ευθύνη- άποψη.
Τελικά δεν «ανήκουμε εις την Δύση»; Αντιθέτως, το ντόπιο κατεστημένο αγωνιωδώς καλλιεργεί το «ανήκουμε στην Ευρώπη». Πρόκειται για ένα κακέκτυπο της ενότητας των αντιθέτων. Η ρωγμή έχει πάντως μεγαλώσει τα τελευταία χρόνια και από διάφορα μίντια, πολιτικούς (σε διάφορες διαβαθμίσεις) και γλωσσολόγους/φιλολόγους και άλλων ειδικοτήτων επιστήμονες καλλιεργείται ένα πνεύμα ντόπιας «ανωτερότητας» – λόγω αρχαίου πολιτισμού, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις υποτιθέμενης φυλετικής ανωτερότητας – απέναντι στους «Ευρωπαίους» (λες και η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο). Οι Έλληνες που «διαπρέπουν» στο εξωτερικό δίνουν και παίρνουν από τις οθόνες, αλλά και τα έντυπα και άλλα μέσα. Χωρίς να θέλουμε να πούμε ότι η συντηρητική/εθνικιστική στροφή στο ψυχολογικό/κοινωνικό/συνειδησιακό επίπεδο αγκαλιάζει όλο το λαό (ευτυχώς υπάρχουν αντιστάσεις), ωστόσο έχει αφήσει τα σημάδια του στην κοινωνική ψυχοσύνθεση.
Η φυγή προς τα δυτικά μέρη από νέους σπουδαγμένους ανθρώπους αυτή τη φορά, αλλά πάλι από την ανάγκη όποιας επαγγελματικής ενδεχομένως επιστημονικής τακτοποίησης, παίρνει, ωστόσο, ξανά μαζικές διαστάσεις θρέφοντας τον ως άνω φυλετικό μύθο και το διχασμένο και διχαστικό πολιτικό, αλλά και ψυχοκοινωνικό παιχνίδι του ελληνικού κατεστημένου παίζεται ανάμεσα στον αστικό «μοντέρνο» κοσμοπολιτισμό και τον παλαιό και γνώριμο σοβινιστικό εθνικισμό. «Το φευγιό δεν είναι προδοσία» έγραφε η εφημερίδα «Αυγή» εδώ και λίγους μήνες, απαντώντας σε δηλώσεις του ηθοποιού Κώστα Καζάκου σχετικά με τους «φευγάτους» νέους, ότι πρέπει να μένουν και να αγωνίζονται στον τόπο τους, χρεώνοντας το στίγμα της προδοσίας σε αυτούς που οδηγούν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Αν και δεν είναι άμεση η σχέση των όσων θα ακολουθήσουν στο παρόν άρθρο με το φαινόμενο αυτό, ωστόσο είναι αρκετά συνδεδεμένο, γιατί αφορά για άλλη μια φορά την εκ των πραγμάτων ικανότητα της «Δύσης» να «τραβάει» από τον υπόλοιπο κόσμο. Ας τα πούμε, όμως, τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Πρόκειται για καπιταλισμό, μια λέξη που αποφεύγουν οι υπεύθυνοι σαν το διάβολο το λιβάνι. Διακινδυνεύουμε λοιπόν μια διαδρομή στη ντοστογιεφσκική σκέψη και ψυχοσύνθεση αναζητώντας τα σημεία επαφής που κάνει την προβολή αυτού του συγγραφέα τόσο συχνή. Μην ξεχνάμε, και η Ρωσία βασανιζόταν πάντα με έναν παρόμοιο –τηρουμένων των αναλογιών- διχασμό και ο τσάρος Πέτρος στρεφόταν προς τη Δύση, γιατί εκεί υπήρχε στην εποχή του η νέα ανάπτυξη, ο αποχαιρετισμός από το Μεσαίωνα που τότε ήταν μεγάλη και αναγκαία πρόοδος. Αυτό λεγόταν «άνοιγμα προς τη Δύση» που, όπως θα δούμε παρακάτω, παίζει σημαντικό ρόλο στη βασανισμένη ψυχή του Ντοστογιέφσκι ψάχνοντας μέσα από την τέχνη του να παλέψει με τον εσωτερικό του διχασμό αναζητώντας μια σύνθεση, την οποία, όμως, ο ίδιος δεν κατάφερε να δημιουργήσει.
Η «άθεη», «σοσιαλιστική» Δύση
Το ντοστογιεφσκικό δίλημμα «Ρωσία ή Δύση;» ή ακόμα και «Ορθοδοξία ή αθεϊσμός/σοσιαλισμός;» δεν ήταν μόνο πονοκέφαλος του Ντοστογιέφσκι, αλλά και άλλων Ρώσων συγγραφέων/διανοουμένων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Το εξεγερσιακό κλίμα στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα, η επίδραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης (και προς το τέλος του αιώνα των μαρξιστικών ιδεών) γενικά των σοσιαλιστικών ιδεών της Ευρώπης σε μια Ρωσία που στέναζε κάτω από την καταπίεση του τσαρισμού, εισήγαγε στο στοχασμό, στον προβληματισμό όχι σπάνια το διχαστικό δίλημμα «Ανατολή ή Δύση;». Μια χώρα στην οποία η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία είχε στη μέγγενη της όλο τον κοινωνικό ιστό, έμπαινε σε μια περίοδο σφοδρής αντιπαράθεσης με τις ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, έστω εξ αποστάσεως. Ο «αντιδυτικισμός» αυτός θα έπαιρνε μερικά χρόνια μετά ένα άλλο, πιο καθαρά πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο: αυτό ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης με το μεγάλο άλμα μπροστά του 1917.
Οι δύο πλευρές του Ντοστογιέφσκι
Ο Ντοστογιέφσκι έχει αγαπηθεί και από κομμουνιστές. Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν και ηχηρή ονόματα, όπως ο Μάρκος Αυγέρης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου και άλλοι, παρ’ όλο που δεν εκφράζει την ιδεολογία τους. Όσοι ξέρουν να εκτιμούν αξίες, το κάνουν χωρίς να είναι απαραίτητο να συμφωνούν. Ο Ντοστογιέφσκι έχει δώσει πολλή αφορμή για έντονες συζητήσεις ανάμεσα σε διανοούμενους, συγγραφείς, στοχαστές, κριτικούς και οι αντιλήψεις που εκφράστηκαν, δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν πολλές πτυχές. Η όποια μονοδιάστατη προσέγγιση θα αδικούσε τον «γίγαντα». Η Έλλη Αλεξίου, στο βιβλίο «Ξένοι Λογοτέχνες» (εκδόσεις «Καστανιώτης», 1984) έχει περιλάβει και ένα δοκίμιο για τον Ντοστογιέφσκι στο οποίο ήδη από τις πρώτες γραμμές κατατοπίζει με σαφήνεια τον αναγνώστη χωρίζοντας το έργο του σε δύο εποχές «…δύο εντελώς ανόμοια μεταξύ τους κεφάλαια, με ενδιάμεσο, στεγανό, θα λέγαμε, διάφραγμα, μια δεκαετία κάθειρξής του και εξορίας.» 28χρονος συλλαμβάνεται ο Ντοστογιέφσκι το 1849, καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία για να σταλεί μετά σε εξορία. Το 1859 επιστρέφει στην Πετρούπολη με ριζικά πια αλλαγμένη ψυχοσύνθεση μετά από τις τόσο σκληρές δοκιμασίες. Γράφει η Αλεξίου: «Φεύγει δημοκρατικός, οργανωμένος στο τοτινό κίνημα της νεολαίας, που απέβλεπε στη χειραφέτηση του αγρότη και την αποδέσμευση της συνείδησης από τα σκοτάδια…[…]Και επιστρέφει φανατικός σλαβόφιλος, πατριώτης με την πιο στενή σημασία της λέξης. Ανοίγει Σχολή Σλαβόφιλων για να κηρύξει την απομάκρυνση από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την αναμόρφωση του ρωσικού λαού και όλου του κόσμου με την προσήλωση στη χριστιανική ορθοδοξία και στη ρωσική παράδοση. Ιδιαίτερα καυτηριάζει και μισεί τις μέθοδες προσηλυτισμού και εξάπλωσης του καθολικισμού και τα θρησκευτικά φανατισμένα κινήματα που ξεσήκωσε με τους ανηλεείς διωγμούς και τις χιλιάδες τα θύματα. Κι ακόμα αντιστρατεύεται τα οργανωμένα γενικά ρεύματα ιδεών, όπως ήταν στην εποχή του οι αρτισύστατες σοσιαλιστικές οργανώσεις, που εκήρυτταν τις νέες ιδέες της ισότητας και της δικαιοσύνης, μα που ο Ντ. τις έβλεπε δεσμευτικές των ατόμων, καθώς ξεκινούσαν από ιδεολογικά συγκροτημένες ομάδες» (σελ. 46/47).
Η δυτική έλξη
Ωστόσο, η σχέση του Ντοστογιέφσκι με το δυτικό πολιτισμό δεν ήταν πάντα αρνητική. Στα πρώτα νεανικά του χρόνια ήταν ενθουσιασμένος με πολλούς σημαντικούς συγγραφείς της Δύσης: ο Σίλερ ήταν μεγάλο του παράδειγμα και ονειρευόταν να γράψει τραγωδίες σαν του Σίλερ, διάβαζε Κορνήλιο και Ρακίνα, Σταντάλ και Φλωμπέρ, θαύμαζε τον Ουάλτερ Σκοτ, τον συγκινούσαν οι Λαμαρτίνος, Βύρωνας και Βικτώρ Ουγκό, μετάφρασε στα ρώσικα το «Ευγενία Γκραντέ» του Μπαλζάκ, αλλά και τη Γεωργία Σάνδη θαύμαζε περιμένοντας ανυπόμονα να πάρει τα νέα της βιβλία. Ο Ντοστογιέφσκι τη βρίσκει «σχεδόν μοναδική λόγω του σθένους του πνεύματός της και του ταλέντου της». Την αποκάλεσε και «μητέρα του ρώσικου μυθιστορήματος». Σύμφωνα με ερευνητές η επίδραση της Σάνδης πάνω σε συγγραφείς της Ρωσίας του 19ου αιώνα, όπως τους Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι και Τουργκένιεφ ήταν μεγάλη και μάλιστα λέγεται ότι δεν είναι άμοιρο ευθύνης ένα κομμάτι σλάβικης ψυχής που διάθετε η Σάνδη από Πολωνούς προγόνους. Ο Ντοστογιέφσκι περισσότερο από τους άλλους είχε συνειδητοποιήσει αυτή τη συγγένεια. Λίγο πριν από το θάνατό του έγραψε ένα άρθρο για τη Γεωργία Σάνδη από το οποίο ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα: «Η εμφάνιση της George Sand στη λογοτεχνία συμπίπτει με τα πρώτα χρόνια των νιάτων μου. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή τα μυθιστορήματα ήταν σχεδόν τα μόνα έργα που επιτρέπονταν στη Ρωσία, ενώ όλα τα άλλα, όπως και σχεδόν κάθε σκέψη, ιδιαίτερα η από τη Γαλλία προερχόμενη, ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Ό, τι λοιπόν διείσδυε στη Ρωσία υπό τη μορφή μυθιστορήματος όχι μόνο υπηρέτησε με τον ίδιο τρόπο την υπόθεση, αλλά ίσως με τον πιο επικίνδυνο τρόπο τουλάχιστον από άποψη εποχής, διότι είναι πολύ πιθανόν οι άνθρωποι που επιθυμούσαν να διαβάσουν Louis Reybaud (1799-1879, πολιτικός, οικονομολόγος, δημοσιογράφος, Α.Ι.) να μην ήταν πολλοί, ενώ οι αναγνώστες της George Sand ήταν χιλιάδες. Οι ίδιοι οι αναγνώστες ήξεραν να βρουν μυθιστορήματα παρ’ όλο που προσπαθούσαν να μας φυλάξουν με τέτοια επιμέλεια. Η μεγάλη μάζα των αναγνωστών, τουλάχιστον σε μας προς τα μέσα της δεκαετίας του 40, ήξερε ότι η George Sand ήταν μία από τους πιο φωτεινούς, τους πιο αλύγιστους, τους πιο τέλειους πρωταθλητές εκείνης της κατηγορίας των δυτικών συγγραφέων οι οποίοι με την εμφάνισή τους είχαν αρχίσει να αρνιούνται όλες τις «πραγματικές κατακτήσεις» που είχε τελικά φέρει η αιματηρή γαλλική επανάσταση ή, για να τα πούμε πιο ακριβολογημένα, η ευρωπαϊκή επανάσταση του τέλους του 18ου αιώνα. Ένας καινούργιος λόγος είχε ξαφνικά ακουστεί, καινούργιες ελπίδες είχαν αναδυθεί, κάποιες ανακοίνωναν με υψωμένη φωνή ότι η πρόοδος είχε σταματήσει, άχρηστη και στείρα, ότι τίποτα δεν είχε αποκτηθεί με την πολιτική αλλαγή των νικητών, ότι έπρεπε να συνεχιστεί, ότι η αναγέννηση της ανθρωπότητας όφειλε να είναι ριζική, πλήρης. Εκείνη βρίσκεται επικεφαλής αυτής της εξέλιξης» ( «Ατέχνως», για τη Γεωργία Σάνδη από την Άννεκε Ιωαννάτου, σε τρία μέρη).
Προσπαθώντας να κάνει τη σύνθεση
Τα παραπάνω λόγια έγραψε ο Ντοστογιεφσκι προς το τέλος της ζωής του –μπήκαμε δηλαδή στην τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα – δείχνοντας ότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε με απολυτότητα έναν δημιουργό. Μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι η Γεωργία Σάνδη κατάκρινε τα αιματηρά γεγονότα στη χώρα της, δεν ήταν στο πλευρό της Παρισινής Κομμούνας (από τους Γάλλους διανοούμενους μόνο ο Βικτώρ Ουγκό ήταν) και οι κοινωνικές της ιδέες ήταν αρκετά ουτοπικές. Το ανοιχτό προς τη Δύση πνεύμα του Ντοστογιέφσκι είχε αλλάξει ουσιαστικά στα τέσσερα χρόνια που πέρασε στα κάτεργα, όπως γράφει η Έλλη Αλεξίου χωρίζοντας, όπως είδαμε παραπάνω, τη δημιουργία του σε δύο εποχές. Και ένας άλλος μεγάλος της ελληνικής γραμματείας, ο Μάρκος Αυγέρης, θα γράψει στο δοκίμιό του για τον Ντοστογιέφσκι (Μάρκος Αυγέρης, Ξένοι Λογοτέχνες, εκδόσεις «Ίκαρος», 1972): «Ο Ντοστογιέφσκι μέσα στα τέσσερα χρόνια της ζωής του στο κάτεργο διαποτίστηκε βαθιά από το μυστικόπαθο ανθρωπισμό του Ευαγγελίου, που ήταν το μόνο του ανάγνωσμα, κ’ οι μεταφυσικές έννοιες γιγαντώθηκαν μέσα στη σκέψη του» (σελ. 76). Πριν απ’ αυτό είχε επηρεαστεί στα πρώτα έργα του από τον Ρώσο φιλόσοφο-κριτικό Β.Γ.Μπελίνσκι ο οποίος οδηγούσε το ρωσικό ρεαλισμό προς το λαό. Ο Μπελίνσκι θεωρούσε χρέος της λογοτεχνίας να φέρει στο προσκήνιο τη ζωή του δυστυχισμένου λαού. Από τότε το μεγάλο παράδειγμα του Ντοστογιέφσκι έγινε ο Γκόγκολ, ενώ πριν αγαπούσε με πάθος τον Πούσκιν. Ο Μπελίνσκι βλέποντας τη στροφή αυτή του Ντοστογιέφσκι, θα γράψει στα μέσα του 19ου αιώνα: «Τιμή και δόξα στο νεαρό συγγραφέα, που η μούσα του αγαπά τους ανθρώπους που ζουν στις σοφίτες και στα υπόγεια…».
Στο επόμενο μέρος θα σταθούμε περισσότερο στις απόψεις του Μάρκου Αυγέρη για τον Ντοστογιέφσκι, αλλά θα στραφούμε επίσης σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική ανάλυση του έργου «Οι Δαιμονισμένοι» του Φ.Ι. Γέβνιν από τη Ρώσικη Ακαδημία Επιστημών που χρονολογείται στο 1959.
Συνεχίζεται
______________________________________________________________________________________________________________
Άννεκε Ιωαννάτου, Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.