Γράφει η // Χαρούλα Βερίγου | Ζωή Δικταίου
Chantel
Καθηγήτρια πια, κατηφόριζε με αργά σταθερά βήματα από τη Σορβόνη,
ένα χάος πληροφοριών ένιωθε πως δεν μπορούσαν να βρουν τη θέση τους,
πάντα κάτι άλλο ξεγλιστρούσε, τρύπωνε βασανιστικά στη σκέψη της, ανεμπόδιστα,
κάνοντας κατάληψη με επιδεξιότητα
άναβε ένα κομμάτι ασετιλίνη κι έστελνε σπίθες μνήμης ανείπωτες.
Άφησε το φλιτζάνι τού καφέ στην άκρη στο στηθαίο μάρμαρο τού κήπου,
μετά βάλθηκε να παρατηρεί κάθε λογής λεπτομέρειες,
όπως το περίτεχνο γείσο στα μεγάλα παράθυρα, ή τα κουμπιά στα σακάκια
και τους σελιδοδείχτες στα βιβλία των περαστικών,
τα κουδούνια των ποδηλάτων,
τα μουσικά όργανα στο κιόσκι, τις γραβάτες των ξεναγών,
τα καλάθια των πλανόδιων μικροπωλητών,
τα ανοιχτά πουκάμισα, τις χρυσαφένιες αιχμές της τεράστιας καγκελόπορτας,
τα πούπουλα που άφηναν τα πουλιά στο πέταγμά τους.
Θα ήθελε να μπορούσε να τις αγγίξει, τις λεπτομέρειες, με τ’ ακροδάχτυλα,
να γράψει πάνω τους με την αφή ένα δικό της σημάδι.
Σκεφτόταν διάφορα ώσπου το βλέμμα της
έπεσε πάνω στο πρόσωπο μιας γυναίκας, ηλικιωμένη έδειχνε,
την είχε προσέξει και άλλες φορές στον κήπο του Λουξεμβούργου,
ένα πρόσωπο περιποιημένο οπωσδήποτε, μα βουτηγμένο στη θλίψη,
τόσο οικείο και τόσο ξένο ταυτόχρονα.
Στα χέρια της κρατούσε ένα μπισκότο, το περιεργαζόταν, το μύριζε,
κάπου – κάπου το έφερνε κοντά στο αυτί,
το κουνούσε σαν κουδουνίστρα, ως να περίμενε ν’ ακούσει κάτι,
ύστερα το ξανακοίταζε πιο προσεκτικά,
διάβαζε τα ανάγλυφα γράμματα πάνω του, και ξανά από την αρχή.
Ξαφνικά ο αέρας, μαζί με το μαντίλι έφερνε και μια ανάλαφρη μυρωδιά,
η στιγμή, είχε αρχίσει να παίρνει χρώμα και άρωμα,
«θα μπορούσε ν’ αποκτήσει άγγιγμα και σημασία, ή να γίνει αιτία διαλόγου…»
Πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη,
μ’ ένα πρωτόγνωρο αίσθημα συμπάθειας
πλησίασε την άγνωστη γυναίκα στο αναπηρικό αμαξίδιο.
«Πριν κάνεις αυτό το βήμα, έπρεπε να δοκιμάσεις τη γη,
να δεις αν θα σε σήκωνε με το βάρος της τελευταίας εντύπωσης, Chantel»,
αναγνώρισε τη φωνή, η δασκάλα του χορού, Chantel κι εκείνη.
Μια βαριά κουρτίνα σαν οθόνη άνοιξε στο μυαλό της,
ο χρόνος είχε αλλάξει χώρο, πίσω από τα βλέφαρα άρχισε η παρέλαση,
μικρά λεπτά ποδαράκια με κόκκινα σατέν πουέντ,
ο χρόνος εφιαλτικά την οδήγησε στη σκάλα,
ξανάζησε την πτώση, το βελούδινο χαλί είχε προδώσει τα βήματα,
είδε την όμορφη δασκάλα της…
θυμήθηκε με οδύνη την τελευταία παράσταση,
αυτή που η μικρή Chantel είχε χορέψει δακρυσμένη, χωρίς τη δασκάλα της,
ο φόβος δεν θα την άφηνε ποτέ πια.
Έκλεισε τα μάτια,
είχε χαθεί στην απόκοσμη λάμψη που την τύλιγε από το παρελθόν,
άκουσε πρώτα το χειροκρότημα,
μετά την σειρήνα του ασθενοφόρου φευγαλέα, και φωνές,
η κουΐντα του θεάτρου τυλίγεται στο σώμα της, μπερδεύεται, πέφτει,
τα καταφέρνει,
μέσα στην άγονη αναπόληση σηκώνεται, γλιστράει, φεύγει στ’ αριστερά,
η σειρήνα πιο ξεκάθαρη τρυπάει τα μελίγγια της,
τρέχει, τρέχει, δεν θέλει να χορέψει, ποτέ πια χωρίς τη δασκάλα μου,
φωνάζει με λυγμό, κατεβαίνει την ίδια σκάλα,
την βρίσκει ακόμη εκεί, ξαπλωμένη, την αγκαλιάζει,
κλαίγοντας της χτενίζει με τα μικρά της δάχτυλα τα μαλλιά,
της ψιθυρίζει στ’ αυτί, δήλωση αρχέγονη το, «σ’ αγαπώ κυρία»,
ανοίγει τα μάτια,
«υπάρχουν και βήματα που σε προδίδουν μικρή Chantel, καμιά φορά
αυτά που φαίνονται πιο εύκολα και πιο σίγουρα…»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης / Ζωή Δικταίου / Παρίσι, Ιούνιος του 2022
Maeva
Από το κεφαλόσκαλο στη Μονμάρτη ρεμβάζει το Παρίσι,
πιο λαμπερό μετά την ξαφνική βροχή,
το ριχτό μακρυμάνικο πουκάμισο σκεπάζει τις μελανιές
και τα παράσημα που άφησε το χειρουργείο.
Η αξία μιας βόλτας, όχι μόνο για ό,τι βλέπει,
μα περισσότερο για όσα σημαίνουν,
σύντομες στιγμές αναπόλησης σε παλιές ευτυχισμένες μέρες,
κανείς και τίποτα δεν έχει φύγει, είναι όλα εκεί, στις αναμνήσεις,
μ’ αυτές σώζεται
καθώς ο ήλιος δύει και χιλιάδες ψυχές αποχαιρετούν την ομορφιά.
Τα μάτια μαύρα τριαντάφυλλα,
όλη η ζωή της, μια λανθάνουσα υπόσχεση στο τελευταίο σκαλοπάτι.
Ένα σύννεφο στο βάθος του ορίζοντα χρυσώνει τον πύργο του Άιφελ,
πλάι της ένας jongleur αναστατώνει διασκεδαστικά τον κόσμο,
χαμογελάει, «είμαι καλά» , σαν ψίθυρος πανικού ακούστηκε,
το ξέρει, κι όμως το επαναλαμβάνει
λαχανιασμένη πια, έχει τόσο πολύ ανάγκη να το πιστέψει.
Η Maeva, μια γυναίκα με κέρινο πρόσωπο, ωραίες καμπύλες,
μεγάλα μάτια μυστηριώδη, ευαίσθητα νεύρα,
κλονισμένη υγεία και πάθος για ζωή,
η Maeva, πρώτα αφήνεται στο φιλί του ανέμου, ύστερα
αγκαλιάζει με τα χέρια τους ώμους της,
μια μοναχική ακρογιαλιά η ψυχή της, μα όχι έρημη,
στα βράχια της χτίζουν φωλιές οι αλκυόνες
κι η θάλασσα δεν έπαψε να τη στολίζει δαντέλες.
Βγάζει την περούκα,
η αλήθεια τσακίζει τον άντρα απέναντί της,
εκείνον που έτρεξε πρώτος στο ραντεβού,
σαστίζει, μπερδεύει τα λόγια του,
πόσο εύκολα η φλυαρία του φλερτ
μετατρέπεται σε μονοσύλλαβους ακατανόητους ήχους.
Ένας ίσκιος, θαρρείς δραπετεύοντας από το σώμα του
χάνεται πίσω της στους κόκκινους ιβίσκους, κι όμως,
λίγα λεπτά πριν, ήταν αυτός
που πρότεινε μια βόλτα με Citroën 2CV,
και την ήθελε εκείνη τη βόλτα, η Maeva,
την ήθελε πολύ, την περίμενε πολύ,
από όταν ήταν νέα, τότε που πίστευε πως, η βόλτα μ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο
δε μπορεί παρά να σε βγάζει πάντα στον προμαχώνα του έρωτα.
«Όταν τα πράγματα δείχνουν να έχουν χάσει το νόημα τους
και μένει μόνο ένα άδειασμα,
όταν το άβυθο σκοτάδι σού έχει ανοίξει διάπλατα την πόρτα,
δεν είναι απαραίτητα η αίσθηση της παρακμής που δείχνει το τέλος,
δεν …»
δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκέψη της,
της φάνηκε μάταιο, ανόητο, δεν περίσσευε χρόνος για αναλύσεις.
Τακτοποίησε την περούκα ξανά στο κεφάλι της,
«δεν είναι και το ακάνθινο στεφάνι» αυτοσαρκάστηκε
έλεγξε διακριτικά τις γάζες γύρω από το στήθος της,
μετά έβγαλε το μικρό καθρεφτάκι,
διόρθωσε το κοραλλί κραγιόν στα χείλη και το μολύβι στα μάτια,
φρεσκάρισε την πούδρα στα μάγουλα,
ξετύλιξε μια καραμέλα, το στόμα της γέμισε μέντα και λεμόνι,
επιβιβάστηκε στο πρώτο Citroën 2CV της πλατείας,
«Νοσοκομείο Πιτιέ – Σαλπετριέρ, 13ο Διαμέρισμα» , είπε στο σοφέρ
«και η απουσία της υγείας, ένας κύκλος του χρόνου είναι,
και αυτό θα περάσει» , συλλογίστηκε και …
παίζοντας με μια μπούκλα στο λαιμό
παρατηρώντας την πόλη από το παράθυρο, χωρίς βιασύνη,
από τα άχραντα της σκέψης,
ξυπνούσε παρελθόν και έρωτα.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Παρίσι, Ιούνιος του 2022
Selena
«Η Χοντρομπαλού» του Maupassant, λάφυρο από το συρτάρι της γιαγιάς,
τρεις φορές το είχε διαβάσει,
την τελευταία στις περιπλανήσεις της στο πάρκο Bois de Boulogne,
έφηβη ακόμη, όταν περίμενε με άσπρα σοσόνια στα ραντεβού.
Στον απόηχο των δυσανάγνωστων φθόγγων του κόσμου μετά τον πόλεμο,
ένα βιβλίο είχε γίνει αφορμή,
ώστε μετά από αυτό συνήθιζε να περνά μια βόλτα
από τα στέκια της ασωτείας και του αγοραίου έρωτα,
εκεί που, οι αστικές νόρμες έπεφταν στο κενό,
εκεί που, συχνάζουν οι ανειρήνευτοι,
εκεί που, από την ταπείνωση ορίζεται η τιμή,
εκεί που, τα περιθώρια ήταν μεγάλα και τα ορυχεία της ψυχής βαθιά,
εκεί που, η Selena,
χαιρετούσε τις ιέρειες του έρωτα, ιδιαίτερα αυτές τις παχουλές γυναίκες,
με ευγένεια, με σεβασμό,
ίσως επειδή πίσω από τα βαμμένα τους πρόσωπα,
έβλεπε κι από μια αθώα, «Χοντρομπαλού»,
σίγουρη πως σ’ εκείνα τα στέκια, μια καλημέρα, μια καλησπέρα,
ένα χαμόγελο,
στηλιτεύουν την υποκρισία,
και την πραγματική διαφθορά της κοινωνίας.
Με μια πρωτόγνωρη φλόγα στο βλέμμα
παρά το προχωρημένο της ηλικίας
μαζεύοντας και τις τελευταίες σπίθες από τις αντανακλάσεις
του ειδώλου της στον καθρέφτη της βιτρίνας,
άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί σε μολύβια, πένες, βιβλία,
περιοδικά, εφημερίδες, λευκώματα, σημειωματάρια,
επάργυρα και αλαβάστρινα presse-papier.
Λεζάντες, τίτλοι, χρωματιστά εξώφυλλα,
όλα πέρασαν γρήγορα από το κατώφλι της όρασης
διεκδικώντας να κερδίσουν μια θέση.
Βιβλία, τόσο ξένη κουλτούρα στη σύγχρονη εποχή της εικόνας,
πολλές φορές την είχε απασχολήσει αυτή η διαπίστωση,
δεν ήθελε να παραδεχτεί,
πως η πλειοψηφία των ανθρώπων τελικά
δεν είναι πλασμένοι ούτε για τη γνώση, μα ούτε και για την αλήθεια.
Ένα κυνικό γέλιο την έκανε να ταραχτεί,
το ίδιο γέλιο είχε ακούσει κάποτε, τότε που είχε κρυφτεί,
κοριτσάκι, στις κατακόμβες,
για να αποφύγει κάποιον άγνωστο με στρατιωτική στολή.
Η ανάμνηση από τα χρυσά κουμπιά,
τα βαριά βήματα της μπότας, και ο φόβος
την έκαναν να σπρώξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε
την βαριά ξύλινη πόρτα.
Κρατώντας στα ρυτιδιασμένα χέρια, φανερά σαστισμένη,
τη βρεγμένη ομπρέλα
κατευθύνθηκε στον αριστερό διάδρομο
σίγουρη πως σ’ αυτή την εποχή την περισσότερο ταραγμένη,
τη χρεωμένη με πηχτές σιωπές,
με τα αμέτρητα χρυσά κουμπιά και τους βάρβαρους ήχους,
υπάρχουν και αυτοί που χτενίζουν την αλισάχνη στα βλέφαρα
γνωρίζοντας πως,
η θεία και όχι η ανθρώπινη τάξη της φύσης
μπορεί να βρίσκεται ευανάγνωστη, μα αδιάβαστη,
στις σελίδες ενός, ή πολλών βιβλίων.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Montparnasse, Ιούνιος 2022
Cho
Σήκωσε το δεξί χέρι,
το ασημένιο δαχτυλίδι απέσπασε προσωρινά μόνο το βλέμμα της,
φέρνοντάς το στον αριστερό ώμο είχε ανάγκη να ψηλαφίσει
εκείνο το παλιό σημάδι,
βιώνοντας σιωπηλά ανατροπές, ρυτίδες, αγωνίες,
με πλάνες και αλήθειες, όλες μαζί,
από την αστυνόμευση και τη λογοκρισία εκείνης της εποχής
μέχρι τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό της σύγχρονης,
μια φάρσα, έτσι της φαινόταν, στην ενήλικη ζωή της.
Έβγαλε το πουκάμισο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,
έτσι έκανε όταν άκουγε σειρήνες, πορείες, απεργίες,
όταν η διαμαρτύρηση του πλήθους οδηγούσε
αναμφίβολα σε επεισόδια και συμπλοκές.
Επέστρεφε στο δικό της σημάδι, άλλοτε με θυμό
και άλλοτε με απόγνωση,
«ο χρόνος δεν σβήνει όλα τα ίχνη καθώς φαίνεται» , μονολόγησε
καθώς παρατηρούσε για πολλοστή φορά τις αλλαγές,
αυτές, που είχε επιφέρει το νεανικό τραύμα στο δέρμα της.
Τούτο το παράσημο το είχε αποκτήσει στην εξέγερση του Μάη του 68,
πρωτοετής φοιτήτρια στη Σορβόνη, χλευάζοντας κάθε μορφή εξουσίας,
θυμόταν τον εαυτό της να τρέχει σαν παλαβή
για να μην την συλλάβουν,
ξεγλωσσισμένη μεν, ανέπνεε όμως ελεύθερα.
Έκλεισε τα μάτια,
κάποια από τα συνθήματα δεν είχαν ξεθωριάσει στις αναμνήσεις της,
«Η ποίηση βρίσκεται στους δρόμους, Ούτε Θεός ούτε αφέντης,
Η Φαντασία στην Εξουσία, Ο επαναστάτης είναι ένας ακροβάτης του ονείρου,
Σ’ αγαπώ! Ω, πες το με πέτρες, Απαγορεύεται το απαγορεύεται,
Θεέ υποψιάζομαι ότι είστε αριστερός διανοούμενος,
Ζωή όχι επιβίωση», ψηλάφισε το σημάδι, χαμογέλασε.
Γέμισε ένα ψηλό κολονάτο ποτήρι φρέσκια παγωμένη λεμονάδα,
αυτή ήταν η μόνη πολυτέλεια που παρείχε στον εαυτό της,
ήπιε μια γουλιά, η νύχτα υγρή,
το βρεγμένο χώμα αναστάτωσε τα ρουθούνια της,
από το ανοικτό παράθυρο μαζί με τις μυρωδιές, έφταναν και οι φωνές,
πιο δυνατές τώρα, αφουγκράστηκε με προσοχή,
μπορούσε να ξεχωρίσει μία, κι άλλη μία κραυγή, μετά πιο πολλές,
στηρίχτηκε στο μπαστούνι της, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο,
μάταια, άνοιξε την τηλεόραση,
ήταν κάτι φήμες που κυκλοφορούσαν, ή μήπως όχι,
«η άνοδος της ακροδεξιάς…»,
τα μάτια, πόσο γρήγορα μετατρέπονται σε μια σχισμή,
«και οι φήμες όπλα είναι» , θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της στη φυλακή.
Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, ανάσανε βαθιά, να καθαρίσει ο νους,
βέβαιη πως με το πέρασμα του καιρού, η διανοητική ραθυμία
καταστρέφει μνήμη και στόχαση, κοίταξε προς τη λεωφόρο,
ένα αίσθημα ασφυξίας την κυρίευσε,
ο κόσμος ένα κουβάρι λαίμαργες κάμπιες που τυλίγεται και ξετυλίγεται,
τα πανό, οι λοστοί, τα συνθήματα,
δεν είχαν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι,
οι «σωτήρες» της δημοκρατίας,
οι νέοι φρουροί της ασφάλειας είχαν αλλάξει συνθήματα,
δεν άντεχε τα επικίνδυνα χρυσωμένα λόγια,
έσφιξε τη γροθιά,
όχι άλλοι στενόμυαλοι και στενόκαρδοι,
όχι άλλοι φανατισμένοι στα σύνορα της ηλιθιότητας,
όχι άλλοι κατευθυνόμενοι από τους ίδιους επιδέξιους σκηνοθέτες κάθε φορά,
όχι άλλοι τυφλωμένοι από το μίσος.
Ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε καπνό, «η ψυχή που ξέρει να ειρηνεύει,
ξέρει και να μάχεται, Cho…»,
αναζητώντας μια καινούργια μυρωδιά, μια μυρωδιά που να φέρνει γιατρειά
και μαζί μια καινούργια ελπίδα,
πήρε ένα κόκκινο μήλο από την κάλπη – φρουτιέρα,
το πιο μεγάλο, το πιο σφιχτό,
το δάγκωσε, απόλαυσε γεύση και άρωμά,
μετά πλησίασε ξανά στο παράθυρο,
έκλεισε το δεξί μάτι, σημάδεψε τον πιο κοντινό της στόχο,
δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, μάζεψε όλη της τη δύναμη,
το εκσφενδόνισε, με ευχαρίστηση είναι αλήθεια, στο κεφάλι του,
στο κράνος του, δηλαδή…
ποιος να ήξερε, ίσως μετά από αυτό, αύριο,
στις γαλλικές εκλογές, ο ίδιος άνθρωπος να γίνει ψηφοφόρος της ελπίδας.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Παρίσι, 12 Ιουνίου 2022
Lilou
Στη λαϊκή αγορά, αγκαζέ με τις ακίνδυνες νεοσύλλεκτες σκιές
των παιδιών και των πουλιών,
εκεί είχε μάθει να ζει,
ξόρκιζε το φόβο αναπολώντας σκονισμένα είδωλα της νιότης
αυτά που έβγαιναν από τις παλιές εφημερίδες
όταν τις έκοβε και τις έβαζε στα καφάσια
τοποθετώντας πάνω τους ροδάκινα, κεράσια, μήλα, φράουλες,
«είναι βλέπεις ευπαθή, τα περισσότερα,
όταν πληγωθεί η σάρκα τους σαπίζουν εύκολα», της είχαν μάθει.
Τύλιγε και τα λουλούδια,
μαργαρίτες, τουλίπες, μιγκέ, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, χρυσάνθεμα,
λίλιουμ, τα τύλιγε,
με βρεγμένα κομμάτια γύρω από το μίσχο, για να μη μαραθούν,
τα λουλούδια τα σχεδόν νεκρά, τα αποκομμένα από τη ζωή,
τυλιγμένα επιμελώς σε μια ψευδαίσθηση
τόσο ίδια με τη δική της.
Οι νύχτες της υποθηκευμένες, τη στοίχειωνε ο αέρας,
φυσούσε όταν την είχαν βρει, κοριτσάκι, με σκισμένο φόρεμα,
κομμένα μαλλιά,
και τα πόδια μελανιασμένα. Δεν ήταν από το κρύο,
κάποιος παλιάνθρωπος,
την είχε σύρει με το ζόρι σε μια σκοτεινή γωνιά του πάρκου,
για να χαράξει πάνω στο ανυπεράσπιστο σώμα της
τα σημάδια της τραγωδίας,
κρατούσε μαχαίρι…
Ο νους της, όλο πάνω σε αυτό σκόνταφτε,
το ξαναζούσε ως να ήταν πάντα παρόν,
και η ψυχούλα της,
ποτέ δεν κατάφερε να το ξεπεράσει,
όσο έμενε στο ίδρυμα, ταπεινωμένη, μπερδεμένη,
μόνο αυτοκαταστροφικές σκέψεις έκανε,
από ντροπή και ας μην έφταιγε,
από τον πανικό,
που της έκοβε την ανάσα κάθε φορά που άκουγε τα φύλλα να τρέμουν,
από τις στολές,
που της υπενθύμιζαν το τραύμα,
το δικό της τραύμα, που οι ενήλικες είτε υποτιμούσαν, είτε αγνοούσαν.
Έμαθε καλά πως το συνηθίζουν οι «ευυπόληπτες» κοινωνίες,
εξακολουθώντας να παρέχουν άσυλο στα σπέρματα του πρωτόγονου ενστίκτου
και της επικράτησης του ισχυρότερου,
τρελαίνουν τον αδύναμο.
Τη λύτρωνε η βροχή, τη λύτρωνε από «εκείνους» με τους έντιμους βίους,
εκείνη, μια κοινή θνητή,
στεκόταν πάνω από τους σκεπασμένους πάγκους,
φορώντας την κεντημένη ρόμπα της,
πότε έκλαιγε σα να θρηνούσε κάποιον αγαπημένο,
και πότε τραγουδούσε λες και νανούριζε μωρό.
Σαλεμένος ο νους της,
κόντευε τα σαράντα, η άκακη Lilou, ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν,
στις χάρτινες σακούλες μαζί με τα φρούτα και τα λουλούδια,
με την αφή παράχωνε και τ’ ανείπωτα,
αυτά που δεν μπορούσε πια να βαστάξει στη μνήμη της,
την ορφάνια, το ίδρυμα, τις στολές με τα αστραφτερά κουμπιά,
τη φτώχεια, τη βία…
Καμιά φορά, όταν ο χρόνος έμοιαζε ασάλευτος,
άφηνε τον πάγκο της,
έλυνε τα πυρόξανθα μαλλιά κι έτρεχε πλάι στο Σηκουάνα,
έτρεχε κυνηγώντας το φλοίσβο του νερού, τα μικρά πλοιάρια,
τις σκιές στις όχθες,
μετά αποκαμωμένη καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια,
έβγαζε από την τσέπη μια φέτα ψωμί, το έτριβε,
τάιζε ψίχουλα τα περιστέρια,
μετά κρατούσε το κεφάλι μέσα στα χέρια,
κοιτάζοντας τις γέφυρες
ζύγιζε την ψυχή της,
απ’ τη μια η ψυχή, κι από την άλλη
όλα τα θρυμματισμένα γυαλιά, τα χάπια,
και τα τετριμμένα του βίου της,
και το παράπονο να βαραίνει περισσότερο,
θυμόταν να μην απαντά στην ερώτηση
«και γιατί αλήθεια νομίζεις ότι βιάστηκες»,
το έβρισκε άδικο, δεν απαντούσε γιατί ήθελε να είναι αρκετό,
το ό,τι βιάστηκε.
Έψαχνε ακατάπαυστα ένα καθαρό βλέμμα,
γι’ αυτό της άρεσε στη λαϊκή αγορά,
ο χρόνος κυλούσε ανώδυνα, από τη μελαγχολία ίσαμε τη θλίψη,
μα ανώδυνα,
οι ίριδες, κορδέλες, απαλές γάζες στην πληγή,
στη λαϊκή αγορά, εκεί κανείς δεν αμφισβητεί τις ειλικρινείς προθέσεις,
τις φωνές, τις πραμάτειες, την ανθρωπιά, το φιλότιμο,
εκεί ποτέ δεν την ρωτούσαν γιατί,
εκεί μπορούσε να ονειρεύεται, να χάνεται
σ’ εκείνο το ωραίο φως του Παρισιού που σε σπρώχνει
στο εμείς και στην αγάπη,
εκεί, ήθελε, να την βρίσκει η ξαφνική βροχή,
να νιώθει πως γεμίζει τις χούφτες της και ξεπλένει την ψυχή,
κι αυτό όχι για πολύ, για λίγο,
τόσο όσο χρειάζεται για να έχει ένα λόγο να ζει και να ελπίζει,
εκεί, η Lilou, για να γλιτώσει,
από το θέλω, πήγαινε στο μπορώ, τακτοποιώντας
τη ζωή στον πάγκο της,
στη Marche Buci.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Παρίσι, Ιούνιος 2022
Darcy
Από το φεγγίτη, αψηφώντας τις πιθανότητες γλιστράει μποέμικα,
τρέμει στο κρύο τζάμι το φως του φεγγαριού,
τη συμμαχία νοσταλγίας και σιωπής
τέμνουν οι λάμψεις που πάλλονται στο σαλόνι,
η Darcy, μετά την περιήγησή της στο μουσείο,
μαθητεύει στη νύχτα, στην τέχνη,
στην ειλικρίνεια που έχει το ολόγυμνο σώμα της
ακούγοντας το δίσκο του Erik Satie, Gymnopédies.
Μια κούπα πράσινο τσάι,
ένα κρουασάν στο κρυστάλλινο πιατάκι,
το βαζάκι πορσελάνης με τη μαρμελάδα,
η μικρή λινή πετσέτα,
όλα τακτοποιημένα πάνω στον ασημένιο δίσκο.
Άναψε το πορτατίφ,
κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα,
«Maurice Utrillo», ψιθύρισε.
Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα που είχε αγοράσει,
παρατήρησε πιο προσεκτικά τα έργα του,
καταλάβαινε γιατί είχε αγαπηθεί τόσο,
γιατί η γιαγιά της επέμενε
πως ολόκληρη η τέχνη του, είναι μια ευανάγνωστη μετάφραση
της σκέψης πολλών απλών ανθρώπων,
πως, τα τοπία του, μαζί με τα συναισθήματα που γεννούν,
σου επιβάλλουν και την ομορφιά του ταξιδιού,
ενός ταξιδιού μοναδικού στο χρόνο
φτάνει να μην είσαι μόνο φιλότεχνος, αλλά και «ολίγον οινόφιλος» ,
το δεύτερο το τόνιζε κλείνοντας το μάτι.
Σήκωσε το φλυτζάνι, απόλαυσε μια γουλιά,
γύρισε την κλεψύδρα,
η άμμος άρχισε να τρέχει, προλάβαινε,
η γιαγιά, στη φωτογραφία, καθιστή στην καρέκλα,
φορούσε πράσινη φούστα και κοντομάνικο πουκάμισο,
η μητέρα της, όρθια,
στο εμπριμέ μακρύ της φόρεμα,
μπορούσε να διακρίνει τη λεπτή μεταξωτή δαντέλα,
αυτή στις ραφές και στα βολάν,
ρομαντική υπενθύμιση μιας άλλης εποχής,
η γιαγιά ήταν εκείνη που διάλεγε τα υφάσματα και έραβε τα ρούχα της…
Χαμογελαστές και οι δύο, ίδιο χτένισμα,
τα ίδια λεπτά χείλη, τα ίδια μακριά λεπτά δάχτυλα,
διαφορετικοί όμως κόσμοι.
Θυμήθηκε τις διαφωνίες τους, τις ασήμαντες, και τις μεγάλες,
κάποτε αιτία για ένα καυγά, είχε γίνει
η «Suzanne Valadon»,
μητέρα του Maurice Utrillo, ζωγράφος και η ίδια,
«κόρη ανύπαντρης μητέρας, ερωμένη του συνθέτη Erik Satie»
τόνιζε η γιαγιά,
«παθιασμένη επαναστάτρια, μοντέλο, η Valadon, με τη ζωγραφική της
κόντρα στο κατεστημένο, έσπασε τα στερεότυπα της γυναικείας απεικόνισης»,
πεισματικά η μητέρα,
με αυτή τη φράση είχε φουντώσει η αντιπαράθεση…
μετά είχαν πάρει ένα τελάρο
και ζωγράφιζαν από κοινού στο μουσαμά,
η μία πίνοντας λευκό κρασί, και η άλλη τρώγοντας σοκολατάκια.
Γέλασε, «Χρειαζόμαστε τις φωτογραφίες» , μονολόγησε
σίγουρη πως ο χρόνος,
έρχεται κάποια στιγμή που τις βάζει σε κορνίζες,
πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης,
στο πάσο της κουζίνας,
στο μεγάλο τραπέζι, στα κομοδίνα,
ή, πεταγμένες ατάκτως στα συρτάρια,
για να σκοντάφτει το βλέμμα, να πέφτει πάνω τους,
να τις χαϊδεύει,
να αναμοχλεύεις παρελθόν και στιγμές,
πριν η λήθη σε ξελογιάσει κλειδώνοντας
ξεφλουδισμένα παράθυρα και πόρτες της θύμησης.
Δυο ρώγες δάκρυα κρεμάστηκαν στα βλέφαρα,
από την ίδια θέση που καθόταν τράβηξε στην άκρη την κουρτίνα,
έξω, μια ομίχλη πηχτή σαν γάλα χαμήλωνε στο πλακόστρωτο,
τρελαινόταν γι’ αυτή την ατμόσφαιρα,
απολάμβανε το πώς μπορούσε να μετουσιώνεται σε μυστήριο το ασαφές,
προσδίδοντας μυθικές διαστάσεις στα δέντρα, στα κεραμίδια,
στα δαιδαλώδη σοκάκια,
στους κήπους, στα εμβληματικά κτίρια, στα μικρά καφέ,
στα κιτρινισμένα φύλλα της κληματαριάς,
στην ψυχή της, ψυχή από την ψίχα της Μονμάρτης.
«Χρειαζόμαστε τις φωτογραφίες»,
ξαναγύρισε την κλεψύδρα, η Darcy,
σηκώθηκε,
αλλάζοντας θέση ο μαύρος γάτος μετακινήθηκε μαζί της,
πήρε μια παρτιτούρα από τη βιβλιοθήκη,
ζέστανε τα χέρια της στη μικρή θερμάστρα,
κάθισε στο πιάνο,
Erik Satie – Gnossienne No.1…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Μονμάρτη, Ιούνιος 2022
Charilyn
Γερνούσε, κουρασμένη, μα ήσυχη πια,
στην ασφάλεια μιας σοφίτας του έκτου ορόφου,
στο όγδοο διαμέρισμα του Παρισιού,
στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα,
επιθυμίες, όνειρα, λαχτάρες, όλα είχαν πεθάνει.
Στην πόρτα, είχε κρεμάσει μια μικρή χαλκογραφία,
κάθε φορά που πήγαινε να την ανοίξει, διάβαζε,
«τώρα επιτέλους ζήσε, ζήσε, ζήσε…»
Πάλευε να μην ξυπνήσουν τα φαντάσματα,
να μην αφήσει ν’ αναδυθούν στη μαρμαρυγή της όχθης
εκεί που έλιωνε το φως του φεγγαριού,
δεν ήθελε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην καταφρόνεση,
ούτε να βρουν τρόπο εκείνες οι σπαταλημένες μέρες,
να διεκδικήσουν μερίδιο.
Μετρούσε το έλλειμμα της αγάπης στα δύο κομμένα δάχτυλα
του αριστερού χεριού,
τα είχε κρατήσει ενθύμιο ο πρώτος εραστής και κατοπινός νταβατζής της,
θυμόταν με τρόμο την απειλή,
τα λόγια του, της τρυπούσαν ακόμη τα τύμπανα,
-καίτοι νεκρός-
σαν από κακογραμμένη μαγνητοταινία.
Μετρούσε, στις σελίδες του ημερολογίου της,
το πικρό φλιτζάνι του έρωτα, που είχε πιει ως τον πάτο,
τις γροθιές στο στομάχι κάθε φορά που αρνιόταν,
χάπια, αλκοόλ, χασίς,
βαριά μυστικά και ανομολόγητες ιστορίες,
βγαλμένες από την υγρή και αποπνικτική ατμόσφαιρα των υπονόμων.
Μετρούσε, τη βία, σημειώνοντας πάνω στο χάρτη
τα μπουντρούμια των πληρωμένων συνευρέσεων,
μετρούσε, τη σκοτεινή πλευρά της «Πόλης του Φωτός»
στις χοντρές κηλίδες που άφηνε ο ιδρώτας και το αίμα
στα βρόμικα σεντόνια,
μετρούσε, το φόβο,
στο στοιχειωμένο παράπονο που κατάπινε μαζί με το λυγμό
κάθε φορά που την πουλούσαν, φτηνό εμπόρευμα,
κάθε φορά, που πλαγιάζοντας με κάποιον
βγάζοντας το σφικτό κορσέ με τις μπανέλες
βυθιζόταν στην άβυσσο και όχι στην ηδονή.
Μετρούσε, στους ωροδείχτες,
τις συμφορές που της είχε τάξει η μοίρα, ερήμην της,
μετρούσε, τους χάρτινους αγγέλους στα τετράδια,
και στα διπλωμένα τους φτερά, την οδύνη της να είναι γυναίκα.
Έβγαλε το κόκκινο μαντίλι,
κοίταξε στον καθρέφτη, τα ολόλευκα μαλλιά της,
μαζεμένα πίσω, σε κλασσικό σινιόν,
ως να μην παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον το πρόσωπο,
αποστρέφοντας το βλέμμα από το είδωλο της,
γύρισε την πλάτη,
σέρνοντας αργά τις χνουδωτές παντόφλες στο πάτωμα,
απομακρύνθηκε λίγα μόλις βήματα,
πλησίασε, άνοιξε το ένα μόνο φύλλο στο παράθυρο,
αφήνοντας το μαντίλι της να παρασυρθεί στον άνεμο
με την ίδια απορία που έχουν αιώνες, οι περισσότερες γυναίκες,
«γιατί να είναι τόσο σκληρή, τόσο άδικη η ζωή…», ψιθυριστά,
θαρρείς και φοβόταν πως κάποιος που όριζε ακόμη την τύχη της
μπορούσε να ακούσει,
έτριψε αμήχανα τα οκτώ δάχτυλα στα χέρια,
χάιδεψε με συμπόνια εκείνα του αριστερού χεριού,
μετά, αφέθηκε, ακολουθώντας με το βλέμμα το φευγιό του μαντιλιού.
Το έβλεπε να πετάει από σοφίτα σε σοφίτα και από μπαλκόνι σε μπαλκόνι,
να μπερδεύεται στις ζαρτινιέρες με τα γεράνια και τις πρασινάδες,
να περνά ανάμεσα από κάγκελα και κεραίες,
ύστερα να τινάζεται πιο ψηλά, πάνω από τις καπνοδόχους,
και πάνω από τις στέγες,
ψηλά, πολύ ψηλά,
ώσπου με μια ξαφνική ριπή, αφού στροβιλίστηκε κάμποσο,
περνώντας ξυστά από το γλυπτό διάζωμα της Μαντλέν,
χαμήλωσε, αγκάλιασε έναν από τους 52 κίονες στο περιστύλιο,
δεν ήταν γραφτό, γλίστρησε απαλά στο επόμενο φύσημα,
και τέλος, προσγειώθηκε στο φανοστάτη.
Αλλάζοντας αστραπιαία το κίτρινο της λάμπας σε αμυδρό κόκκινο,
έκανε τους περαστικούς, τουρίστες και μη,
να σταθούν καχύποπτα, με περιέργεια,
δεν άκουγε τι έλεγαν,
υπέθετε όμως από τις χειρονομίες
ποιες μπορεί να ήταν οι σκέψεις τους.
Πώς λοιπόν να μη φέρει στο μυαλό της τη Ραχάμπ,
διάσημη εταίρα της Ιεριχούς,
αυτή πρώτη, μετά από προειδοποίηση του διαδόχου του Μωυσή,
είχε κρεμάσει ένα σκοινί βαμμένο σε χρώμα άλικο, στην εξώπορτα,
σημάδι, για να γνωρίζουν
ποιο σπίτι δεν έπρεπε να παραδώσουν στις φλόγες οι Ισραηλίτες,
κάπου το είχε διαβάσει, αδιάφορο οπωσδήποτε,
το σκέφτηκε όμως,
θαρρείς και ο ναός, ή, η ίδια η Μαντλέν,
κινδύνευαν από την είσοδο κάποιων,
οπότε αυτό το διαφορετικό,
το δηλωμένο ως φως των οίκων ανοχής και ενοχής,
ίσως και να τους εμπόδιζε…
Ένα ρίγος που διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, την ανάγκασε
να κουμπώσει τα φιλντισένια κουμπιά της ζακέτας μέχρι επάνω,
της φάνηκε τουλάχιστον αστείο,
το ότι στην προοδευτική απογύμνωση του κόσμου
και της χρεοκοπημένης αρετής,
εκείνη, η Charilyn,
η παρά τη θέλησή της πόρνη,
που την είχαν ξεγυμνώσει άγαρμπα τόσες φορές,
αισθανόταν ακόμη ντυμένη…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Parc Monceau, Ιούνιος 2022
Maid
Στον καιρό μας, καιρός των συκοφαντημένων αθώων,
τυλιγμένη στη φθινοπωρινή πάχνη, μια κουρούνα,
ρεμβάζοντας από το παρτέρι τη τζαμαρία, περίμενε το μερίδιο της
από το πρωινό της Maid.
Στη μικρή κουζίνα είχε ετοιμάσει ζεστή πικρή σοκολάτα,
τρεις κουταλιές κακάο και μια κουβερτούρα,
πρόσθεσε λίγο μέλι όσο ήταν ακόμη στο μπρίκι,
την αρωμάτισε με κανέλα,
συμπληρώνοντας λίγες σταγόνες Grand Marnier
έσκυψε πάνω από τον ατμό ανασαίνοντας βαθιά το άρωμα.
Γέμισε το μεγάλο φλιτζάνι, ενθύμιο,
μια μικρή ραγισματιά
στο χείλος, την είχε καλύψει με λιωμένο ασήμι,
κάθε φορά όμως που την άγγιζε, θυμόταν,
το σημάδι από ένα τραύμα,
-απόρροια μιας συμπλοκής- , που είχε η γιαγιά της στα χείλη.
Έκοψε τέσσερις λοξές, πλαγιαστές φέτες από τη μπαγκέτα,
που είχε ήδη τσιμπολογήσει στη διαδρομή από το φούρνο στο σπίτι.
Ανοίγοντας το γυάλινο βάζο με το βούτυρο, «μόνο τόσο λίγο…»,
πριν προλάβει να κάνει ένα μορφασμό δυσφορίας
για το ελάχιστο του βάζου,
θυμήθηκε και πάλι τη γιαγιά,
«όσο πιο λίγο μένει, τόσο περισσότερο απλώνεται…»
Μια ματιά στο δρόμο, πρόσεξε τα φύλλα στις δεντροστοιχίες,
τόσο μικρά κι όμως λίκνιζαν τον άνεμο,
στάθηκε στο μισάνοιχτο παράθυρο,
η κουρούνα εξοικειωμένη είχε πλησιάσει στο γείσο,
ανεβοκατεβάζοντας το ράμφος προτιμούσε τη βρόμη,
από τα ψίχουλα.
«Υποκλίνομαι πρώτα στα φτερά, και μετά στα θέλω σου»,
ο ψίθυρος,
το τραγούδι από την πλατεία Place du Tertre,
με τη φωνή του Yves Montand, «Le Temps des Cerises»,
ποίηση του Jean Baptiste Clément,
«ένα μόνο τραγούδι», πόσες αναμνήσεις,
και όλα τα κρίματα του θεού, στους αγώνες.
Η Maid, θα συνέχιζε να υμνεί, τη μίμηση του ωραίου ως πρέπον,
θα συντηρούσε με όποιο κόστος,
την ανάγκη της να μείνει στρατευμένη στην τέχνη,
και με αυτή, την τέχνη, ονειρευόταν,
να φτάσει σε βαθιά γεράματα με το ρολόι της ακούρδιστο,
να αφήνεται στο φως,
να διαμαρτύρεται στους δρόμους,
να μαθητεύει σε απορίες και λάμψεις περπατώντας στη βροχή,
να γοητεύεται στον αποδημητικό καιρό
από την ομορφιά του κάρβουνου και των παστέλ,
μα και των αφηρημένων σχημάτων με τα ζωηρά χρώματα,
μέχρι το ταξίδι στη μουσική,
ελεύθερη, αδέσμευτη, πίνοντας πικρή σοκολάτα,
μελετώντας ποιητές,
τους «διερμηνείς των θεών», υποστήριζε ο Πλάτωνας,
να μπορούσε να αισθάνεται την αξία της δημιουργίας,
να αγνοεί, εξουσίες και πρέπει,
να συντάσσεται με την αλήθεια, και τ’ αθέριστα στάχυα του έρωτα.
Όχι, δεν θ’ ανέβαινε ποτέ, η Maid,
στη «χρυσή καρότσα» της βασίλισσας, όχι,
φοβόταν πως ό,τι γυαλίζει οδηγεί στον κατήφορο,
έβλεπε με καθαρά μάτια και ξάστερο νου,
κι είχε ακόμη ο κόσμος, πολλές, «καρότσες και βασίλισσες»,
εξαιρετικά επικίνδυνες
όταν δοξάζονται στο όνομα της λήθης.
Οι προγονικές φωτογραφίες με τα στέμματα
είχαν τόσο, μα τόσο πολύ ξεθωριάσει, για εκείνη,
είχαν σβήσει μαζί με ένα σωρό εθιμοτυπίες, που δε σήμαιναν
τίποτα πια,
αυτό, το φανταχτερό παρελθόν της χλιδής των εστεμμένων,
που πατούσε σε χιλιάδες εγκλήματα και ανοχύρωτες ψυχές,
αυτή η αλαζονεία της απληστίας,
που άνοιγε πληγές,
δεν την άγγιζε,
ούτε καν της κέντριζε την περιέργεια,
ήξερε όμως καλά, πως και στη σύγχρονη εποχή
υπήρχαν αφοσιωμένοι,
κάποιοι, όταν ξυπνούσαν από το αρρωστημένο τους εγώ,
σερνόταν πίσω από τη «χρυσή καρότσα», νέοι και γέροι,
άντρες και γυναίκες,
με τα κίνητρα της κίβδηλης ευημερίας,
για μια δήθεν ειρήνη σε σαθρό υπόστεγο μέλλον,
αγνοώντας πως η πραγματική δύναμη του ανθρώπου,
είναι στο πνεύμα,
και ναι,
ομολόγησε στον εαυτό της,
γοητευμένη από τα άχραντα του φθινοπώρου του βίου της,
«δεν είναι πάντα η εποχή των κερασιών».
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης /
Ζωή Δικταίου / Κέρκυρα 8 Σεπτέμβρη 2022, ο νους στη Μονμάρτη
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962.
Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα.
Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση.
Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού.
Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις.
Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία …
Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο (μυθιστόρημα) Μια κούρσα για τη Χαριγένεια (μυθιστόρημα) Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, (διηγήματα) Αύριο, στάχυα οι λέξεις (ποιητική συλλογή) Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα (διηγήματα) Λασίθι, Τόπος Μέγας (αφήγημα) κά, με συμμετοχές στις ποιητικές ανθολογίες “Μονόλογοι”, “Γράμματα της ποίησης”.
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως.