Ήθελε να πετάξει σαν τα θαλασσοπούλια, να δημιουργήσει το δικό της νησάκι, χτίζοντας γέφυρες πολιτισμού με όλη την ανθρωπότητα, γιατί το έργο της είναι οικουμενικό. Δημιούργησε τη δική της Πομπηία, που δεν είναι ψηφιδωτά πάνω σε τοιχογραφίες, αποτυπώματα της έκρηξης του ηφαιστείου. Ο δικός της Βεζούβιος ήταν η λάβα που έστελνε μέσα απ’ το έργο της.
Τα πρώτα χαρακτικά της ήταν αφίσες, προκηρύξεις, ψηφοδέλτια για τον αγώνα, την αντίσταση. Οι τραγωδίες της ζωής έγιναν βιώματα στην ψυχή της και τέχνη στα χέρια της. Οι «Δώδεκα Μανάδες» είναι αληθινές ιστορίες γυναικών που έθαψαν τα παιδιά τους σε πολέμους είτε στην Ελλάδα είτε στην Κύπρο.
Με το πραξικόπημα του 1967 την συνέλαβαν. Την έστειλαν στη Γυάρο. Εκεί ζωγράφιζε πέτρες ενώ με τα βότσαλα έστελνε μηνύματα, γράφοντας στους κομμουνιστές συγκρατούμενούς της. Τα βότσαλα της αντίστασης. Τη δάμασε την πέτρα. Χάραζε πάνω της ποιήματα, μορφές, σχέδια, φιγούρες, άλλοτε μυστηριώδεις και άλλοτε καθαρές. Αυτές υπάκουαν στη δύναμη του ταλέντου της, αλλά σέβονταν και την προσπάθειά της να μεταμορφώσει τα απλά υλικά σε ζωντανή ύλη.
Η μοναξιά, η ιδεολογία, η ελευθερία, τα προβλήματα που βασάνιζαν τον τόπο, στην αρχή γίνονταν ξύλινα γλυπτά, με τόση αρμονία και αγαλλίαση που σε μάγευαν. Εμπνεόταν και από τη μυθολογία. Εφτιαξε μορφές θεϊκές ή απλοϊκές, που έκαναν τα ξύλα να διηγούνται και να υποκλίνονται. Αγαπούσε τον Ικαρο, που είναι οραματιστής, θέλει να πετάξει, αλλά δεν άντεξαν τα φτερά του γιατί έφτασε τόσο ψηλά που τα έκαψε η ζέστη του ήλιου. Ο Ικαρος είναι η απόδραση στην ελευθερία, αλλά μας διδάσκει να μη θέλουμε να ανυψωθούμε πάνω απ’ τη μοίρα μας.
Η εγγονή της
Αγαπούσε τα πετάγματα όχι μόνο με φτερά αλλά και με χαρταετούς, όπως είναι αυτός που ζωγράφισε, αφιερωμένος στην εγγονή της Αννα και δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Περίμενε τόσα χρόνια σ’ ένα συρτάρι, αλλά ήρθε η ώρα του να πετάξει μέσα από τα φύλλα του «Ριζοσπάστη». Καθετί, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα βρει τον προορισμό του. Η εγγονή της, Αννα Δεσποτίδη, δεν θυμήθηκε μόνο το έργο του χαρταετού αλλά περιγράφει και την γιαγιά της αποκλειστικά σ’ αυτό το αφιέρωμα:
«Από πολύ μικρή ήξερα ότι η γιαγιά μου η Βάσω διέφερε από τις άλλες γιαγιάδες. Οχι επειδή στην ηλικία εκείνη καταλάβαινα το μεγαλείο της ψυχής και του έργου της, αλλά γιατί δεν ήταν η γιαγιά που θα με πήγαινε στην παιδική χαρά, ή θα μου διάβαζε παραμύθια με πριγκίπισσες. Ισως κάποιο νανούρισμα με μελωδία του Θεοδωράκη, εκεί που “πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ’ όνομά της”. Οι περισσότερες πραγματικές αναμνήσεις που έχω μαζί της είναι στο σπίτι της Γλυφάδας, εκεί που ήταν το ατελιέ της, το σπίτι όπου έζησε και μεγάλωσε η μητέρα μου. Και λέω πραγματικές αναμνήσεις, γιατί μεγαλώνοντας συνάντησα πολλούς ανθρώπους που μου μίλησαν για εκείνη, μα περισσότερο απ’ όλους οι γονείς μου, και έτσι οι εικόνες των αφηγήσεών τους μπερδεύτηκαν με τις δικές μου.
Θυμάμαι τα πρωινά στη βεράντα έξω από το υπνοδωμάτιό τους. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα και μπροστά απ’ αυτήν ο παππούς με την γιαγιά να πίνουν ελληνικό καφέ, συντροφιά με φρυγανισμένο ψωμί και τυρί, με φόντο τις ζαρντινιέρες που έμοιαζαν με παράρτημα ανθοκομικής έκθεσης, γεμάτες γαρίφαλα, ανεμώνες, ζουμπούλια, γιασεμιά και μπουγαρίνια. Χωνόμουν κι εγώ ανάμεσά τους και έκλεβα, δήθεν κρυφά, το τυρί.
Θυμάμαι τη μία και μοναδική φορά που είδα λυτά τα μαλλιά της. Πάντα ήταν με τον κότσο της, με αυτόν κοιμόταν, με αυτόν ξυπνούσε, με αυτόν περιδιάβαινε όλη μέρα. Μα μια φορά ήμουν μαζί της όταν τα έλυσε, μπροστά από τον μακρόστενο όρθιο καθρέφτη που είχε στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της. Αν έφταναν έως τη μέση ή τους ώμους δεν θυμάμαι για να πω, μα θυμάμαι το λευκό πέπλο που φέγγισε από το φως του παραθύρου, και μου φάνηκε τόσο παράξενη με τα μαλλιά ξέπλεκα, σαν αερικό. Κι ύστερα με δυο κινήσεις γίνηκε και πάλι η γιαγιά μου.
Την γιαγιά μου την Βάσω την έχασα όταν ήμουν μόλις οκτώ χρονών. Μπορεί μεγαλώνοντας να μην την είχα δίπλα μου, μα ήταν πάντα μέσα μου, οδηγός. Περιτριγυρισμένη από τα έργα της σε όλους τους τοίχους του σπιτιού, σε εκθέσεις, συντροφιά με αμέτρητες ιστορίες από τους αγώνες της και τους μήνες της εξορίας. Μέσα από την μαμά μου, γνώρισα το ήθος της, τη σεμνότητά της, τα βασανιστήρια που πέρασε, τον αγώνα για την ελευθερία, το θάρρος της. Αρχισα να συνειδητοποιώ τη βαρύτητα του οικουμενικού της έργου. Και είμαι πάντα περήφανη για εκείνη. Μα το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι η μητέρα μου και ο πατέρας μου μου δίδαξαν τον τρόπο να διατηρήσω τη θύμησή της, να συνεχίσω να επικοινωνώ το έργο της, να μην ξεχαστεί ποτέ η Βάσω Κατράκη. Γιατί μπορεί για μένα να ήταν η γιαγιά μου, αλλά το έργο της είναι αφιερωμένο σε όλη την ανθρωπότητα».
Το έργο της
Ο ιστορικός Τέχνης Γιάννης Μπόλης γράφει για την ίδια: «Η Βάσω όχι μόνο έζησε με ένταση την εποχή της, αλλά και την ενέταξε στη δημιουργία της. Το σύνολο του έργου της, τιμημένου με διεθνή βραβεία και διακρίσεις, αποκαλύπτει μια μοναδική συνέπεια και ταυτόχρονα την αντοχή και την ποιότητα των μορφοπλαστικών αναζητήσεων και των πνευματικών της ενδιαφερόντων. Οι συνθέσεις της διατηρούν τον επίκαιρο χαρακτήρα τους, την επιβολή και τη δύναμη των μηνυμάτων και των συμβόλων τους, διαμορφώνουν ενιαία εικαστική πρόταση και μορφοποίηση, αναπτύσσονται με συνοχή μέσα στα όρια και στους όρους της σύγχρονης έκφρασης, όμως χωρίς φορμαλισμούς και εντάξεις στους τρόπους κάποιου κυρίαρχου ρεύματος. Αυθόρμητη και ενστικτώδης, ονειροπόλα, ρομαντική και δυναμική ως άνθρωπος, η Βάσω αφοσιώθηκε στην τέχνη της, που με την αλήθεια και την τόλμη της, την ισορροπία, την ποιητική και την ευαισθησία της, τις ηθικές αξίες, το ανθρωπιστικό – οικουμενικό περιεχόμενο και την απαρασάλευτη άποψή της, συναντά και επικοινωνεί με τον αποδέκτη της, επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα και τη σημασία της προσφοράς της».Ο ίδιος περιγράφει με εξαίσιο τρόπο τα νοήματα και τις έννοιες των έργων της Βάσως Κατράκη:
«Στις “Αναμονές”, γυναίκες περιμένουν αγέρωχες δίπλα σε πετρωμένους κορμούς και βράχια – αναφορά στο τοπίο της Γυάρου, τόπο ερημιάς και εξορίας. Στις “Πλατυτέρες” το γυναικείο πρόσωπο, μάνα και Παναγιά μαζί, παραπέμπει στις πηγές της ζωής, με τα υψωμένα χέρια να προσδίδουν ιερατική μεγαλοπρέπεια. Στις “Καταστάσεις” ο άνθρωπος μένει κορμός, χωρίς κεφάλι, με κομμένα χέρια, μορφή μαρτυρική στην αγωνιώδη προσπάθειά του να απελευθερωθεί από τα συρματοπλέγματα που τυλίγονται, ενώ το σχήμα του σταυρού λειτουργεί τόσο πλαστικά όσο και αλληγορικά, με τους προφανείς θρησκευτικούς συνειρμούς. Στο “Δάσος”, δέντρα και άνθρωποι, βαθιά ριζωμένοι στη γη, συμπλέκονται και αποκτούν φυλλώματα – σημάδι αναγέννησης. Στις “Συντεταγμένες”, με τα ακρωτηριασμένα σώματα, η ζωή αντιπαραβάλλεται στον θάνατο, η αντίσταση στην υποταγή, ενώ στο “Χρέος της Αντιγόνης” η μυθολογική ηρωίδα ετοιμάζεται να σκεπάσει τους νεκρούς αδελφούς της. Και πολύ συχνά ο ήλιος, “πότε τραυματισμένος, πότε απειλητικός, πότε ακτινωτός, με τις ακτίνες να πριονίζουν τα γύρω”, γίνεται σύμβολο φόβου και απειλής, αλλά και της ελπίδας και του ατέρμονου κύκλου της ζωής».
Η κόρη της
Για την προσωπικότητα και την καθημερινότητα της Βάσως Κατράκη μάς μιλάει με συγκίνηση και ζωντανή μνήμη η κόρη της, Μαριάννα Κατράκη – Δεσποτίδη:
«Σηκωνότανε πρωί πρωί και έπινε το καφεδάκι της στη βεράντα με τον πατέρα μου. Όταν είχαμε σχολείο μάς ετοίμαζε και μετά κατέβαινε στην κουζίνα και προετοίμαζε το φαΐ. Το έβαζε στη φωτιά και ανέβαινε πάνω στο ατελιέ της να δουλέψει. Είχε και στον νου της το φαΐ, και είτε κατέβαινε να το ελέγξει είτε μας καλούσε από ένα εσωτερικό τηλέφωνο που είχαμε, να πάμε εμείς. Δούλευε ακατάπαυστα και όταν γυρνούσα από το σχολείο, τις καθημερινές, ανέβαινα στο εργαστήρι της, παρατηρούσα πώς δούλευε, συζητούσαμε και μετά μαζευόμασταν και τρώγαμε όλοι μαζί. Ξεκουραζότανε λίγο, και μετά ανέβαινε πάλι στο ατελιέ να σχεδιάσει. Κάποια βράδια έκανε μια βόλτα στις γκαλερί της Αθήνας, να δει δουλειά κι άλλων καλλιτεχνών, και όταν πια είχα μεγαλώσει με έπαιρνε παρέα της. Συνήθως περιμέναμε τον πατέρα μου, όταν έκλεινε το ιατρείο του, να μοιραστούμε τα νέα της ημέρας. Τα Σαββατοκύριακα έρχονταν συχνά φίλοι και συγγενείς, ειδικά το καλοκαιράκι στην αυλή μας, κάτω από την κληματαριά, και τρώγαμε, πίναμε και λέγαμε αστεία.
Ήτανε σύντροφος για τον πατέρα μου, και ο πατέρας μου για την ίδια. Είχαν ένα βαθύ δέσιμο, περάσανε πολέμους και κατοχές, εξορίες, βαδίσανε χέρι με χέρι μέχρι το τέλος. Ηταν ισορροπίστρια. Ήταν αληθινή μάνα. Ηταν κοντά μας, δίπλα μας, σε ό,τι κι αν χρειαζόμασταν. Ήταν απλή και είχε μια έμφυτη σεμνότητα. Συμμετείχε στη γειτονιά και στα προβλήματά της, όλους τους νοιαζότανε. Ήτανε μέσα σ’ όλα. Επλενε, μαγείρευε, έραβε, ό,τι έπιαναν τα χέρια της γινότανε χρυσός. Αγωνίστρια, διεκδίκησε το δίκιο για όλη την ανθρωπότητα. Εξορίστηκε για τις ιδέες της τα χρόνια της χούντας, που ακόμα και εκεί βρήκε τρόπο, ζωγραφίζοντας τα βοτσαλάκια της, να επικοινωνήσουν η ίδια και οι συνεξόριστοί της με τους αγαπημένους τους.
Πόσο επηρέασε τη ζωή της το έργο της;
Το έργο της, παρότι πολλές φορές βραβεύτηκε στο εξωτερικό και έλαβε διεθνή πρώτα βραβεία, αυτή η αναγνώρισή της δεν της πήρε τα μυαλά. Δεν επεδίωκε τη βράβευση και εξηγούσε ότι απλά υπάρχοντας σε έναν μηχανισμό, θέλοντας και μη συμμορφωνόταν με αυτούς τους νόμους, γιατί αυτές οι εκθέσεις ήταν ο μόνος τρόπος να δείξει κανείς πλατύτερα τη δουλειά του, να δει τη δουλειά των άλλων καλλιτεχνών, να επικοινωνήσει ανοιχτότερα. Αρα το έργο της δεν επηρέασε τη ζωή της, αλλά η ζωή της επηρέασε το έργο της. Σε αυτό κατέγραψε όλα τα δεινά της πατρίδας της και της γενιάς της, τη δική της ζωή, τα βιώματά της, διαμαρτυρήθηκε και πήρε θέση για όλα τα πανανθρώπινα ζητήματα, είτε αφορούσαν την πατρίδα της – πόλεμος, κατοχή, εξορία – είτε τον έξω κόσμο. Ολο της το έργο ήταν μια καταγραφή των όσων συνέβαιναν και συγχρόνως μια διαμαρτυρία, με γνώμονα πάντα τον άνθρωπο και το δίκιο του».
— Είχε πει σε μια συνέντευξή της, «όταν είμαι χαρούμενη ζωγραφίζω άλογα». Τι σήμαινε αυτό στη ζωή της;
«”Οταν έχω χαρά κάνω άλογα εγώ…”, είπε όταν έγινε η Μεταπολίτευση. Ηταν το διάλειμμά της ανάμεσα στα εμβληματικά της έργα διαμαρτυρίας και αντίστασης. Τα αγαπούσε πολύ τα άλογα, γιατί ήταν μέρος της ζωής των ανθρώπων, στον πόλεμο, στην καθημερινή ζωή των αγροτών, ήταν μέλη κατά κάποιο τρόπο της οικογένειας. Τα θαύμαζε γιατί ήταν όμορφα και περήφανα».
— Τι θυμάσαι από τις συμβουλές της;
«Οι συμβουλές της δεν εκφράζονταν με λόγια, αλλά με πράξεις. Τα λόγια είναι του αέρα. Πόσες φορές συναντάμε ανθρώπους που άλλα λένε και άλλα κάνουνε. Εβλεπα και παρατηρούσα τη στάση ζωής της, το ήθος της, τις αξίες και τα ιδανικά που μου εμφυσήσανε και οι δύο μου γονείς. Τη συμπεριφορά της απέναντι στους ανθρώπους, με καλοσύνη και κατανόηση. Δεν τους ξεχώριζε, τους θεωρούσε ίσους. Οταν είχα διλήμματα, προσπαθούσε να μου παρουσιάσει τη μελλοντική εικόνα των επιλογών μου. Με βοηθούσε να ξέρω τι θέλω πριν επιλέξω. Αυτά όλα ήταν το παράδειγμά μου. Δεν χρειαζόμουνα τίποτα άλλο».
— Πώς πιστεύεις ότι το μουσείο μπορεί να συντηρηθεί και να γίνει πόλος έλξης του κόσμου;
«Θέλουμε ένα μουσείο που να είναι επισκέψιμο όλο τον χρόνο, ώστε να μπορεί ο κόσμος να δει το έργο της μητέρας μου. Εργαστήρια χαρακτικής εξοπλισμένα και προσβάσιμα σε όλους τους χαράκτες, έναν κήπο του μουσείου ο οποίος θα φιλοξενεί καλλιτέχνες και νέους που ενδιαφέρονται για την Τέχνη και παράλληλα θα φιλοξενεί πολιτιστικές δραστηριότητες, κινηματογράφου, θεάτρου και υπαίθριων εκθέσεων. Έτσι το μουσείο θα μπορεί όχι μόνο να συντηρήσει τον εαυτό του, αλλά να βοηθήσει και στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας».
Όλο το σχεδιάγραμμα της ζωής της καλυτέρεψε τον κόσμο. Το έργο της διαμόρφωσε συνειδήσεις. Βραβεύτηκε διεθνώς. Η ευγνωμοσύνη μας είναι μεγάλη, όσο και το χρέος μας. Μια ελάχιστη προσφορά στο όνομά της θα ήταν η προτομή της σε ένα κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας.