Ήδη κάναμε μια πρώτη αναφορά σε προηγούμενη σχετική ανάρτηση (Εκδήλωση παρουσίασης της έκδοσης “Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο”, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 10 Σεπτέμβρη, στις 19.30 στο Λιμανάκι Κερατσινίου) . Περνάμε σήμερα στο “στίγμα” της έκδοσης, μέσα από τον Πρόλογο της ΣΕ και την εισαγωγή του συγγραφέα
Εκδήλωση παρουσίασης της έκδοσης “Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο”
🔻🔻
Η Έκδοση αφιερώνεται στον 🔴 Μάκη Μαΐλη 🔴
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η κυκλοφορία της έκδοσης για το ρεμπέτικο τραγούδι συμπίπτει με τη συμπλήρωση της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με αφορμή αυτήν την ιστορική επέτειο, είναι χρήσιμο να θυμίσουμε ότι ο λαϊκός μας πολιτισμός οφείλει πολλά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ιδιαίτερα στη λαϊκή μουσική και στο λαϊκό τραγούδι, στο ρεμπέτικο, η συμβολή τους είναι ανεκτίμητη.
Η Σύγχρονη Εποχή δεν προχωρά πρώτη φορά στην έκδοση ενός βιβλίου για το ρεμπέτικο τραγούδι. Έχει προηγηθεί η έκδοση των μελετών του Νέαρχου Γεωργιάδη, οι οποίες έχουν σημαντική συμβολή στην έρευνα πολλών πτυχών της ιστορίας και της δημιουργίας του λαϊκού τραγουδιού των αστικών κέντρων. Πρόκειται για τις εξής εκδόσεις: Ρεμπέτικο και πολιτική (1993), Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη (1996), Ο ακρίτας που έγινε ρεμπέτης (1999), Το φαινόμενο Τσιτσάνης (2001), Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι (2003), Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα. Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω (2006), Κώστας Παπαδόπουλος _Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού (2007), Ρένα Στάμου. Μια εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου (2009).
Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί γνήσια λαϊκή δημιουργία. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από το πόσο βαθιά είναι ριζωμένο στο λαό, στα τμήματα δηλαδή εκείνα του πληθυσμού που από την αντικειμενική τους κοινωνικοταξική θέση είναι φορείς της κοινωνικής εξέλιξης, έχουν την ικανότητα να υλοποιήσουν αυτήν την ιστορική αποστολή στη δοσμένη ιστορική περίοδο. Εμπεριέχει τη μακρόχρονη εμπειρία των λαϊκών μαζών, το χαρακτηρίζει το βάθος της καλλιτεχνικής έκφρασης της πραγματικότητας. Είναι συνυφασμένο με την πορεία και την εξέλιξη που διαγράφει η ζωή των εργατριών και των εργατών, όλων των ανθρώπων του μόχθου στα αστικά κέντρα, στις πόλεις, από την εμφάνιση των πρώτων ακόμη μικρών τμημάτων του προλεταριάτου στα γεωγραφικά σημεία όπου ζουν Έλληνες ή ελληνόφωνοι πληθυσμοί στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας ταυτόχρονα συνέχεια με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και στην ανάπτυξή του στην Ελλάδα.
Η έρευνα και η μελέτη του συγκεκριμένου είδους τραγουδιού, όπως και κάθε μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας ως μορφής κοινωνικής συνείδησης, απαιτεί τον προσδιορισμό των ιστορικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών με τις οποίες αντικειμενικά εμφανίζεται κι εξελίσσεται, αναπτύσσεται ως κοινωνικό φαινόμενο, και της εξέλιξής τους. Απαιτεί έρευνα και μελέτη των όρων που μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργούν η εργατική τάξη, οι λαοί, που γράφουν την πραγματική ιστορία των κοινωνιών μέσω του μοχλού που κινεί την Ιστορία, και ο οποίος είναι η ταξική πάλη.
Η συγκεκριμένη έκδοση επιχειρεί να συνδέσει την έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι με την ιστορική, κοινωνική, οικονομική εξέλιξη, προκειμένου να φωτίσει όσο γίνεται αντικειμενικά βασικές πλευρές του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομένου, οι οποίες επίσης αποτελούν πεδίο διαπάλης, όπως: Ποια κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού το δημιούργησαν και το ανέπτυξαν, ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα εκφράζει ως λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, γιατί είναι πραγματική λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, ποια είναι η εξέλιξή της κ.ά.
Άλλωστε το ρεμπέτικο τραγούδι συντροφεύει τους λαϊκούς ανθρώπους σε όλες τις πτυχές της ζωής τους, τις οποίες αναδεικνύει ως γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Γι’ αυτό και άντεξε στο χρόνο ως τις μέρες μας.
Τέλος, είναι καίριο το ζήτημα της πολιτικής προσέγγισης που αφορά όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, πολύ περισσότερο στον τομέα της τέχνης, που ως μορφή κοινωνικής συνείδησης γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής διαπάλης. Το ενδιαφέρον για όλες τις πτυχές της ζωής της εργατικής τάξης, του λαού, από τη σκοπιά των πραγματικών συμφερόντων τους, είναι άρρηκτα δεμένο με τον αγώνα για την ένταξή τους στην ταξική πάλη ενάντια στο κεφάλαιο και στην εξουσία του, για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η τέχνη, η καλλιτεχνική δημιουργία είναι σημαντικός παράγοντας που μπορεί να συμβάλει στην ανάταση και την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με πρωτοπορία και καθοδηγητή, οργανωτή το ΚΚΕ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ενασχόληση του Κόμματος με τον πολιτισμό, την καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα, αποτελεί συστατικό μέλος της ιδεολογικής, μορφωτικής δουλειάς του για τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης στην εργατική τάξη και την οργάνωση της κοινωνικής συμμαχίας με τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εκτιμώντας λοιπόν ότι μπορεί να έχει συμβολή στη δράση του ΚΚΕ η ενασχόληση με το ρεμπέτικο τραγούδι, που είναι τραγούδι των εργατικών-λαϊκών μαζών των αστικών κέντρων, προχωρήσαμε στην έκδοση αυτής της μελέτης.
Σύγχρονη Εποχή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για να ερευνηθεί ολοκληρωμένα και ολόπλευρα το ρεμπέτικο τραγούδι, σε όλες τις πτυχές και τις παραμέτρους που το συνθέτουν ως καλλιτεχνική μουσικοστιχουργική λαϊκή δημιουργία, αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο, θα χρειαζόταν τόμους. Είναι πολυσύνθετο φαινόμενο. Έρχεται από πολύ μακριά από το ιστορικοκοινωνικό παρελθόν. Έχει τεράστια εξέλιξη -έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα των ταξικών αντιπαραθέσεων, όπως κάθε λαϊκή δημιουργία- και ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο διαμάχης ακόμη και στις έρευνες και μελέτες για την ιστορική εμφάνισή του και τις ρίζες του· ποιες κοινωνικές ομάδες, τάξεις, στρώματα αντιπροσωπεύει και εκφράζει, από ποιες ανάλογες ομάδες δημιουργήθηκε και προέρχεται· όπως και για την ετυμολογία των λέξεων «ρεμπέτικο» και «ρεμπέτης». Με αφορμή όλα αυτά υπάρχει διαπάλη γύρω από το ποιος είναι «λαϊκός δημιουργός» και τι είναι «λαϊκή δημιουργία», γιατί υπάρχουν και πώς καθιερώθηκαν διακρίσεις όπως το «έντεχνο τραγούδι», η «έντεχνη μουσική», οι «έντεχνοι δημιουργοί» και οι «έντεχνοι λαϊκοί δημιουργοί», το «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, σε διάκριση από τους «λαϊκούς δημιουργούς» και το «λαϊκό τραγούδι». Υπάρχει επίσης μια πολύ μεγάλη αντιπαράθεση, η οποία εκφράζεται με προσδιοριστικούς όρους του ορίζοντα, σχετικά με τη μουσική, όπως «ανατολίτικη μουσική» και «δυτική μουσική» ή, κατ’ άλλους, με γεωγραφικούς όρους και σταθερό γεωγραφικό σημείο την Ελλάδα, όπως «Ανατολή»-«Δύση», όπου «Δύση» εννοούν την Ευρώπη δυτικά της Ελλάδας και τις ΗΠΑ, ενώ «Ανατολή» τη γεωγραφική περιοχή ανατολικά του Αιγαίου Πελάγους.
Αυτό όμως που δεν μπορεί ν’ αποσιωπηθεί είναι ότι το ρεμπέτικο τραγούδι έγινε μαζικότατο φαινόμενο ως μουσική και στιχουργική καλλιτεχνική δημιουργία των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των αστικών κέντρων. Αυτή είναι η ορολογία που προσδίδει πιο ολοκληρωμένα το είδος, το χαρακτήρα, τη μορφή, το ύφος, τη δημιουργία, αλλά και την αποδοχή αυτού του είδους της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για να ερευνηθεί, να μελετηθεί ολοκληρωμένα, χρειάζονται γνώσεις σε τομείς όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Γλωσσολογία, η Εθνικομουσικολογία, γνώσεις μουσικής γενικά και λαϊκής μουσικής πιο ειδικά. Και ταυτόχρονα, γνώσεις γύρω από την επιστήμη της ιστορικοκοινωνικής και κατά συνέπεια της οικονομικής εξέλιξης, της διάρθρωσης των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, άρα γνώσεις ιστορικού υλισμού, προκειμένου να ερευνηθεί μεθοδολογικά σωστά το ρεμπέτικο τραγούδι και η εξέλιξή του, καθώς και να τεκμηριωθεί γιατί είναι λαϊκό τραγούδι και τι εκφράζει κοινωνικοταξικά.
Πολλοί νομίζουν ότι η ενασχόληση με τη λαϊκή μουσική είναι εύκολη υπόθεση, γιατί θεωρούν ότι αυτή είναι απλοϊκή μουσική. Αλλά πέφτουν έξω. Μελετώντας τις μελωδίες και τα τραγούδια της, ανακαλύπτεις το αντίθετο.
Η έρευνα και η μελέτη της λαϊκής μουσικής, και κατ’ επέκταση του ρεμπέτικου, απαιτεί, θα λέγαμε, με μια υπερβολή, ολόκληρη ζωή και ακόμη πιο πολλή, ανεξάντλητη, συλλογική δουλειά κι ενασχόληση. Μόνο με την ιστορία της στο βάθος του παρελθόντος χρόνου ν’ ασχοληθεί κάποιος -άλλωστε προηγήθηκε από τη θεωρητική καταγραφή και ανάπτυξη της μουσικής γενικά- για να βρούμε τις ρίζες, τη συνέχεια και την εξέλιξή της, το πέρασμα από τη λαϊκή συλλογική ή ατομική δημιουργία στη μορφή της θεωρητικά επεξεργασμένης επιστήμης, αλλά και με τη συμβολή στη μουσική καλλιτεχνική δημιουργία και στην ανάπτυξή της, με δεδομένο ότι είναι πολυεθνοτική μουσική, άρα χρειάζεται η μελέτη της ιστορίας του πολιτισμού πολλών λαών -φτάνει για να κατανοηθεί αυτή μας η γνώμη. Δε χρειάζονται μόνο σπουδές, αλλά και γνώσεις αποκτημένες από την ενασχόληση με τα μουσικά όργανα. Επίσης χρειάζεται πιο ειδική μελέτη εθίμων και ηθών, τρόπου ζωής γενικότερα. Σε αυτή μας τη μελέτη προσπαθούμε ν’ ανιχνεύσουμε ορισμένες μόνο πτυχές του ρεμπέτικου, ελπίζοντας αφενός ότι συμβάλλουμε στη συλλογική προσπάθεια, αφετέρου ότι τεκμηριώνουμε σωστά τις πτυχές που καταπιαστήκαμε.
Η πρώτη πτυχή την οποία αναπτύσσουμε σχετίζεται με το γεγονός ότι το ρεμπέτικο τραγούδι είναι τραγούδι των εργαζόμενων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των αστικών κέντρων, και μάλιστα σε διάκριση από το δημοτικό τραγούδι που είναι λαϊκή δημιουργία των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου, των αγροτικών πληθυσμών. Στη διαπάλη για το ποιες κοινωνικές ομάδες τάξεις και στρώματα εκφράζει, λέμε καθαρά ότι εκφράζει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων, είναι μέρος του δικού τους πολιτισμού.
Στη συνέχεια ανιχνεύουμε τις ιστορικοκοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζεται και αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι, εκεί όπου ζουν και δουλεύουν ο ελληνικός πληθυσμός και οι ελληνόφωνοι στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ρεμπέτικο τραγούδι εξελίσσεται ως λαϊκή δημιουργία κατά το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, που χρονικά αποτελεί μια μεγάλη ιστορική περίοδο, ενώ εξελίσσεται στη συνέχεια και στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Η λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία συνδέεται άμεσα με κοινωνικές αλλαγές κι εξελίξεις που επιδρούν στα λαϊκά ήθη κι έθιμα και στην εξέλιξή τους σε εναλλαγές κοινωνικοταξικές και οικονομικές, αλλά και στη διαμόρφωση κι εξέλιξη της κοινωνικής συνείδησης σε λαϊκά στρώματα που επέρχονται με αυτές τις εναλλαγές και που εκφράζονται και στο ρεμπέτικο τραγούδι, τις εκφράζει αυτή η λαϊκή δημιουργία. Με αυτό ασχολείται αυτή εδώ η προσπάθεια ανίχνευσης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανιχνεύουμε και τις ρίζες του μουσικά και στιχουργικά στο βάθος της εμφάνισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και το γεγονός ότι αποτελεί τραγούδι το οποίο διαμορφώνεται μέσα από τις ανταλλαγές διαφορετικών λαών και οφείλεται στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, τομείς της οικονομίας που αναπτύσσονται από ελληνικούς πληθυσμούς στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βεβαίως στη συνέχεια από το νεαρό ελληνικό κράτος μετά από την αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821.
Ένας ακόμη βασικός παράγοντας για να προσεγγίσουμε τις ρίζες αλλά και την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι η λαϊκή παράδοση. Άλλωστε το ρεμπέτικο όπως και το δημοτικό εμφανίζονται με ανώνυμες δημιουργίες αρχικά και, όσο εξειδικεύεται ο καταμερισμός εργασίας με την ιστορικοκοινωνική οικονομική εξέλιξη, εμφανίζονται και οι επώνυμοι δημιουργοί.
Στη μελέτη αυτήν αναφερόμαστε στις τοποθετήσεις του ΚΚΕ για το ρεμπέτικο τραγούδι, αν και αντικειμενικά δεν μπόρεσε ν’ ασχοληθεί ολοκληρωμένα με το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού ώστε να έχει συλλογικά επεξεργασμένες θέσεις. Ασχολήθηκε όμως με το χασικλίδικο ρεμπέτικο από θέση εναντίωσης σε αυτό, σε συνδυασμό με τη σταθερή πολιτική εναντίωσης σε όλα τα ναρκωτικά. Από το Μεσοπόλεμο, και με δεδομένο το εμπόριο των ναρκωτικών και τη χρησιμοποίησή τους από την αστική εξουσία για τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης, κυρίως της νεολαίας των λαϊκών στρωμάτων, το Κόμμα μας καταπολέμησε το χασικλίδικο τραγούδι, καταπολεμώντας και τη διάδοση των ναρκωτικών. Ένα μέρος των χασικλίδικων τραγουδιών συνέβαλαν στην εξάπλωση του χασίς και άλλων ναρκωτικών ουσιών. Επομένως το κόμμα της εργατικής τάξης άνοιξε μέτωπο αταλάντευτο στο φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης και στα τραγούδια του στο πλαίσιο ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
Βεβαίως το Κόμμα μας εναντιώθηκε στο χασικλίδικο τραγούδι και όχι συνολικά στο ρεμπέτικο τραγούδι. Απόδειξη αποτελεί η προσπάθεια ανοίγματος δημόσιου διαλόγου από το Ριζοσπάστη το 1947. Οι μετέπειτα αντικειμενικές συνθήκες δράσης του (27χρονη παρανομία) δεν του έδωσαν τη δυνατότητα της συνέχειας αυτού του διαλόγου. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι από το 1974 και μετά το ρεμπέτικο τραγούδι δε λείπει από κανένα Φεστιβάλ της ΚΝΕ-Οδηγητή, αρχίζοντας από το 1ο το 1975, στο οποίο συμμετείχαν η Σωτηρία Μπέλλου με τον Μαρίνο Γαβριήλ ή Μαρινάκη.
Όμως διάφοροι ερευνητές κατηγορούν το ΚΚΕ ως εχθρό του ρεμπέτικου, είτε κάνοντας αντικομμουνισμό είτε με αντιΚΚΕ συνειδητή αντιπαράθεση. Αυτή η επίθεση υπηρετεί την αστική τάξη πολύ συγκεκριμένα, όχι μόνο με τη διαστρέβλωση της στάσης του ΚΚΕ και το χυδαίο ενίοτε αντικομμουνισμό που θέλει να δημιουργήσει συνειρμούς αποστροφής των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και της νεολαίας απέναντι στο Κόμμα μας, αλλά και με την προαγωγή του τρόπου ζωής των λούμπεν και της χασισοποτίας, της τοξικοεξάρτησης. Η απάντηση σε αυτήν την επίθεση και τη στόχευσή της αποτελεί συστατικό στοιχείο στη διαπάλη που συνεχίζει να υφίσταται για το ρεμπέτικο τραγούδι και δε θα μπορούσε να λείπει από αυτήν εδώ τη μελέτη.
Στη μελέτη αυτή καταπιαστήκαμε και με τη σχέση του ρεμπέτικου με τα ναρκωτικά. Είναι αντικείμενο διαπάλης, γιατί το γεγονός ότι το ρεμπέτικο ασχολήθηκε με τα ναρκωτικά γίνεται παράγοντας ο οποίος για κάποιους ερευνητές καθορίζει το ρεμπέτικο από κοινωνική σκοπιά. Δηλαδή ποιες κοινωνικές ομάδες και στρώματα του πληθυσμού εκφράζει, μέσα από τα οποία ξεπηδά αυτό το τραγούδι και ορισμένοι δημιουργοί του. Σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν τοποθετήσεις -και μάλιστα αξιόλογων ερευνών- που συμπεραίνουν ότι το ρεμπέτικο είναι τραγούδι των «υποπρολετάριων». Βεβαίως τέτοια ορολογία δεν υπάρχει. Την δημιούργησαν μάλλον επειδή ήθελαν ν’ αποφύγουν το χαρακτηρισμό «λούμπεν», τον οποίο χρησιμοποιούν άλλοι ερευνητές, χαρακτηρίζοντας το ρεμπέτικο τραγούδι ως τραγούδι των λούμπεν, των περιθωριοποιημένων τμημάτων της εργατικής τάξης, των κατεστραμμένων μεσαίων στρωμάτων, καθώς και του υποκόσμου. Μάλιστα ορισμένοι προβάλλουν την άποψη ότι ο ρεμπέτης εντάσσει τον εαυτό του συνειδητά σε αυτήν την ομάδα περιθωρίου. Αυτοί οι ερευνητές καταλήγουν, με διαφοροποιήσεις, στην εκτίμηση ότι το ρεμπέτικο είναι τραγούδι των λούμπεν, μια εκτίμηση με την οποία διαφωνούμε, γιατί το ρεμπέτικο έγινε μαζικό φαινόμενο και τραγουδήθηκε -τραγουδιέται ακόμη- από τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Άρα δεν είναι τραγούδι των λούμπεν.
Η μελέτη μας καταπιάνεται επίσης με την εμφάνιση ρεμπέτικων τραγουδιών με αναφορές στην εργατική τάξη, αλλά και την επίδραση της ταξικής πάλης στο ρεμπέτικο τραγούδι. Αφενός γιατί η ταξική πάλη επιδρά στις εργατικές-λαϊκές συνειδήσεις, άρα και στο λαϊκό πολιτισμό, τη λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία. Αφετέρου γιατί το ρεμπέτικο ως λαϊκή δημιουργία καταπιάστηκε και ανέδειξε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα που υπάρχουν σε μια ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία και μάλιστα σε συνθήκες μιας νέας απότομης προλεταριοποίησης μεσαίων στρωμάτων, λόγω της μικρασιατικής προσφυγιάς. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από τους δημιουργούς του στην περίοδο της Κατοχής, του εμφύλιου πολέμου, αλλά και μεταπολεμικά, με το κράτος της πιο βάρβαρης καταστολής ενάντια στο εργατικό, στο λαϊκό κίνημα και στην οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία του, το ΚΚΕ, με εκτελέσεις, δολοφονίες, εξορίες και φυλακές. Όλη αυτήν την περίοδο το ρεμπέτικο έδωσε αριστουργήματα σε τέτοιο βαθμό και μαζικότητα, που η Λογοκρισία τα έβγαζε παράνομα. Οι λαϊκοί δημιουργοί έγραψαν τραγούδια και για την Αντίσταση και για την πάλη του ΔΣΕ. Αλλά και στη συνέχεια, όταν η αστική τάξη έβγαλε το ΚΚΕ στην παρανομία, οι λαϊκοί δημιουργοί του ρεμπέτικου συνέχισαν να γράφουν τραγούδια για τις συνθήκες που δημιουργούσε το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς.
Επίσης καταπιαστήκαμε με την εξέλιξη του ρεμπέτικου, του λαϊκού τραγουδιού, μετά από τη δεκαετία του ’50, ως τις μέρες μας.
Στην εργασία αυτή γίνεται προσπάθεια να δοθεί -όσο είναι δυνατό- μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή της έρευνας που έχει γίνει γύρω από τον όρο «ρεμπέτικο». Δίνεται μια καταγραφή της συζήτησης σχεδόν όλων των απόψεων γύρω από την ετυμολογία της λέξης «ρεμπέτικο», γιατί ως συζήτηση έχει πλέον ιστορική σημασία και η καταγραφή της φωτίζει πλευρές ιστορικοκοινωνικές, που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο είδος λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άρα δίνουν συγκεκριμένες γνώσεις στον αναγνώστη, ανεξάρτητα από το αν και ποια από αυτές τις προσεγγίσεις θα υιοθετήσει ή θα αποδεχτεί κάποιος ή όχι. Επίσης η προσέγγιση κάθε ερευνητή στον όρο «ρεμπέτικο» συνδέεται με την άποψή του για το ποιες κοινωνικές δυνάμεις το δημιούργησαν και ποιες εκφράζει.
Από τη συγκεκριμένη μελέτη δε θα μπορούσε να λείπει η διερεύνηση του θέματος «το ρεμπέτικο για τη γυναίκα». Είναι ένα μεγάλο και δύσκολο κοινωνικό ζήτημα, με το οποίο επίσης ασχολήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι και αυτό έχει σχέση με τη γυναίκα και πώς αναδεικνύουν οι λαϊκοί μουσικο-στιχουργικοί δημιουργοί το ζήτημα των διαπροσωπικών, των φυλετικών σχέσεων ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, του έρωτα, της αγάπης, της οικογένειας, αλλά και πώς βλέπουν τη θέση της γυναίκας από τις εργατικές, τις λαϊκές οικογένειες στην κοινωνία. Θεωρούμε, αξιοποιώντας και μελέτες άλλων ερευνητών, μελετητών, ότι το συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί ενδελεχή έρευνα και αποτελεί ξεχωριστό και μεγάλο πεδίο. Υπάρχει επίσης μια πλευρά που θα θίξουμε και που έχει σχέση με τις επικρατούσες αντιλήψεις σχετικά με τη γυναίκα στην Ελλάδα, όπως επίσης και αντιλήψεις για τη γυναίκα στη Μικρά Ασία την περίοδο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και διεθνώς, κυρίως στην Ευρώπη από την εποχή του Μεσαίωνα και το πώς αντιμετωπίστηκαν οι γυναίκες πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα το 1922. Σημαντική είναι η συμβολή της συντρόφισσας Μαρίας Λαμπρινού στη συγγραφή αυτού του θέματος.
Επιπλέον, αξιοποιήθηκαν μελέτες άλλων ερευνητών με αναφορές, προβληματισμούς, ιδέες των ερευνών τους, που «δένουν» με την προσπάθεια ανίχνευσης συγκεκριμένων πτυχών σε αυτήν εδώ την εργασία -πιστεύω δημιουργικά- ακόμη και στα σημεία στα οποία γίνεται καλόπιστη κριτική από τη σκοπιά μας. Η συμβολή αυτών των ερευνών ενισχύει την όσο γίνεται συλλογική πληρότητα στο θέμα. Άλλωστε υπάρχουν πολλές εκδόσεις από μελετητές του ρεμπέτικου, οι οποίες στηρίζονται σε άλλες έρευνες και μελέτες με εκτενείς αναφορές σε αυτές. Με μια έννοια θεωρώ ότι έχουν και άλλοι συμβολή σε αυτήν εδώ την εργασία για το ρεμπέτικο. Οι έρευνες και οι μελέτες, ακόμη και αν είναι ατομικές εργασίες, έχουν ιστορικό-κοινωνικό υπόβαθρο, εδράζονται πάνω σε εργασίες και άλλων ερευνητών, τουλάχιστον δύο αιώνων πριν. Δε γίνονται εκ του μηδενός.
Πολύτιμη και δημιουργική είναι η συμβολή της συντρόφισσας Αλέκας Παπαρήγα, οι σκέψεις και οι προτάσεις της οποίας συνέβαλαν τα μέγιστα στην τελική μορφή και διάρθρωση αυτής της μελέτης, όπως επίσης και η συμβολή της συντρόφισσας Ελένης Μπέλλου.
Πρακτική συμβολή στη διαμόρφωση ορισμένων χειρόγραφων σε ηλεκτρονική μορφή είχαν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι: Αμαλία Γακοπούλου, Βανέσσα Καραγεώργη, Νάντια Κυριαζίδου, Παναγιώτης Ντεγιάννης και Ορέστης Μπορμπότης.
Μια προτροπή που εκπληρώθηκε
Η προτροπή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο ήταν του αξέχαστου συντρόφου μας Μάκη Μαΐλη. Η πρόταση έγινε το 1995, την περίοδο που δίναμε τη μάχη για την πρώτη φάση της διάσωσης του Ιστορικού Αρχείου του ΚΚΕ από την πλημμύρα, προτείνοντάς μας, μαζί με την Καίτη Φειδάκη, να καταπιαστούμε με την έρευνα του συγκεκριμένου θέματος, η οποία να καταλήξει να γίνει βιβλίο. Η Καίτη Φειδάκη, βαθιά ευαίσθητος άνθρωπος, με απέραντη φροντίδα για τους συντρόφους της, με την ανεπανάληπτη φωνή, το ιδιαίτερο, ξεχωριστό, μοναδικό της ηχόχρωμα, τραγουδούσε μ’ ένα μοναδικό, ξεχωριστό, δικό της τρόπο ρεμπέτικα τραγούδια, «πατώντας» πάνω στις πρώτες εκτελέσεις. Και τραγουδούσε το ίδιο αλάθητα πατώντας πάνω στη μελωδία και με ορχήστρα και χωρίς ορχήστρα. Είχε ασχοληθεί επίσης με την ιστορία του ρεμπέτικου, τους δημιουργούς του και το σινάφι τους, με αναζητήσεις σε διάφορες πηγές. Είχε άλλωστε μικρασιατική ρίζα.
Δε μας ξάφνιασε το γεγονός ότι ο Μάκης Μαΐλης είχε την ιδέα να γραφτεί βιβλίο για το ρεμπέτικο, και μάλιστα να το αναλάβουν δύο στελέχη του ΚΚΕ. Ο Μάκης Μαΐλης ήταν ένας σπουδαίος σύντροφος, παράδειγμα για εμάς, για εμένα προσωπικά. Ήταν πολύπλευρο και πολυτάλαντο στέλεχος του ΚΚΕ, με ευρυμάθεια, ολόπλευρη γνώση, πάντα δημιουργική και κοφτερή σκέψη, με ικανότητα να σου μεταλαμπαδεύει απεριόριστα τις γνώσεις του, να συζητά νηφάλια μαζί σου, έχοντας στόχο να διαπαιδαγωγεί και να συμβάλλει στη θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική άνοδο των στελεχών, των κομματικών μελών, των συνομιλητών του, και να μας γεμίζει με θεωρητική πληρότητα, αλλά και με την πείρα της πρακτικής δράσης που ο ίδιος είχε κατακτήσει προσωπικά, αλλά και συλλογικά, στο ΚΚΕ. Αυτή του η αβίαστη διάθεση στηριζόταν τόσο στην πολύπλευρη πείρα του όσο και στη βαθιά γνώση της διαλεκτικής, συνολικά της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και της ιδεολογίας μας. Για το σύντροφο Μάκη Μαΐλη επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω κάποια μικρά-αλλά χαρακτηριστικά- αποσπάσματα από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στην κομματική εκδήλωση για τον ένα χρόνο από το θάνατό του, που δείχνουν την ανάπτυξη των πολύπλευρων ικανοτήτων του μέσα από την πολύπλευρη ενασχόλησή του σε τομείς δουλειάς, αλλά και ενδιαφερόντων, δείχνοντας ταυτόχρονα πώς σκεφτόταν και γιατί μας πρότεινε να κάνουμε έρευνα και να γράψουμε για το ρεμπέτικο. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο Μάκης (…) ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες χρεώσεις του, δεν παρέλειπε να παίρνει άμεσα μέρος στις κινητοποιήσεις, στην ταξική πάλη. Η συνένωση της διανοητικής και πρακτικής δουλειάς στο πρόσωπό του συνοδευόταν και από τη σταθερή ατομική αυτομόρφωση έως τη μελέτη λογοτεχνικών και ποιητικών έργων. Έτσι απέκτησε τη δυνατότητα η στοχοπροσήλωσή του στα γενικά και ειδικά κομματικά καθήκοντα να είναι σταθερή, να βαθαίνει, να είναι απαλλαγμένη από τις αρνητικές συνέπειες της μονομέρειας (…). Πίσω από το αυστηρό καμιά φορά βλέμμα του, αλλά και το πλατύ χαμόγελο και το χιούμορ που διέθετε, κρύβονταν πολλές ευαισθησίες και μεγάλος κύκλος ενδιαφερόντων (…) ήταν διακριτή η θέλησή του να μαθαίνει, ώστε να μπορεί και να επικεντρώνει και να γενικεύει.»
Για το σύντροφο Μάκη Μαΐλη κάθε λαϊκή δημιουργία τού ήταν γνωστή και οικεία, όπως το ρεμπέτικο τραγούδι, το δημοτικό, αλλά και πολλά είδη μουσικής και τραγουδιού, όπως η επτανησιακή μουσική, οι λαϊκές καντάδες της παλιάς Αθήνας κ.ά. Και θεωρούσε την ενασχόληση με αυτά, όπως και γενικότερα με την τέχνη, ζήτημα σημαντικό για την κομματική δράση, αφού συμβάλλει τόσο στην πολύπλευρη μόρφωση των κομμουνιστών όσο και στην ικανότητά μας να συμβάλλουμε στο ανέβασμα της μόρφωσης και της συνείδησης της εργατικής τάξης. Ήταν άνθρωπος γεμάτος φροντίδα για όλους τους συντρόφους όπως και για τους ανθρώπους του μόχθου. Χαιρόσουν να συνεργάζεσαι μαζί του, να κάνεις παρέα μαζί του, είτε συζητώντας είτε γλεντώντας, πολύ περισσότερο αν ήσουν τυχερός να τον έχεις καθοδηγητή ή συνεργάτη σε τομείς της κομματικής δουλειάς, και πάντα είχε τον τρόπο του να σου μεταδίδει γνώσεις και χωρίς ακόμη να το προσπαθείς, να σε κάνει να ρουφάς σα σφουγγάρι αυτό που σου μετέδιδε. Επιπλέον, ο Μάκης Μαΐλης αγαπούσε το ρεμπέτικο ως λαϊκή δημιουργία.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε δειλά-δειλά να γίνεται πράξη η προτροπή του συντρόφου Μάκη σ’ ένα δύσκολο εγχείρημα, χωρίς όμως χειροπιαστό αποτέλεσμα τότε. Η Καίτη το θεωρούσε εγχείρημα με βουνό δυσκολίες για την ίδια -όπως έλεγε- και είχε δίκιο. Δεν είναι απλό πράγμα ν’ ασχοληθείς με το λαϊκό τραγούδι, όπως νομίζουν κάποιοι, αν πράγματι θέλεις να μελετήσεις πολύπλευρα αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Ήταν δύσκολο βεβαίως και για μένα. Άρχισα μια πρωτόλεια δουλειά που έδωσε τα πρώτα μικρά κείμενα, αλλά δεν προχώρησε τότε παραπέρα. Ξανάρχισα ουσιαστικά να ξαναγράφω την περίοδο εορτασμού των 100 χρόνων του ΚΚΕ, με αφορμή κομματικές εκδηλώσεις για το ρεμπέτικο τραγούδι, ξαναδουλεύοντας παλιότερες κρίσεις, σχολιασμούς και προσεγγίσεις, απορρίπτοντας πολλές από αυτές που είχα γράψει από το 1995 και μετά.
Ο Μάκης Μαΐλης δεν είναι πια μαζί μας για να δει την προτροπή του πραγματοποιημένη. Ούτε η Καίτη Φειδάκη είναι πια μαζί μας για να συμβάλει με τις γνώσεις της, τις παρατηρήσεις της, και αυτό είναι έλλειψη για μένα. Είναι όμως και οι δύο μαζί μας για ό,τι έκαναν πριν «φύγουν», επιμένοντας να πραγματοποιηθεί αυτό το καθόλου εύκολο εγχείρημα, αλλά και για τη συμβολή τους στο ξεκίνημα το 1995, που τελικά ευοδώθηκε έστω και μετά από 27 χρόνια. Άλλωστε η συνολική τους δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ ως άξια στελέχη του πάντα θα μας συντροφεύει.
«Η συμβολή ενός κομμουνιστή, ενός στελέχους του ΚΚΕ. δεν τελειώνει με το θάνατο» _Ριζοσπάστης, 5-6.2.2022.
Στέφανος Λουκάς