Γράφει η \\ Χαρούλα Βερίγου | Ζωή Δικταίου
Με την μελέτη και αντιπαραβολή κειμένων από το έργο και τών δύο λογοτεχνών, στοιχεία τα οποία επικαλείται η παρούσα ανακοίνωση, ελπίζουμε ότι διαφαίνεται και γίνεται κατανοητή η επίδραση τής σκέψης και τής γραφής τού Νίκου Καζαντζάκη σε σελίδες τής Αλκυόνης Παπαδάκη, πράγμα που δείχνει ότι η Αλκυόνη γνώριζε από τη νεότητά της και συνεχίζει να γνωρίζει πολύ καλά, ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε πνευματικός της πατέρας,
Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και η Αλκυόνη πετυχαίνουν στο έργο τους τον πραγματικό σκοπό του βιβλίου, αφού αρχικά παγιδεύουν το μυαλό για να το αναγκάσουν μετά να σκεφτεί μόνο του. Αποδεικνύουν με τις καταθέσεις της γραφής τους, πως η Λογοτεχνία έχει μια τεράστια δύναμη. Καταφέρνουν να προβάλλουν τον άνθρωπο και την προσωπική του αναζήτηση και επιταγή της ψυχής, για μια ζωή όπως θα την ήθελε, για έναν κόσμο ελεύθερο και δίκαιο χωρίς δήθεν, μακριά από συμβιβασμούς και επινοημένες αποδεκτές κοινωνικές συμβάσεις.
Διαλέγει, η Αλκυόνη το ίδιο επιδέξια λέξεις που απορρέουν από μια προσωπική αλλά και δύσκολη επικράτεια της εμπειρίας, έτσι όπως διδάχτηκε από τις αναγνώσεις της στον Καζαντζάκη. Τα πάντα γύρω της αποτελούν δυνάμει ερεθίσματα. Δέχεται τις καινούριες πληροφορίες και βιώνει τις ανησυχίες όχι μόνο χωρίς να βραχυκυκλώνεται, αλλά αποκαλύπτοντας με την κατάθεση της γραφής της, την πνευματική βαρύτητα, τη σύνεση και την συνέπεια του ανθρώπου που δεν επαναπαύεται.
Η ποιητικότητα του λόγου και στους δύο, απορρέει από μια φανερή φλέβα που πάλλεται επειδή έχει γνώση, για το τι ακριβώς αισθάνεται η ψυχή και τι συμβαίνει γύρω της στην καθημερινότητα. Δείχνουν να γνωρίζουν καλά πού ακριβώς διαλύονται οι ανθρώπινες σχέσεις και μορφές και έχουν το σθένος να θυσιάζουν τα μικρά και τα εύκολα, μετατρέποντας ακόμη και τις φευγαλέες, τις τυχαίες εντυπώσεις σε ουσία.
Επιρροές βαθιές. Ο σκληρός ρεαλισμός, πολλές φορές ακραίος, αλλά πάντα πλαισιωμένος από μια έντονα λυρική διάθεση είναι εμφανής στο έργο τού Καζαντζάκη και συναντάται με την ίδια σχεδόν ένταση και στο έργο της Αλκυόνης.
Την Αλκυόνη, την συνάντησα το έτος 1989, όταν μια περιπέτεια υγείας, με έφερε από την Κέρκυρα στο Ηράκλειο. Ήταν η εποχή που πίστευα πως για όλα όσα μού συνέβαιναν στην ψυχή, στο νου και στο σώμα, η θεραπεία ήταν η Κρήτη. Στο νοσοκομείο λοιπόν, στο κομοδίνο της ασθενούς στο διπλανό κρεβάτι ήταν εκείνο το πρώτο μας ραντεβού με το βιβλίο της : «Η ΜΠΟΡΑ».
Κάθε φορά που μ’ έβλεπε να κλαίω η κυρία Ερωφίλη, άνοιγε το βιβλίο σε μια τυχαία σελίδα και αφού διάβαζε λίγες γραμμές, έβγαζε τα πρεσβυωπικά γυαλιά έτριβε τα μάτια της κι έλεγε με χαρακτηριστική κρητική προφορά: «Ετουτανά παραγγέλνει η Αλκυόνη, η δική μας Αλκυόνη, μόνο μην κλαις και χαλάς τα μάθια σου κι όλα περνούνε με τον καιρό και περνά κι ο καιρός μαζί ντως. Γροικάς;»
Ένα απόγευμα, αφού έκανε τρεις φορές τον σταυρό της και χαμογέλασε πλατιά, διάβασε το παρακάτω απόσπασμα:
«Δε με νοιάζει, Θε μου, μα λες και πως είσαι δίκαιος. Όχι δηλαδή πως μου το ’πες εμένα καμιά φορά. Να μη λέμε και ψέματα. Εκείνος ο παπά Νικόλας το φωνάζει. Αυτός είναι δικός σου άνθρωπος και ξέρει. Για τον παπά Νικόλα, Θε μου είσαι δίκαιος και παραείσαι. Φως φανάρι τα πράματα. Για τη Σοφία όμως την Κανετάκη, τι είσαι;»
(Από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη, Η ΜΠΟΡΑ, σελίδα 12, 8η έκδοση 1989).
Εκείνο το απόγευμα παραμονή της αγίας Μαρίνας, ο ήχος της καμπάνας τού εσπερινού μπήκε πρώτος, μαζί με την ανυπόφορη κάψα του Ιουλίου από το μεγάλο σιδερένιο παράθυρο. Ύστερα από λίγα μόνο λεπτά ακολούθησε ένας ιερέας με δύο καλόγριες μοιράζοντας με το αζημίωτο φυσικά χάρτινες εικόνες, φυλακτά, αγιάσματα, κομποσκοίνια και θαυματουργά λαδάκια σε πλαστικά μπουκαλάκια με ανάγλυφη πάνω τους τη μορφή τού Χριστού.
Όμως, το θρόισμα της ψυχής της Αλκυόνης είχε ήδη φτάσει μυστηριωδώς όπως γίνεται τις περισσότερες φορές, πρώτο στην καρδιά και είχε αγγίξει τη σκέψη μου. Μια αύρα αλλιώτικη ήταν και είναι ακόμη, εκείνη που μού απευθύνει φιλόφρονα λόγια, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να με κυκλώσει και να με βασανίσει με αξεπέραστους στοχασμούς.
Όσο η μητέρα μου, η Καλλιόπη διαπραγματευόταν την τιμή για ένα κομποσκοίνι και μια εικόνα, είχα την αίσθηση πως η κυρία Ερωφίλη ψιθύριζε κάτι από άλλο βιβλίο, κάποιο που ήδη είχε την τύχη να έχει διαβάσει και η ταπεινότητά μου αρκετά χρόνια πριν: «Ο παπάς; Φαταούλας, άνοιξε σπετσαρία, τη λέει εκκλησία και πουλάει το Χριστό με το δράμι, γιαίνει, λέει ο κομπογιαννίτης, όλες τις αρρώστιες.
– Τι αρρώστια έχεις εσύ;
Είπα ψέματα.
Ένα δράμι Χριστό, τόσα γρόσια.
– Έκλεψα.
– Ενάμισυ δράμι Χριστό, τόσο. Εσύ;
Σκότωσα.
-Α βαριά αρρώστια, κακομοίρη. Θα πάριες το βράδυ, πριν κοιμηθείς, πέντε δράμια Χριστό, κοστίζει πολύ, τόσο.
– Δεν κάνει παρακάτου, γέροντά μου;
– Είναι η ταρίφα, πλέρωσε αλλιώς θα πας στον πάτο της Κόλασης.»
(Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 28, 9η έκδοση 1965)
Ξεφύλλισα τότε πρώτη φορά το βιβλίο «Η ΜΠΟΡΑ» και δεν άργησα να παραδεχτώ πώς όπως είχα λατρέψει τον Καζαντζάκη από την πρώτη στιγμή, μπορούσα να λατρέψω και την Αλκυόνη.
Είναι γνωστό ότι ο Καζαντζάκης πολλές φορές μιλούσε περιφρονητικά όχι μόνο για τη θρησκεία αλλά και για τους εκπροσώπους της. Η ανησυχία για τον Θεό ήταν πρώτη στους στοχασμούς του μεγάλου διανοητή. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του: «Το κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τον Θεό». «Από τα παιδικά μου χρόνια το πρόσωπο του Χριστού είχε απάνω μου απερίγραπτη γοητεία…» « Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολύμολεμένη από τους ανθρώπους λέξη Θεός ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό θέλω να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου».
Σε συνέντευξη της, στην Γιώτα Δημητρίου για το βιβλίο της «Μια ατέλειωτη φυγή», στην ερώτηση «Πιστεύετε στον Θεό;» η Αλκυόνη απαντά: «Πιστεύω βαθιά σε μια ανώτερη δύναμη που ίσως δεν έχει και μεγάλη σχέση με τα «κατορθώματα» των ανθρώπων. Δεν παύει όμως να είναι μια καταφυγή.» Στη σελίδα 159 του ίδιου βιβλίου η συγγραφέας γράφει: « Ένιωθα μέσα μου, από ένστικτο, πως ο Θεός ήταν με το μέρος μου. Πως ήταν και λίγο συνεργάτης μου»
Έχουν πολλά κοινά σκέφτηκα πολλές φορές. Επιστρέφοντας τότε στην Κέρκυρα είχα πει όχι μόνο στον εαυτό μου, αλλά και στα παιδιά τής Σχολής Τουριστικής Εκπαίδευσης όπου και εργαζόμουν, πως η κυρία Ερωφίλη είχε όντως δίκιο όταν δήλωνε: «Αν διαβάσεις μια φορά την Αλκυόνη, φτάνει για να μαγευτείς και να την θέλεις δίπλα σου για πάντα». Θυμάμαι πως ένα κορίτσι από το Ηράκλειο, η Μαρία Δοκιανάκη, αφού διάβασε το βιβλίο που τής είχα δανείσει, όταν μού το επέστρεψε ρώτησε: «Κυρία, ξέρετε αν η συγγραφέας έχει συγγένεια με τον Καζαντζάκη;» Είναι γεγονός πως και η ίδια είχα αναρωτηθεί πολλές φορές.
Τώρα στην ωριμότητά μου, ξέρω καλά πως τους μεγάλους λογοτέχνες τους θαυμάζεις και χωρίς να το θέλεις μεταλαβαίνεις το έργο τους σε καινούριες διψασμένες ψυχές. Τους μεγάλους λογοτέχνες, τους τιμάς όλο και περισσότερο στο πέρασμα τού χρόνου. Ίσως αναζητήσεις επιρροές, σημεία κοινά, γνώμονες τής σκέψης και τής ψυχής τους, πόσο μάλλον όταν και οι δύο όπως στην προκειμένη περίπτωση έχουν κοινή καταγωγή και με εσένα. Γιγαντώνεται μέσα σου η περηφάνια για τούτη την αμόλευτη ρίζα, – πρόγονοι λες – και γεμίζουν αλμύρα τα μάτια, στην σκέψη πως ο ένας δίδαξε και συνεχίζει να διδάσκει τον άλλον, παραδίδοντας τη σκυτάλη τού πνεύματος και την ευθύνη φυσικά μαζί της.
Γνωρίζουμε ότι η έννοια της δημιουργικής, της πνευματικής εξέλιξης, η εικόνα τού αγωνιζόμενου ανθρώπου μέχρι να καταλήξει στην εικόνα τού αγωνιζόμενου Θεού, είναι διάχυτη στο έργο του Καζαντζάκη. Και στο έργο της Αλκυόνης όμως, τις περισσότερες φορές η ζωή αποδεικνύεται ένας συνεχής αγώνας, μέχρι να ξεπεράσει τα ανθρώπινα.
Θαρρώ πως η Αλκυόνη, έχει κάνει πολλές – πολλές φορές τούτο τον διάλογο με τον Καζαντζάκη: Σκάψε! Τι βλέπεις;
-Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ‘ναι ο θάνατος.
-Σκάψε ακόμα! -Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!
-Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!
(Από το βιβλίο Ασκητική)
Στις σελίδες της Αλκυόνης, καταλαβαίνεις την περπατησιά της, ίσια στο φως. Πολυγραφότατη σίγουρα, έξυπνα ευρηματική μα πάνω από όλα, βαθιά ανθρώπινη, καλοσυνάτη και σεμνή, έκανε πράξη στο έργο της το παρακάτω από τα αποφθέγματα τού Καζαντζάκη: «Ο άνθρωπος όταν νιώθει πόνο είναι ζωντανός Αλλά όταν νιώθει τον πόνο του άλλου τότε ναι είναι Άνθρωπος». Ο λόγος της, διακατέχεται από έντονο λυρισμό με συνεχή ξαφνιάσματα.
Κάποιες φορές γεμάτος εκρηκτικότητα με έντονα αντισυμβατικά στοιχεία. Η γραφή της, ξέρει να σημαδεύει στο κέντρο τής ψυχής. Με το ένα πόδι αδράχνει πάντα στέρεο χώμα και με το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο, όπως δίδαξε εκείνος, και αφήνεται με εμπιστοσύνη και ψυχανεμίζεται την ουσία, για να φτάσει να σπάσει ο νους τα σύνορα. Δεν ξεχνά πως πάνω στο γραφείο της, τότε, κοριτσάκι ακόμη στη Γαλλική Σχολή, στη φωτογραφία ήταν ο θείος της ο Νίκος, μάλιστα, αυτό είχε απαντήσει σε ερώτηση καλόγριας σχετικά με το «ποιός είναι στη φωτογραφία;»
Όσο αισθάνεσαι πως ο Καζαντζάκης σε κρατά από το χέρι και σε οδηγεί δείχνοντάς σου τον δρόμο, άλλο τόσο και η Αλκυόνη μέσα από τις περιγραφές της, σε ταξιδεύει είτε χρόνια πίσω στις ζωές, στις συμπεριφορές, στις δράσεις και στις δραστηριότητες άλλων ανθρώπων καταγράφοντας συναισθήματα και εικόνες που ξεπερνούν τη συγκίνηση και τον φόβο, είτε στο παρόν. Το ίδιο οικεία σού φαίνονται τα πρόσωπα, οι ήρωες, η λεκτική και η ψυχολογική βία που ενίοτε ξεπερνά τα όρια τού ανθρώπου και στους δύο συγγραφείς.
Το «Σκισμένο ψαθάκι» μπορεί να είναι ένα σκληρό βιβλίο, αποδεικνύεται όμως και ανθρώπινο βιβλίο. Συγκλονιστική η ψυχολογική βία με θεατρική πλοκή, όπως συμβαίνει και στα βιβλία τού Καζαντζάκη. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βιώνει τα γεγονότα μπροστά στα μάτια του. Διαβάζοντας, αντιλαμβάνεται την αγωνία, τον πόνο, τη χαρά, τη συγκίνηση, τον θυμό και συμπάσχει ή θέλει να πάρει θέση.
Γράφει η Αλκυόνη: «Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι’ άλλα. Όπως και να ‘χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα. Όρτσα τα πανιά λοιπόν.» (Σκισμένο ψαθάκι)
«Όρτσα! τις έρμες πίκρες όξω νου», γράφει ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια και πιο ποιητικά στην Ασκητική: “Ορτσα, παιδιά, και πρίμο φύσηξε του Χάρου το αγεράκι!” αλλά και στον Ζορμπά : «̶ Σαν τη λογιάσεις μια δουλειά, όρτσα και μη φοβάσαι·/ αμόλα τη τη νιότη σου και μήν τηνε λυπάσαι! » Και παρακάτω, «̶ Όρτσα, διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλει η βράση·/ γιά που θα σιάσει μια δουλειά γιά που θα ‘σιοχαλάσει! » (Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
Όρτσα, λέξη που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της Κρήτης. Πλεύση της καρδιάς, της ψυχής, τού νου, κόντρα στην κόντρα τού μπαγιάτικου, τού κακοφορμισμένου κόσμου. Όρτσα ν’ ανοίξουν όλα τα πανιά, να φουσκώσουν από τον άνεμο του ρίσκου και τής ελευθερίας.
Κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο της Αλκυόνης, κάπου συναντώ και τη φωτογραφία του «θείου Νίκου», οπτική υπενθύμιση της δύναμης της γλώσσας, της ντομπροσύνης, της περηφάνιας, της δικαιοσύνης. Βαθύτατα στοχαστικοί και οι δυο, κινούνται ανθρωποκεντρικά. Γράφοντας ξορκίζουν την ανθρώπινη δυστυχία και τις συμφορές με τρόπο αυθεντικό, βαθιά φιλοσοφημένο χωρίς αποστασιοποιήσεις και εύκολα λόγια. Συμπονετικοί όσο χρειάζεται, αλλά και με απερίγραπτη διεισδυτική και διαισθητική ματιά με τις καταθέσεις της γραφής τους καθηλώνουν τον αναγνώστη γιατί δεν καταπιάνονται και δεν καταδέχονται τα εύπεπτα, τα μικρά, τα δήθεν.
Οι ήρωες των βιβλίων της Αλκυόνης είναι διαχρονικοί. Δεν σωπαίνουν, δεν εξαφανίζονται, δεν ξεθωριάζουν. Συμβαίνει όπως ακριβώς και στα βιβλία του Καζαντζάκη. Μένουν ασφυκτικά δίπλα μας, μέσα μας, κοντά μας και επαναλαμβάνονται στην πορεία του χρόνου.
Το πρώτο βιβλίο της Αλκυόνης, το «Κόκκινο Σπίτι», είναι χωρίς αμφιβολία ένα κοινωνικοπολιτικό καθώς και αυτοαναφορικό μυθιστόρημα. Πρόκειται για μια ρεαλιστική και αληθινή κατάθεση ψυχής, η οποία τροφοδοτείται κυρίως από τις αναμνήσεις της. Η Αλκυόνη αφηγείται την ζωή τής οικογένειάς της και την παιδική της ηλικία στην γενέτειρα Κρήτη, την Κρήτη τού μεσοπολέμου, τής Κατοχής, τού Εμφυλίου. Το «Κόκκινο Σπίτι» έχει εντονότερη την σφραγίδα της επίδρασης τού Καζαντζάκη. Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο «Αδερφοφάδες» αβίαστα θα οδηγηθεί σε αυτήν τη διαπίστωση διαβλέποντας στοιχεία κοινά.
«Ακουμπώ στις ραγισμένες ψυχές χωρίς υποκρισίες», λέει η Αλκυόνη σε μια συνέντευξή της και ναι η Αλκυόνη Παπαδάκη, αποδεικνύει αυτό της το χάρισμα, αυτή τη μοναδική στόφα της ψυχής της.
Τόσο ο Καζαντζάκης, όσο και η Αλκυόνη, μέσα από τις καταθέσεις της γραφής τους, μας παραδίδουν διδάγματα, μαθήματα, ασκήσεις ζωής. Στο έργο και των δύο διαπιστώνεται η βαθιά ανάγκη της αλήθειας και η αίσθηση της πραγματικότητας.
«Αν δεν αγκαλιάσεις τον εαυτό σου, εσύ πρώτα, μην περιμένεις να το κάνει άλλος. Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ», παροτρύνει ο Καζαντζάκης.
« -Αυτό που ζητάς δεν θα στο δώσει κανείς . Το ‘χεις μέσα σου.» γράφει στο βιβλίο της «Βαρκάρισσα της χίμαιρας»
Και προτείνει η Αλκυόνη συνεχίζοντας στο ίδιο βιβλίο:
«-Να ονειρεύεσαι, μου ‘λεγε ένας φίλος που μ’ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίνουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να έχεις σταμπάρει την έξοδο κινδύνου από τα όνειρα σου. Τότε σώζεσαι. Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;»
Στο βιβλίο της, «Μια ατέλειωτη φυγή» ο λόγος είναι απόλυτος, κοφτός, αιχμηρός. Αποδοκιμάζεται η καλοπέραση, η ευκολία, το συμφέρον. Διαβάζουμε: «Ν’ ανακαλύψεις το δικό σου ένδυμα ψυχής. Μη δανειστείς τις ζωές των άλλων. Όσο κι αν θέλουν να σε πείσουν κάποιοι πως είναι στα μέτρα σου και σου ταιριάζουν … Περιφρούρησε τη μοναδικότητά σου και μην αφήσεις κανέναν να παραχαράξει τα όνειρα σου…» Η Μάγδα, η ηρωίδα του μυθιστορήματος αιωρούμενη μεταξύ θέλω και πρέπει, επιδιώκει συνεχώς μια φυγή, μια ατέλειωτη φυγή. Θέλει να φύγει μακριά από όλα πρόσωπα και καταστάσεις, ακόμη και από τον τόπο. Δεν δημιουργεί δεσμούς και εξαρτήσεις ποτέ πραγματικά. Επιλέγει έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής. Φτάνει να σκηνοθετήσει μέχρι και τον θάνατο.
Η Αλκυόνη, αποδεικνύεται ότι είναι ένα σφουγγάρι δημιουργικής μετουσίωσης τού Νίκου Καζαντζάκη. Οι λέξεις και ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί, δεν περιγράφουν μονάχα τον κόσμο και τα ανθρώπινα, αλλά θαρρείς και τον ξαναπλάθουν χτίζοντας καινούριες γέφυρες. Οσμίζονται στον αέρα μια άλλη ανάσα και αγωνιούν να την φτάσουν. Στα παρακάτω παραθέματα διαπιστώνεται πως η ύπαρξη τού Θεού δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Συζητείται η μορφή, οι ιδιότητες, η δραστηριότητα, η απόσταση, και ο τρόπος έκφρασης Του. Ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ιδιότητες παρατηρεί ο αναγνώστης.
Η ζωή, η φύση, η θάλασσα, ο ουρανός και στους δύο συγγραφείς εκπληρώνουν σημαντικό ρόλο αφού βιώνονται ως ο εγκόσμιος παράδεισος. Ενυπάρχει η αντίληψη της ενότητας του ανθρώπου με όλα αυτά που τον περιβάλλουν. Δεν αφήνουν περιθώρια διάκρισης του ανθρώπινου από το φυσικό περιβάλλον αλλά αντίθετα συνθέτουν με ποιητικότητα το μυθικό πλαίσιο ενός ενιαίου σύμπαντος.
«Πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου», αυτό θέλει να μας πει η Αλκυόνη και φαίνεται στις παρακάτω γραμμές: «Πιστεύω απόλυτα, όμως, πως όλοι είμαστε ταξιδευτές στο ίδιο καράβι της ζωής. Απλώς, άλλοι βρέθηκαν στην πρώτη θέση κι άλλοι στο κατάστρωμα ή στ’ αμπάρι. Καθένας και η μοίρα του.» (σελίδα 72, Μια ατέλειωτη φυγή, Αλκυόνη Παπαδάκη)
Επιστρέφουμε ξανά στα λόγια του μεγάλου διανοητή : « Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα» και το παρακάτω απόσπασμα: «Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: -“Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου! Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.»
Και στο τελευταίο του βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο», ο Καζαντζάκης καταγράφει την πνευματική του αναζήτηση με αυτά τα λόγια: « Όλα μου τα ταξίδια είχαν γίνει μια μονάχα κόκκινη γραμμή που ξεκίναγε από τον άνθρωπο για να φτάσει στο Θεό».
Στο βιβλίο της Αλκυόνης «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα», υπάρχει ένα ακόμη ωραίο κείμενο: Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ’ άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους. Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά. Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους. Χαρά σ’ αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το ‘σκισαν μετά, αν το ‘καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.
Χαρά σ’ αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το ‘καναν μόνο και μόνο για να ‘χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν…»
Και ο Καζαντζάκης: «Άπλωσε ο θεός το χέρι του να του το φιλήσει· μα ο άνθρωπος έστριψε το μουστάκι του και είπε: “Κάμε, ωρέ γέρο, τόπο να περάσω!» (Από το βιβλίο του, Αναφορά στο Γκρέκο)
«Η ζωή είναι σύντομη, η ζωή δεν είναι πάρα μια στιγμή, ας μην αφήσουμε τη στιγμή να σβήσει άχρωμη και αδειανή. Ποιο είναι το χρέος μας; να μετουσιώνουμε τη στιγμή σε αιωνιότητα». Από το βιβλίο του, Ο βραχόκηπος)
«Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου! Δεν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.»
^ (Από το βιβλίο του, Ασκητική)
Και οι δύο λογοτέχνες αποτελούν –πολύ περισσότερο σίγουρα ο Καζαντζάκης -, μοναδικά φαινόμενα προσήλωσης και εργατικότητας στα γράμματα. Ο Καζαντζάκης θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένα από τα παραγωγικότερα πνεύματα σε ελληνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Και η Αλκυόνη, μπορεί να μην ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας, αναμφισβήτητα όμως έχει καταθέσει πλούσιο και καλό έργο. Ο Νίκος Καζαντζάκης κατάφερε με την ορμητική του σκέψη και την χειμαρρώδη γλώσσα, να μπολιάσει την σκέψη τής Αλκυόνης με δημιουργική φαντασία και απαράμιλλη εκφραστική ικανότητα. Ας παρατηρήσουμε τα λόγια τους.
Αποσπάσματα
από την Αλκυόνη Παπαδάκη
Από το Τετράδιο της Αλκυόνης
- «Τι λες πως είναι η ζωή; Ένα λουλούδι, μια δροσιά, ένα τραγούδι! Μη με κοιτάς… θέλει βουτιά ο έρωτας…»
- «Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
- «Εστόλισα το τοπίο της μοναξιάς σου μ’ ένα κυκλάμινο. Δεν έκαμα τίποτα το σπουδαίο για να μ’ ευχαριστείς»
- «Αν μπορούσα λέει… Να σου θυμίσω λίγο τη μυρωδιά της βροχής»
- «Θε μου δεν είναι μικρά αυτά που κατάφερα. Κράτησα τη φωτιά μου αναμμένη μέσα στη βροχή. Θυμόμουνα πάντα τη μυρωδιά της πασχαλιάς όταν πορευόμουνα στον υπόνομο.»
- «Σχεδόν όλη μου τη ζωή την πέρασα στην ακροθαλασσιά. Κρατούσα ένα κοχύλι κι ονειρευόμουνα τον ωκεανό.»
Από το βιβλίο «Το Ταξίδι που λέγαμε»
«Είναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι. Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα, που διψούσαν. Τώρα… Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα όνειρα… Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό. -Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου. – Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα».
Από το βιβλίο «Στον ίσκιο των πουλιών»
«Είναι κάτι νύχτες, που τ’ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου. Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.»
Από το βιβλίο «Το χρώμα του φεγγαριού»
Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πιστεψέ με. Αξίζει να τη ζει κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ’ αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι από την αρχή.
«Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
– Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
Παραθέματα
από τον Νίκο Καζαντζάκη
Από το βιβλίο Αναφορά στο Γκρέκο
«Στην καρδιά του Θεού κοιμάται ένα σκουλήκι και ονειρεύεται πως δεν υπάρχει Θεός. Αν ανοίξεις την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν άνθρωπο ολομόναχο ν’ ανηφορίζει.
^ Αν τώρα, μεσοχείμωνα, ανθίσεις, ανέμυαλη μυγδαλιά, θα ‘ρθει η χιονιά να σε κάψει.
– Ας με κάψει! αποκρίνεται η μυγδαλιά κάθε άνοιξη.»
Η καρδιά μου μοιάζει με μυγδαλιά που ενώ γύρα της είναι ακόμη χειμώνας
κι αποπάνω της ολοσκότεινος ουρανός όμως αυτή, έχει κιόλα δεχτεί τα κρυφά ανοιξιάτικα μηνύματα και ξαφνικά τη βλέπουμε, να τρέμει στον κρύο άνεμο, ολάνθιστη. Όμοια τρέμει και η καρδιά μου ολάνθιστη. Μπορεί να φυσήξει δυνατός άνεμος να τη μαδήσει δεν πειράζει’ έκαμε το χρέος της, έσυρε φωνή και φώναξε πως είδε την Άνοιξη!
^ «Είπα στη μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά άνθισε».
«Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.»
^ Από το βιβλίο, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
«Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;» ( Από το βιβλίο του, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
^ Από το βιβλίο, Ασκητική
Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα. Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί. Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.
«Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία. Και τώρα μονάχα εμείς, νογώντας πίσω μας την έφοδο, θαμπά αρχινούμε και μαντεύουμε γιατί πάλευαν, γεννούσαν και πέθαιναν τα ζώα, και πίσω τους τα φυτά, και πίσω όλη η ανοργάνωτη εφεδρεία.»
^ Από το βιβλίο του, Αναφορά στο Γκρέκο
«Χλιαρό αεράκι φυσούσε, πετούσε χλόη το μυαλό μου, γέμιζε το σπλάχνο μου ανεμώνες· έρχουνταν η Άνοιξη με τον αρραβωνιαστικό της, τον Άι Γιώργη, καβάλα σε άσπρο άλογο…» «Όσο θα υπάρχουνε στον κόσμο παιδιά, ζώα και λουλούδια… Μη Φοβάστε! Όλα θα πάνε καλά!»
Σε συνέντευξη της και στο ερώτημα: «Είναι ο κόσμος μας παράλογος;» η Αλκυόνη απαντά : «Είναι παράλογος. Άδικος. Πουλημένος. Κοινώς, λαμόγιο. Αλλά εδώ φαίνεται η αξία του καθενός μας. Πώς θα σώσει την ιερότητα της ψυχής του. Την ανθρωπιά και την αγάπη του για τη ζωή. Πώς δεν θα δώσει αντιπαροχή τα όνειρά του.»
^ Σου τραγουδά απ’ έξω η χαρά, Γιατί βάζεις μπαμπάκι στ’ αυτιά σου; Αλκυόνη Παπαδάκη
H καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες – φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες. Νίκος Καζαντζάκης
Έμαθα να χτίζω τείχη όχι για να εμποδίσω κάποιους να μπουν στη ζωή μου, αλλά για να δω ποιοι θα σκαρφαλώσουν για να μπουν στην καρδιά μου… Αλκυόνη Παπαδάκη
Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει. Νίκος Καζαντζάκης
Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»
^ Αλκυόνη Παπαδάκη
Να ξέραμε αφεντικό τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή ! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.
^ Νίκος Καζαντζάκης
Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.
^ Αλκυόνη Παπαδάκη
Από πλευράς ιδεολογικής προσέγγισης και στους δύο λογοτέχνες συναντάμε τρία βασικά στοιχεία της ζωής: την ιερή προσήλωση στον γενέθλιο τόπο, την αγάπη και τις απηχήσεις της, καθώς και την ανησυχία, την αγωνία για το μετά τα ανθρώπινα.
Η λογοτεχνία είχε πάντα ένα μοναδικό προνόμιο. Αποτελούσε και αποτελεί μέσον σχολιασμού και επίκρισης της κοινωνίας. Οι έντονες κοινωνικές ανησυχίες, στα κείμενα της Αλκυόνης καταπιάνονται με ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, έτσι όπως συμβαίνει και στο έργο του Καζαντζάκη. Σκοπός και των δύο εν τέλει είναι, αφενός, να θίξουν τα προβλήματα και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας προσδοκώντας ίσως την εγρήγορση και ευαισθητοποίηση του ανθρώπου και αφ’ ετέρου να τονίσουν την αξία της έμπρακτης αγάπης και αλληλεγγύης .
Κάθε εποχή μπορεί να έχει τους δικούς της περιορισμούς και τα δικά της στερεότυπα, αλλά πάντα υπάρχουν κάποιοι, που ξεφεύγουν από αυτά. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν αφορά σε γυναίκες.
Αυτές οι διαφορετικές γυναίκες καταφέρνουν να χαράζουν την ιστορία τους με ανεξίτηλη γραφή στη μνήμη μας και μπορεί και να αποτελούν πηγή έμπνευσης, όπως η Αλκυόνη Παπαδάκη. Η αριστοτεχνική γραφή της έχει πολλά σημάδια που φέρουν τη σφραγίδα του Καζαντζάκη. Λόγος λυρικός, συναρπαστικός και συνάμα μεστός ήθους και ύφους καταφέρνει να διεισδύει στον ψυχικό κόσμο του αναγνώστη και να ανεβάζει τη συγκίνηση και τη συνείδηση σε άλλα επίπεδα.
Η επίδραση του Νίκου Καζαντζάκη στο έργο της Αλκυόνης Παπαδάκη, κατάφερε να κάνει ανθεκτικότερες τις αξιώσεις κοινωνικής ευαισθησίας καθώς και τις αρετές της ψυχής της, υπογραμμίζοντας το λογοτεχνικό της παρόν με ιδιαίτερη αισθαντικότητα και γνώμονα το φως.
Τα πέρατα της ψυχής, είναι μέσα μας. Εκεί, μέσα μας ας κοιτάξουμε.
Αύριο στον καιρό της αγάπης, στο φως.
Η ανακοίνωση παρουσιάστηκε στο συνέδριο με θέμα «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η επίδραση του έργου του σε άλλους συγγραφείς, σύγχρονους και μεταγενέστερούς του, στην Ελλάδα και την αλλοδαπή».
Το Συνέδριο διοργανώθηκε από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης, στο Κολυμπάρι Χανίων.
Με εκτίμηση
Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης
Χαρούλα Βερίγου (Ζωή Δικταίου)
Κέρκυρα 18 Σεπτεμβρίου 2018
Η επίδραση του Νίκου Καζαντζάκη στο έργο της Αλκυόνης Παπαδάκη
Βιβλιογραφία
Η ΜΠΟΡΑ, Αλκυόνη Παπαδάκη
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Νίκος Καζαντζάκης
Ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης
Σκισμένο ψαθάκι, Αλκυόνη Παπαδάκη
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Νίκος Καζαντζάκης
Κόκκινο Σπίτι, Αλκυόνη Παπαδάκη
Αδερφοφάδες, Νίκος Καζαντζάκης
Βαρκάρισσα της χίμαιρας, Αλκυόνη Παπαδάκη
Μια ατέλειωτη φυγή, Αλκυόνη Παπαδάκη
Αναφορά στον Γκρέκο, Νίκος Καζαντζάκης
Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα, Αλκυόνη Παπαδάκη
Ο βραχόκηπος, Νίκος Καζαντζάκης
Το Τετράδιο της Αλκυόνης, Αλκυόνη Παπαδάκη
Στον ίσκιο των πουλιών, Αλκυόνη Παπαδάκη
Το χρώμα του φεγγαριού, Αλκυόνη Παπαδάκη