Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1811 στο Ληξούρι ο Ανδρέας Λασκαράτος. Πέθανε στ’ Αργοστόλι, όπου ζούσε με την οικογένειά του, αρκετά χρόνια προς το τέλος της ζωής του. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο τ’ Αργοστολιού, στο Δράπανο, του οποίου την Παναγία τη Δραπανιώτισσα επικαλείται ο θεός στη σάτιρά του «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα», απευθυνόμενος στους «πρωτόπλαστους», όταν τους διώχνει από τον παράδεισο:
«Μα, μα τη Δραπανιώτισσα, μωρές,
Θε να σας διόξω εδώθε. Ας ήναι, φτάνει».
Ο μέγιστος της επτανησιακής και «βαρύ πυροβολικό» της νεοελληνικής σάτιρας έζησε πολλά χρόνια με διωγμούς, κατατρεγμούς, εξορίες, φυλακές και αγώνα, υπερασπίζοντας ανυποχώρητα ό,τι ενόμιζε σωστό.
Φέτος, λόγω των 100 χρόνων από το θάνατό του, συγκροτήθηκε στην Κεφαλονιά επιτροπή γιορτασμού και προγραμματίστηκαν στη μνήμη του πολλές εκδηλώσεις σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Ηδη έγινε με επιτυχία τον περασμένο Μάρτη, οργανωμένο από το Ιδρυμα Κεφαλονιάς και Ιθάκης και το Δήμο Παλλικής, συμπόσιο στο Ληξούρι με θέμα «Ο Ανδρέας Λασκαράτος και η σχέση του με την Εκκλησία και τον κλήρο», στο οποίο συμμετείχε πολύς κόσμος απ’ όλη την Κεφαλονιά. Εισηγητές ήταν οι: Γεώργιος Μεταλληνός (καθηγητής Πανεπιστημίου και πρωτοπρεσβύτερος), Ευρυδίκη Μοσχονά – Μαραγκάκη (φιλόλογος), Γεώργιος Αλισανδράτος (φιλόλογος – νεοελληνιστής), Σπύρος Λουκάτος (ιστορικός) και ο γράφων. Επίσης έγινε παρουσίαση και σχολιασμός ανέκδοτου χειρόγραφου του Λασκαράτου από τους Ευρυδίκη Λειβαδά και Γεράσιμο Γαλανό. Το συμπόσιο έκλεισε με πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο υπογράφων αυτό το σημείωμα παραθέτει αποσπάσματα της εισήγησης που έκανε στο συμπόσιο, με θέμα «Οι διωγμοί και ο αφορισμός του Ανδρέα Λασκαράτου από την Εκκλησία και οι ανάλογες περιπτώσεις των Θεόφιλου Καΐρη, Εμμανουήλ Ροΐδη και Νίκου Καζαντζάκη».
Κυνηγημένος βίος
Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856). Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
Οι απόψεις του Λασκαράτου για την ορθοδοξία, αλλά και για την έννοια του θεού γενικότερα, δεν ήταν δυνατό να γίνουν ανεκτές από το τότε κατεστημένο στην Εκκλησία της Κεφαλονιάς, γιατί τάραζαν τα λιμνασμένα νερά της, που στηρίζονταν στην αμάθεια και στα παράγωγά της. Τη θρησκοληψία, τη θαυματολογία, το εμπόριο των προλήψεων, τη φτώχεια και εξαθλίωση του λαού. Γενικά, στην αγυρτία και στην απάτη.
Ενας ιδιότυπος δυϊσμός κυριαρχεί στη σκέψη του Λασκαράτου. Στο κεφάλαιο 12, «Θρησκία» (γραφή Λασκαράτου), των «Μ.τ.Κ», γράφει: «Η ψυχή μας λοιπόν είναι συνθεμένη από δύναμες ανθρώπινης φύσεως και δύναμες μιας άλλης ανώτερης φύσης. Η πρώτες μας συγγενέβουνε με τον κόσμο. Η δεύτερες με τη Θεότητα». Και «υπάρχει τω όντι μια ηθική τάξη πραγμάτων, ένας Οικουμενικός Αιώνιος Κόδικας, ο οποίος εμπεριέχει όλες εκείνες τις ηθικές αρετές οπού ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ομολόγησε πάντα και θέλει ομολογήσει». («Απαντα», τόμος 1ος, σελίδες 94-95).
Αυτή τη θεότητα ο Λασκαράτος τη θεωρεί κάτι πολύ μεγάλο και υψηλό και νομίζει πως η τρέχουσα τότε χριστιανική εκδοχή της τη μειώνει και την ευτελίζει. Π.χ., όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου για τους Λασκαράτο και Αβλιχο, στο διήγημά του «Ταξίδι στον πλανήτη Δία», ο Λασκαράτος «καβαλάει» σε μια ηλιαχτίδα που περνάει από το χτήμα του στο Ληξούρι και βρίσκεται στο Δία, όπου τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, είναι χίλιες φορές μεγαλύτερα από αυτά της Γης. Οι άνθρωποι του Δία τον παίρνουνε για ανθρωπόμορφο έντομο, για ζωύφιο, τον πιάνουνε με μια τσιμπίδα, τον βάζουνε στη χούφτα τους και τον εξετάζουνε με περιέργεια.
Μετά τον βάζουνε πάνω σ’ ένα τραπέζι της «Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών του Δία», τον σκεπάζουνε με μια γυάλα, κι επειδή τον είχαν βρει μες στα λάχανα του κήπου, νομίζουνε ότι τα τρώει ωμά και γι’ αυτό του βάζουνε και μια ρίζα λάχανου κάτω από τη γυάλα, για να μην ψοφήσει από την πείνα. Συγκαλείται, στη συνέχεια, η Σύγκλητος της Ακαδημίας για να εξετάσουν τα μέλη της το περίεργο ον. Αυτός σκέφτεται να τους μιλήσει «διά την Ηπειροθεσσαλία και πως ελπίζουμε εντός ολίγου να πάρουμε τα Γιάννινα», σατιρίζοντας τις ανθρωποκεντρικές ιδέες και τις θρησκευτικές αντιλήψεις των Χριστιανών περί Θεού.
Οταν οι κάτοικοι του Δία ακούνε για την «τριάδα ομοούσιον και αχώριστον», προβάλλουνε την ένσταση του «αριθμητικώς ακατανόητου» και συμπεραίνουνε με επιείκεια: «Μην τα ξεσυνεριζομάσθε τα καημένα, έντομα είναι… πλάθουν εις τον εαυτόν τους έναν Θεό, οποίον η διανοητικές τους δύναμες τους τον επιτρέπουν» («Απαντα», τόμος Β, σελίδες 210-216).
Αλλά και στους «Στοχασμούς» (τόμος 2ος, σελίδα 146) γράφει: «Υψωσε την ψυχή σου και την φαντασίαν σου εις τα απειράριθμα ηλιακά συστήματα του απείρου Παντός. Ιδές εις αυτά όλα ενωμένα ένα μόριον της Μεγαλειότητος του Θεού, και στοχάσου ενταυτώ ότι τα χριστιανικά μπαίγνια πιστεύουνε, πως τον θεόν εκείνον τόνε γνοιάζει τι μαγερεύουμε και τι τρώμε, διά να μας ανταμοίψη ή να μας παιδέψη!.. Οποία ‘μπαιγνιοσύνη…».
Τα «Μ.τ.Κ» οδηγήσανε στον αφορισμό του Λασκαράτου, του βιβλίου του, αλλά και των αναγνωστών του.
Οι παπάδες της Κεφαλονιάς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «με όλη την πομπή και παράταξη», εδιάβασαν από τον άμβωνα τον αφορισμό «κατά του πασίγνωστου απονενοημένου και εκ της ευθείας οδού της ορθοδόξου ημών πίστεως δυστυχώς αποπλανησθέντος Ανδρέα Γ. Λασκαράτου». Ο αφορισμός που τύπωσαν και τον εκυκλοφόρησαν καταλήγει ως εξής:
«Εάν όμως παρακούσει ταις εκκλησιαστικαίς ταύταις παραινέσεις και μη εις το πυρ δώσει τα παρ’ αυτώ σωζόμενα αντίτυπα της παρ’ αυτού εκδοθείσης Βίβλου, έχομεν αυτόν αφωρισμένον παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, παρά της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, παρά των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων, έστω τρέμων και στένων επί της γης ως ο Κάιν, κληρονομησάτω τη λέπραν του Γιεζί και την αγχόνην του Ιούδα. Ταύτα μεν, η δε του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος, και η ευχή και η ευλογία της ημών ταπεινότητος είη μετά πάντων ημών».
Αλλος ανώνυμος κληρικός έγραφε: «Το βδέλυγμα της ερημώσεως εν Κεφαλληνία ή ο ασεβής Ανδρέας Λασκαράτος», βρίζοντας, επίσης, τον ποιητή με το συνηθισμένο ιερατικό τρόπο.
Προοδευτική σάτιρα ενός αντιδραστικού
Ο Λασκαράτος στην «Απόκριση εις τον αφορεσμό», γράφει πως «όταν ένας ήθε είναι αφορεσμένος από την Αγία Τριάδα, ήθελ’ έχει αρκετά» και όλοι οι άλλοι «ενοχληθήκανε αχρείαστα». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «καταρολόγιο» αυτών των κειμένων.
Λίγο πριν πεθάνει ο Λασκαράτος, ο επίσκοπος Κεφαλονιάς Γερ. Δόριζας «λύνει» τον αφορισμό. Ο Λασκαράτος με γράμμα του γιου του Γεράσιμου στον Τύπο («Ζιζάνιο», 12/2/1900 και «Ακρόπολις», 18/3/1900), δηλώνει πως τα «διάφορα μη αληθή» που δημοσιεύτηκαν περί αφορισμού δεν τους αφορούν, «αφού μάλιστα ως γνωστόν ο πατήρ μου εξακολουθεί να έχει τας αυτάς αρχάς και ιδέας, τας οποίας ανέκαθεν είχεν», πως πρόκειται για πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου «προς το συμφέρον της Εκκλησίας» και ότι κάνει αυτήν τη δήλωση με τη συγκατάθεση του πατέρα του, που «ενενηκοντούτης ήδη δεν καταγίνεται πλέον εις το γράφειν».
Στη συζήτηση που έγινε, στο συμπόσιο και σε «στρογγυλή τράπεζα», ο Γ. Μεταλληνός υποστήριξε πως ο Λασκαράτος επιδίωξε τον αφορισμό του από την Ι. Σ. «για λόγους διαφήμισης» και πως «αν δεν είχε αφοριστεί δε θα είχε γίνει ευρύτερα γνωστός».
Ο Γ. Αλισανδράτος τόνισε το θετικό ρόλο του Λασκαράτου, ιδίως μετά την Ενωση, χτυπώντας σκληρά τη διαφθορά, προπαντός στο πρόσωπο του Δελιγιαννισμού.
Ο Σ. Λουκάτος υποστήριξε πως ο Λασκαράτος, ως αριστοκράτης και αντιδραστικός, χτύπησε το λαϊκό κλήρο που ήταν πάντα κοντά στο λαό και τον ενωτικό αγώνα των Επτανησίων, ενώ με τον ανώτερο κλήρο τα είχε καλά. Αναφέρθηκε στο καθεστώς των «κομεστάδων» (από το ιταλικό come sta), που σημαίνει «όπως έχει», «όπως είναι»), που υποστήριζε ο Λασκαράτος.
Ο γράφων υποστήριξε την άποψη πως ο Λασκαράτος, παρά τη σύγκρουσή του με την Εκκλησία και τη συμβολή του στο φωτισμό του λαού με την καταγγελία της εκμετάλλευσης της θρησκοληψίας και των προλήψεων, υπήρξε κοινωνικά και πολιτικά αντιδραστικός, έχοντας τοποθετηθεί σταθερά κατά του ριζοσπαστισμού, κατά της Ενωσης, κατά του εκλογικού δικαιώματος και της ελευθεροτυπίας.
Γνώμη του γράφοντος είναι πως ο Λασκαράτος ήταν «ξένος» από την εποχή του, πίσω και όχι μπροστά από την εποχή του. Ο ρόλος του υπήρξε ανασταλτικός. Αλλά – σύμφωνα και με την άποψη του Κ. Πορφύρη – σαν δυνατός σατιρικός ποιητής που ήταν «μπόρεσε να βρει τα τρωτά σημεία της επερχόμενης αστικής πραγματικότητας. Κι έδωσε τη γελοιογραφική εικόνα ενός κόσμου, που έκρυβε κιόλας μέσα του την αποσύνθεσή του».
Πηγή: Ριζοσπάστης / Βαγγέλης Σακκάτος