Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας» όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα γράμματα της Εκκλησίας ή μήπως πρόκειται για θρύλο; Πέθανε ο Ιησούς στο σταυρό και αναστήθηκε ή μήπως πρόκειται για θρύλο; Γίνονται τέτοια θαύματα; Αυτό το ζήτημα εξετάζει μεταξύ άλλων ο Γιάνης Κορδάτος στο «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός». Αναδημοσιεύουμε από τον Α’ τόμο (σελ. 362-369) την εξήγηση του Γιάνη Κορδάτου για τη μη ανάσταση του Ιησού:
“Αμα βγήκε η καταδικαστική απόφαση έστησαν έξω από την πόλη, σ’ ένα μέρος που δεν μπόρεσαν οι νεότεροι ιστορικοί να το καθορίσουν, το στύλο – σταυρό κι εκεί κρέμασαν – σταύρωσαν τον Ιησού αφού πρώτα τον έδειραν και τον διαπόμπεψαν. Πάνω στο στύλο κρέμασαν μια επιγραφή με γράμματα εβραϊκά και ελληνικά που έλεγε «αυτός είναι ο βασιλέας των Ιουδαίων».
Φαίνεται όμως πως στην ίδια θανατική ποινή καταδικάστηκαν και δύο άλλοι επαναστάτες Γαλιλαίοι που η ευαγγελική παράδοση τους παρουσιάζει για ληστές, και μάλιστα μας πληροφορεί πως ο ένας ήταν καλός ενώ ο άλλος φαύλος και την τελευταία στιγμή έβριζε τον Ιησού. Γιατί όμως ο Πιλάτος να εχτελέσει δυο κακούργους την ίδια μέρα και στο ίδιο μέρος που εχτέλεσε τον Ιησού;
Από ποια αίτια να εχτελεστούν τότε οι κακούργοι και μάλιστα στη γιορτή του Πάσχα;
Ολα αυτά μας πείθουν πως οι δυο ληστές ήταν γαλιλαίοι επαναστάτες.
Στο σταυρό έμεινε ζωντανός ο Ιησούς τρεις τέσσερις ώρες, από το μεσημέρι ως τις πέντε. Σ’ αυτό το διάστημα περνούσαν από κει πολλοί Γραμματείς και Φαρισαίοι και τόνε χλεύαζαν: «Εσύ που έλεγες πως όλα μπορείς να τα κάνεις και που έσωζες άλλους από το θάνατο, σώσε τώρα και τον εαυτό σου». Άλλοι πάλι του έλεγαν: «Αφού είσαι ο Μεσσίας και ο βασιλιάς μας, κατέβα από το σταυρό» και μερικοί κουνώντας το κεφάλι τον ελεεινολογούσαν για το κατάντημά του.
Κατά το βράδυ όμως, αφού έγιναν στο αναμεταξύ πολλά υπερφυσικά σημεία, ο Ιησούς έβγαλε μια δυνατή φωνή λέγοντας «θεέ μου θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» και πέθανε.
Επειδή όμως άρχιζε η αργία του Σαββάτου οι Ιουδαίοι – μας πληροφορεί το δ’ Ευαγγέλιο – παρακάλεσαν τον Πιλάτο να σπαστούν τα σκέλη των κατάδικων – ήταν η χαριστική βολή – και να κατεβαστούν από το σταυρό τα πτώματά τους για να θαφτούν πριν αρχίσει η αργία. Αυτό κι έγινε. Των δύο «ληστών» τα σκέλη σπάστηκαν γιατί ήταν ακόμα ζωντανοί, ενώ τον Ιησού οι στρατιώτες δεν τον πείραξαν επειδή τον βρήκαν πεθαμένο. Μόνο για να βεβαιωθούν πώς πραγματικά ήταν πεθαμένος, ο ένας από τους στρατιώτες τον κέντησε με τη λόγχη στο πλευρό και βγήκε αμέσως νερό και αίμα. (ΙΩ 19. 31 – 34).
Ξαναθυμίζουμε στον αναγνώστη από την παραπάνω διήγηση το περιστατικό πως οι στρατιώτες δεν έσπασαν τα σκέλη του Ιησού. Αυτό έχει σημασία, γιατί η πληροφορία αυτή θα μας χρειαστεί παρακάτω για να καταλάβουμε πολλά πράματα.
Υστερα, λένε όλοι οί Ευαγγελιστές, πήγε στον Πιλάτο ένας πλούσιος και προύχοντας Ιουδαίος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και παρακάλεσε το ρωμαίο επίτροπο να του δώσει την άδεια να πάρει το σώμα του Ιησού και να το θάψει. Μαζί με τον Ιωσήφ ήρθε κι ο άλλος προύχοντας, ο Νικόδημος. Ο Πιλάτος έδωσε την άδεια και ο Ιωσήφ έθαψε το Ναζωραίο σε νεόχτιστο τάφο.
Δεν είμαστε φυσικά υποχρεωμένοι να πιστέψουμε ότι και στο μέρος αυτό η ευαγγελική παράδοση λέει όλη την αλήθεια. Εκείνο όμως που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι οι ρωμαίοι δήμιοι δεν τσάκισαν τα σκέλη του Ιησού – δεν του έδωσαν τη χαριστική βολή, όπως θα λέγαμε σήμερα – αλλά τον άφησαν έτσι. Αφού δεν έγινε αυτό, τίποτα δε μας δυσκολεύει να υποθέσουμε πως δεν είχε πεθάνει ο Ιησούς πάνω στο σταυρό. Αν έγειρε το κεφάλι του και φαίνονταν αναίσθητος δεν αποκλείεται να βρίσκονταν σε λήθαργο. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές και γι’ αυτό χτυπούσαν με ρόπαλα και σίδερα τα σκέλη του κατάδικου για να τον αποτελειώσουν.
Ο θάνατος αργούσε πολύ. Οι κατάδικοι μένανε πάνω στο σταυρό ζωντανοί τρεις τέσσερις μέρες και παραπάνω. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό πως ο Ιησούς δεν πέθανε πάνω στο σταυρό τις λίγες ώρες που έμεινε κρεμασμένος. Και μια που δεν του τσάκισαν τα σκέλη, όταν τον ξεκρέμασαν ήταν λιποθυμισμένος.
Δεν μπορούμε όμως να παραδεχτούμε πως ο Ιωσήφ, ο προύχοντας της Αριμαθαίας, πήγε στον Πιλάτο και τον παρακάλεσε να του δώσει την άδεια να θάψει τον Ιησού που την προηγούμενη μέρα ήταν αρχηγός ανταρσίας και που δικάστηκε από τις ρωμαϊκές αρχές σα στασιαστής. Τέτοιο κουράγιο δεν το είχε κανένας Ιουδαίος την ημέρα εκείνη γιατί θα θεωρούντανε και ο ίδιος συνωμότης. Εξάλλου ο Ιωσήφ δεν τόλμησε να εκδηλωθεί την ώρα που το κίνημα για μια στιγμή φαίνονταν πώς επικρατούσε, και θα εκδηλώνονταν φίλος και οπαδός του Ιησού την επαύριο που όλα ήταν χαμένα και η τρομοκρατία βάραινε την ατμόσφαιρα της ιουδαϊκής πολιτείας.
Το σώμα λοιπόν του Ιησού δεν το πήρε κανένας Ιωσήφ ή Νικόδημος. Το κατέβασαν από το σταυρό – στύλο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και τι απόγινε δεν ξέρουμε. Ηταν ανάγκη να σωπάσει η Ιστορία στο σημείο αυτό για να πλαστεί ο θρύλος της Ανάστασης.
Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως οι ρωμαίοι δήμιοι πληρώθηκαν για να μην τσακίσουν με ρόπαλα ή με σίδερα τα σκέλη του Ιησού και να τον παραδώσουν στους Ιουδαίους για να τόνε θάψουν, μια που άρχισε η μεγάλη γιορτή και η αργία. Εκείνα τα χρόνια τα όργανα της ρωμαϊκής εξουσίας αγαπούσαν το χρήμα και πολλές φορές παραβαίνανε το καθήκον τους όταν πληρώνονταν. Κάτι τέτοιο ασφαλώς έγινε. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος είχαν χρήματα κι έβαλαν δικούς τους ανθρώπους να δωροδοκήσουν τους ρωμαίους δήμιους και φύλακες κι έτσι πήραν το σώμα του Ιησού πριν ακόμα πεθάνει. Και φυσικά δεν τον έθαψαν.
Οι Ευαγγελιστές λένε πως έβαλαν το σώμα του Ιησού σ’ ένα καινούργιο τάφο και πάνω του κύλησαν μια πέτρα, ενώ η Μαρία η Μαγδαληνή και μια άλλη Μαρία κοίταζαν από μακριά τον τάφο.
Πού ήταν όμως ο τάφος; Κανένας δεν τον ήξερε ως το 326 και τότε μόνο χάρη στην επέμβαση και φώτιση του Αγίου Πνεύματος,
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να καταλάβουμε ότι οι ευαγγελικές πηγές είναι και στο σημείο αυτό πλαστογραφημένες. Επειτα και ένα άλλο. Ο Ματθαίος λέει ότι ο τάφος ήταν νεόχτιστος και είχε φρουρά. Ο Μάρκος και ο Λουκάς δεν ξέρουν τίποτα και ο Ιωάννης αφήνει να καταλάβουμε ότι τον τάφο τον ήξερε μόνο η Μαγδαληνή, θαρρώ πώς όλη αυτή η ιστορία είναι πλάσμα της φαντασίας. Ούτε νεόχτιστος ήταν ο τάφος, ούτε φρουρά υπήρχε γύρω του, ούτε υπήρξε καν τάφος. Μια που χαραχτηρίστηκε πεθαμένος ο Ιησούς και παραδόθηκε στους ανθρώπους του Ιωσήφ και του Νικόδημου, οι Ρωμαίοι δεν είχαν κανένα λόγο να βάλουν φρουρά στον τάφο του. Ολα λοιπόν τ’ άλλα είναι μυθοπλαστίες. Κι έτσι η ιστορία της «ανάστασης» του Ιησού έχει την εξήγησή της ή πιο σωστά δεν είναι ολότελα επινόηση των μαθητών του. Ηταν τόσο κατώτερης διανοητικότητας και ο φανατισμός τους ήταν τόσο μεγάλος, που άμα ξαναείδαν ζωντανό τον Ιησού ύστερα από κάμποσες μέρες πίστεψαν πως ο αρχηγός τους αναστήθηκε. Και το ότι πίστεψαν πως πέθανε το μαθαίνουμε από τα Ευαγγέλια. Αμα έμαθαν πως ζει ο Ιησούς, δεν έδωσαν σημασία. Ο Θωμάς μάλιστα για να πιστέψει ήθελε να δει όχι μόνο ο ίδιος τον Ιησού, αλλά και να ψάξει το σώμα του δάσκαλου για να ιδεί αν έχουν τα χέρια του τρύπες από τα καρφιά.
Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε πως τον Ιησού τον πήραν οι άνθρωποι του Ιωσήφ και του Νικόδημου και τον πήγαν και τον έκρυψαν κάπου. Εκεί για να βεβαιωθούν ότι πέθανε του έκαναν διάφορες εντριβές και του έριξαν στο στόμα τίποτα πιοτά. Αν έδειχνε ότι ανάσαινε και άνοιγε τα μάτια του θα πει πως ζούσε, αν όχι θα πει πως πέθανε. Ηξεραν πώς οι σταυρωμένοι ζούσαν πολλές μέρες και γι’ αυτό δε βιάστηκαν να τόνε θάψουν. Επειτα πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας και γι’ αυτό τους περνούσε η ιδέα πως δεν πέθανε.
Υστερα λοιπόν από πολλές περιποιήσεις ο Ιησούς αναστήθηκε. Εκεί έμεινε κάμποσες μέρες ώσπου να γιάνουν οι πληγές του και να μπορεί να σταθεί στά πόδια του.
Φυσικά όλοι πίστεψαν πως έγινε «θαύμα» και η «νεκρανάσταση» πιστοποίησε άλλη μια φορά με τον πιο θετικό τρόπο ότι είναι ο Μεσσίας. Δε βγήκε όμως στην Ιερουσαλήμ για να δείξει στους Ιουδαίους και στον Πιλάτο πως «αναστήθηκε», θα γίνονταν αμέσως ανακρίσεις και, άμα πιστοποιούντανε πως οι δήμιοι δεν του τσάκισαν τα σκέλη, θα καταλάβαινε όλος ο κόσμος ότι δεν πέθανε πάνω στο σταυρό κι έτσι θα τα είχαν άσκημα ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος κι όσοι συνεργάστηκαν για να τον ξεκρεμάσουν μια ώρα αρχύτερα από το σταυρό χωρίς να του τσακίσουν τα σκέλη.
Άμα όμως ο Ιησούς μπόρεσε και περπάτησε, έφυγε από την Ιερουσαλήμ και με πολλές προφυλάξεις οι συνοδοί του τον έφεραν στη Γαλιλαία. Εκεί ήταν πιο καλά ασφαλισμένος. Για την «ανάστασή» του δεν ήξερε ακόμα κανείς τίποτα. Από τά Ευαγγέλια μαθαίνουμε πως ή μάνα του η Μαρία, η Μαγδαληνή και οι μαθητές του Πέτρος και Ιωάννης ήρθαν στον τάφο και τόνε βρήκαν άδειο. Δεν μπορούμε να παραδεχτούμε πως αυτό είναι σωστό. Ολοι οι μαθητές του, όπως είδαμε, έφυγαν και φυσικά πήγαν στη Γαλιλαία. Αν έμεναν στην Ιερουσαλήμ θα τους έπιαναν τα όργανα της ρωμαϊκής εξουσίας γιατί θεωρούντανε κι αυτοί επικίνδυνοι.
Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη όμως διαβάζουμε πως ένα βράδυ ο Ιησούς φανερώθηκε στους μαθητές του στο μέρος που ήταν κρυμμένοι (20. 19 και παρ.). Η παράδοση αυτή είναι πλαστή. Εχει προστεθεί αργότερα. Πιο καλά για το ζήτημα αυτό μας πληροφορεί το Κατά Πέτρον απόκρυφο Ευαγγέλιο. Σ’ ένα του απόσπασμα που σώθηκε, διαβάζουμε ότι οι μαθητές του ήταν αναστατωμένοι άμα έπιασαν και σταύρωσαν τον Ιησού.
Ημείς δε οι δώδεκα μαθηταί του Κυρίου εκλαίομεν και ελυπούμεθα, και έκαστος λυπούμενος δια το συμβάν απηλλάγη εις τον οίκον αυτού, εγώ δε ο Σίμων Πέτρος και Ανδρέας ο αδελφός μου, λαβόντες τα λίνα (τα λινά ρούχα μας) απήλθομεν εις την θάλασσαν [της Γαλιλαίας] και ην ουν ημίν Λευΐς ο του Αλφαία, ον Κύριος…
(Βλ. Erwin Preuschen, «AntiIegomena», 6′ έκδ. Giessen 1905, σ. 16-20).
Εξόν που κινδύνευαν αν έμεναν στην Ιερουσαλήμ, δεν είχαν και τα μέσα να ζήσουν. Σηκώθηκαν λοιπόν κι έφυγαν χωρίς να ξέρουν τίποτα για την ανάσταση του αρχηγού τους. Το Ευαγγέλιο όμως του Μάρκου μας πληροφορεί πως άγγελος Κυρίου, που κάθονταν δίπλα στον τάφο του Ιησού, πληροφόρησε τις γυναίκες που πήγαν εκεί την Κυριακή το πρωί πως ο Ιησούς αναστήθηκε και να ειδοποιηθεί ο Πέτρος κι οι άλλοι μαθητές πως ο αρχηγός θα πάει πρωτύτερα απ’ αυτούς στη Γαλιλαία (16. 7). Τα ίδια λέει κι ο Ματθαίος (28. 7-10). Ολα αυτά όμως είναι όπως είπαμε μυθοπλαστίες.
Εκεί λοιπόν στη Γαλιλαία φανερώθηκε πρώτα στον Πέτρο και στον Ιωάννη και ύστερα στους Δώδεκα, σε όλους δηλαδή μαζί, καθώς και σε πολλούς άλλους δικούς του. Η παυλιανή παράδοση λέει πως πρωτοφανερώθηκε στον Κηφά (Πέτρο), ύστερα στους Δώδεκα και κατόπι μια φορά σε πεντακόσιους περίπου συντρόφους. Και πολύ πιο ύστερα στον Ιάκωβο, τον αδερφό του, και σε άλλους Απόστολους.
Και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα, έπειτα ώφθη πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ… έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις Αποστόλοις πάσιν. (Α’ Κορινθ. 15.5-7).
Αν πιστέψουμε την παράδοση αυτή, ο Ιησούς στη Γαλιλαία φανερώθηκε σε όλα τα στελέχη του. Το δ’ Ευαγγέλιο μάλιστα μας δίνει την πληροφορία πως πολλές φορές ο Ναζωραίος έφαγε και ήπιε με τους μαθητές του (ΙΩ. 20.1 καί παρ.) .
Δεν μπορούμε λοιπόν τις παραδόσεις αυτές να τις χαραχτηρίσουμε πλαστές. Κι επειδή ποτέ δεν έγιναν ούτε θα γίνουν θαύματα, πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Ιησούς δεν πέθανε πάνω στο σταυρό. Αυτό είναι το συμπέρασμα μας.
Φαίνεται όμως πώς κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό πώς πάνω στις σαράντα μέρες πέθανε πραγματικά, από μόλυνση ίσως. Κάποια από τις πληγές των χεριών του άνοιξε ιστορίες και πέθανε όπως πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι άμα πάθουν αγιάτρευτη μόλυνση.
Αυτή είναι η πιθανότερη εκδοχή. Οπως ξέρουμε τα Ευαγγέλια τελειώνουν ιστορώντας την ταφή και την ανάσταση του Ιησού. Το τέλος όμως του 6′ Ευαγγελίου λογοκρίθηκε άγρια και κόπηκε. Επίσης το α’ Ευαγγέλιο μνημονεύει την παράδοση πως οι φύλακες του τάφου του Ιησού πληρώθηκαν απ’ τους αρχιερείς για να πουν πως οι μαθητές του Ιησού πήγαν τη νύχτα κι έκλεψαν το σώμα του αρχηγού τους (Μθ. 28.11 καί παρ.). Η παράδοση αυτή κρύβει δίχως άλλο κάποιο άλλο μυστικό, τη φυσιολογική ανάσταση του Ιησού, το ξελιποθύμισμά του.
Οπως είπαμε, οι απλοϊκοί μαθητές του πίστεψαν στη θεϊκότητα του διδάσκαλου και αρχηγού τους. Γι’ αυτό το να ξαναϊδούν τον αρχηγό ζωντανό μπροστά τους ήταν πραγματικό θαύμα. Το ίδιο κι όλοι οι πιστοί. Από τότε και δώθε υπάρχουν εκατομμύρια πού πιστεύουν στην ανάσταση του Ιησού καθώς και στην ανάληψή του στους ουρανούς.
Ολη λοιπόν η ιστορία των παθών του Ιησού όπως διαμορφώθηκε, βρήκε απήχηση μέσα στις λαϊκές μάζες της Παλαιστίνης καθώς και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο γι’ αυτό η προπαγάνδα έβρισκε έδαφος για να πιάσει. Εξάλλου, όπως είδαμε, η ευπιστία εκείνο τον καιρό ήταν γενικό φαινόμενο. Υπήρχαν μάλιστα παντού κι άλλες παρόμοιες παραδόσεις που «πρόλεγαν» για τα παθήματα του Δίκαιου. Οι Ευαγγελιστές όλες αυτές τις παραδόσεις τις πήραν για μεσσιανικές και τις χρησιμοποίησαν για να ντοκουμεντάρουν τη μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού.”