Γράφει ο Νίκος Μόττας* //
Με αφορμή τις συνεχιζόμενες αγροτικές κινητοποίησεις – και το δίκαιο αγώνα της μικρομεσαίας αγροτιάς ενάντια στη βαρβαρότητα των μέτρων της μνημονιακής συγκυβέρνησης- αξίζει να ταξιδέψουμε πίσω στο παρελθόν. Να αλλάξουμε χρόνο και τόπο και απ’ την σημερινή Ελλάδα- την Ελλάδα της «αριστερής» κυβέρνησης, της κοινής αγροτικής πολιτικής της ΕΕ και των μνημονίων- να πάμε στην επαναστατημένη Κούβα του 1959. Γιατί στην Κούβα του ’59; Διότι, όπως είναι γνωστό, η πρώτη και κύρια νομοθετική πράξη στην οποία προχώρησε τότε η επαναστατική κυβέρνηση ήταν η λεγόμενη «αγροτική μεταρρύθμιση».
Η κουβανική αγροτική μεταρρύθμιση (Reforma Agrária), μια σειρά νόμων από το 1959 έως το 1963, υπήρξε η πρώτη προτεραιότητα της επαναστατικής κυβέρνησης. Κύριος σκοπός της η αναδιανομή γης προς όφελος των ακτημόνων και των φτωχών αγροτών που αναγκάζονταν να πουλάνε την εργατική τους δύναμη σε μεγαλοκτηματίες για ένα κομμάτι ψωμί. Πράγματι, η κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει η επαναστατική κυβέρνηση ήταν ένα καθεστώς κυριαρχίας των μεγαλοτσιφλικάδων: το 1,5% των ιδιοκτητών κατείχε το 46% της γης και όπου τα 2/3 των εργαζόμενων σε αγροτικές δουλειές ήταν ακτήμονες μεροκαματιάρηδες. Ήδη από το φθινόπωρο του 1958, λίγους μήνες πριν την οριστική πτώση της δικτατορίας του Μπατίστα, με το νόμο 3 της Σιέρρα Μαέστρα οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν ξεκινήσει την εφαρμογή της αναδιανομής γης στις ήδη απελευθερωμένες περιοχές. Άλλωστε, η φτωχή αγροτιά της κουβανικής επαρχίας αποτέλεσε βασικό σύμμαχο των επαναστατικών δυνάμεων απέναντι στον κυβερνητικό στρατό κατά τη διάρκεια του αντάρτικου αγώνα (1956-59).
Από τους πλέον φλογερούς υποστηρικτές μιας πλατιάς αγροτικής μεταρρύθμισης ήταν ο Τσε Γκεβάρα. Πρωτού ακόμη αναλάβει επισήμως καθήκοντα στην επαναστατική κυβέρνηση, σε σχετική του κάλεσμα στο Ελ Πεδρέρο τόνιζε: «Σήμερα είμαστε αποφασισμένοι να φτάσουμε ως τα τσιφλίκια, να επιτεθούμε στη μεγάλη γαιοκτησία και να την καταργήσουμε […] Ο Αντάρτικος στρατός προτίθεται να οδηγήσει την αγροτική μεταρρύθμιση μέχρις εσχάτων. Την αγροτική μεταρρύθμιση πρέπει να την κάνουμε με τάξη, για να μη σημειωθούν καταχρήσεις […] Αλλα στη γη που θα έχει (κατακτήσει) ο λαός μέσω της επανάστασης δε θα υπάρχει ούτε ένας διοικητής από τις δικές μας δυνάμεις, ούτε ένας στρατιώτης αυτού του στρατού που θα ρίξει ποτέ ενάντια στους αγρότες, ενάντια στους παντοτινούς μας φίλους… Αν κάποιος θελήσει να σας διώξει απ’ τη γη σας, έχετε το δικαίωμα ως και όπλο να πάρετε προκειμένου εμποδίσετε να σας διώξουν» [1].
Η κουβανική αγροτική μεταρρύθμιση έβαζε τέλος στην ιδιοκτησία των μεγαλοτσιφλικάδων της εποχής και παρέδωσε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης τόσο στο εργατικό (αγροτικό) δυναμικό της χώρας όσο και στο κράτος. Προς αυτήν την κατεύθυνση ιδρύθηκε το 1959 το Εθνικό Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρύθμισης (INRA) επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, υπουργός Βιομηχανίας της πρώτης Επαναστατικής κυβέρνησης.
Το πρώτο δείγμα των προθέσεων της νέας κουβανικής κυβέρνησης είχε δώσει ο ίδιος ο Τσε κατά τη διάρκεια ομιλίας του τον Ιανουάριο του 1959: «η αγροτική μεταρρύθμιση θα επαναφέρει την κοινωνική δικαιοσύνη». Στις 17 Μάη 1959 τέθηκε σε ισχύ ο νέος Αγροτικός Νόμος που περιόριζε το μέγεθος των αγροκτημάτων σε 13 τετραγωνικά χιλιόμετρα και των κατοικιών σε αυτά σε 4 τετραγωνικά χλμ. Κτήματα μεγαλύτερου μεγέθους απαλλοτριώνονταν και περνούσαν στα χέρια του Κράτους με σκοπό την αναδιανομή τους σε ίσες ποσότητες σε αγρότες. Περίπου 100.000 αγροτικές οικογένειες έλαβαν τίτλους ιδιοκτησίας γης.
Ταυτόχρονα, ο νόμος απαγόρευε την ιδιοκτησία ζαχαρότευτλων από ξένους, ιδιώτες η επιχειρήσεις. Συνολικά κατασχέθηκαν 1.942 τετραγωνικά χιλιόμετρα αγροτικής γης που ανήκαν σε εταιρείες αμερικανικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκαν αγροτικές κοινότητες στο μοντέλο των σοβιετικών «Κολχόζ».
Η υλοποίηση της αγροτικής μεταρρύθμισης απότελεσε επιτακτική ανάγκη στην προσπάθεια της Επανάστασης να αναδιανείμει τον πλούτο, δημιουργώντας – υπό δυσμενείς συνθήκες και σε μια υπανάπτυκτη οικονομικά χώρα- ένα νέο πλαίσιο μιας οικονομίας με κοινωνικοποιημένα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Να τι έλεγε, μεταξύ άλλων, ο Φιντέλ Κάστρο κατά τη διάρκεια λατινοαμερικάνικου «φόρουμ» που έλαβε χώρα στην Αβάνα τον Ιούνη-Ιούλη του 1959: «Η αγροτική μεταρρύθμιση, όχι μόνο σα μέτρο στοιχειώδους δικαιοσύνης, όχι μόνο σα μέτρο βαθύτατου ανθρώπινου περιεχομένου, αφού προορίζεται να φέρει την ευημερία στο κομμάτι εκείνο της χώρας που περισσότερο θυσιάστηκε και λησμον ήθηκε, αλλά ακόμα και σα βασικό οικονομικό μέτρο για ένα λαό που θέλει ν’ απελευθερωθεί από την καθυστέρηση και να πετύχει ένα ανώτερο επίπεδο ζωής, αναγνωρίσθηκε από όλους σαν αναγκαία για την Κούβα, όπως τώρα όλοι εσείς την αναγνωρίζετε σαν επίσης αναγκαία για τους άλλους λαούς της Λατινικής Αμερικής» [2].
Ο αγώνας της Επανάστασης ενάντια στα «λατιφούντια» (στις μεγάλες εκτάσεις γης που εκμεταλλεύονταν μεγαλοτσιφλικάδες ή αμερικανικά μονοπώλια) απασχόλησε ιδιαίτερα τον Τσε, κάτι που γίνεται φανερό μέσα από τα γραπτά του. Να τι σημειώνει σε ένα άρθρο του για το περιοδικό Verde Olivo το 1961: «Μια ριζική αγροτική μεταρρύθμιση, (που) είναι η μόνη που μπορεί να δώσει γη στους χωρικούς, θίγει άμεσα τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, των μεγάλων γαιοκτημόνων και τους μεγαλοεπιχειρηματίες της ζάχαρης και της κτηνοτροφίας. Η αστική τάξη τρέμει μη θιγούν τα συμφέροντά της. Το προλεταριάτο δεν έχει παρόμοιους φόβους. Με αυτή την έννοια η γραμμή της Επανάστασης ενώνει τον εργάτη με το χωρικό. Οι εργάτες υποστηρίζουν τον αγώνα κατά των λατιφούντιων. Ο φτωχός χωρικός, αυτός που δέχεται τη γη, υποστηρίζει τίμια την επαναστατική εξουσία και την υπερασπίζεται εναντίον των εχθρών της ιμπεριαλιστών και επαναστατών» [3].
Η άποψη του Τσε δεν ήταν τυχαία. Η επιτυχία της αγροτικής μεταρρύθμισης αποτελούσε πυλώνα της επαναστατικής πολιτικής των πρώτων ετών. Περίπου ένα χρόνο πριν, τον Ιούλη του 1960, μιλώντας στο πρώτο συνέδριο της λατινοαμερικάνικης νεολαίας, ο ίδιος τόνιζε: «Εδώ βρίσκεται ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κουβανικής επανάστασης που πρέπει να μελετηθεί. Η επανάσταση αυτή πραγματοποίησε, για πρώτη φορά στη Λατινική Αμερική, μια αγροτική μεταρρύθμιση που δεν έπληξε μόνο τις φεουδαρχικές σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά προχώρησε πιο πέρα. Υπήρχαν ακόμα φεουδαρχικά υπολείμματα στον καπνό και τον καφέ, και σε εκείνες τις περιοχές η γη παραδόθηκε στα άτομα που δούλευαν σε μικρά αγροτεμάχια και ήθελαν τη γη τους. Με δεδομένο, όμως, τον τρόπο που δουλεύονται στην Κούβα το σακχαροκάλαμο, το ρύζι και τα βοοειδή, η εν λόγω γη κατασχέθηκε ως μονάδα και δουλεύτηκε από τους εργάτες- στους οποίους δόθηκε ως κοινή ιδιοκτησία- ως μονάδα. […] Αυτό βοήθησε τη βαθιά αγροτική μας μεταρρύθμιση να εφαρμοστεί ταχύτατα. Ο καθένας από σας θα πρέπει να αφομοιώσει καλά αυτή την αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ότι δηλαδή καμία κυβέρνηση, εδώ στη Λατινική Αμερική, δε μπορεί να αυτοαποκαλείται επαναστατική, αν το πρώτο της μέτρο δεν είναι μια αγροτική μεταρρύθμιση» [4].
Το 1963 έλαβε χώρα μια δεύτερη αγροτική μεταρρύθμιση από την κουβανική κυβέρνηση. Η μεταρρύθμιση αυτή έθεσε ως ανώτατο όριο ιδιοκτησίας τα 660 στρέμματα. Αγροτικές εκτάσεις που υπερέβαιναν το όριο αυτό κατασχέθηκαν (αφορούσε 10.000 καπιταλιστές αγρότες που συνέχιζαν να έχουν το 20% της καλλιεργήσιμης γης).
[1] Τάϊμπο, Πάκο Ιγνάσιο. Ερνέστο Γκεβάρα γνωστός και ως Τσε, Μεταίχμιο.
[2] Κάστρο, Φιντέλ. Η Επανάσταση της Κούβας, Εκδ. Ψυχαλου.
[3] Γκεβάρα, Ερνέστο. Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αντι-αποικιακό αγώνα; (Cuba: Historical exception or vanguard in the anticolonial struggle?), 9 Απρίλη 1961, Verde Olivo.
[4] Ομιλία στην έναρξη του Πρώτου Συνεδρίου Λατινοαμερικανικής Νεολαίας, 28 Ιούλη 1960.
* υποψήφ. Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας