Υπάρχουν τελικά πολλών ειδών φιλιά, που συχνά μας συνοδεύουν σε όλη μας της ζωή. Το φιλί στο μάγουλο, στο μέτωπο, στα χείλη.
Το φιλί των γονιών μας. Του πρώτου μας έρωτα. Το φιλί που μας έκαψε τα χείλη και κρατάμε τη γεύση του ακόμη ως πολύτιμο φυλακτό.
Υπάρχει όμως και αυτό της … τιμωρίας. Για ένα τέτοιο θα σας μιλήσω στην ιστοριούλα αυτή.
Φαντάρος στο ΚΕΒΟΠ , στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έβριζε την τύχη του, γιατί η εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων θα τον έβρισκε στο στρατόπεδο. Τα γκρουπ των αδειών είχαν καθοριστεί με βάση τις θελήσεις του επιλοχία και αυτός- αντιφρονών γαρ -όπως τον χαρακτήριζε-θα την έπαιρνε αμέσως μετά τα Θεοφάνεια.
Τι της ήθελε κι αυτός εκείνες τις αδιάκοπες αναφορές «παραπονούμενος» σε Λόχο, Τάγμα και τελικά Κέντρο; Εντάξει τα προβλήματα διαβίωσης πολλά, αλλά όπως του έλεγαν και συστρατιώτες του «εσύ θα σώσεις πάλι τον κόσμο;». Όμως αυτός εκεί. Αγύριστο κεφάλι. «Στο δρόμο του καθήκοντος και του χρέους», όπως είχε μάθει από τα εφηβικά του χρόνια. Και κάθε τρεις και λίγο να επικαλείται τη λογική και τα όσα το Σύνταγμα και ο «Στρατιωτικός Κανονισμός 20-1» προβλέπει, σ’ ένα μηχανισμό όπως ο στρατός, που κινείται σε άλλη λογική και ο εκδημοκρατισμός του, παρά τα μεγάλα λόγια τότε της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ήταν ζητούμενο.
Παραμονή Θεοφανείων και η πρωινή αναφορά τάγματος δεν ήταν συνηθισμένη. Εκτός από τα καθιερωμένα, ο διοικητής αναφέρθηκε και «στην μεγάλη τιμή δια το τάγμα να συμμετάσχει με επίλεκτον τμήμα του εις τα εορταστικάς εκδηλώσεις δια την ρίψιν του Σταυρού εις τον Πειραιάν παρουσία του κ.κ. Πρωθυπουργού αυτοπροσώπως». Μάλιστα έδωσε διαταγή στους διοικητές των λόχων να επιλέξουν αυτοί τους στρατιώτες που θα έπαιρναν μέρος.
Και ω του θαύματος, επιλέχτηκε και αυτός να συμμετάσχει λόγω «της ρώμης και του αθλητικού παραστήματος» (αθλητής γαρ) όπως του ειπώθηκε.
Ο αποθηκάριος τους προμήθευσε νέες στρατιωτικές στολές, άρβυλα, κράνη (με την απαραίτητη καινούρια «παραλλαγή») αλλά και ένα ειδικό φουλάρι , έτσι για να προστεθεί επισημότητα στην όλη παρουσία τους. Μάλιστα φρόντισε να βγει και τη σχετική Φώτο με συνάδελφο συμπατριώτη του, ώστε επιστρέφοντας στην πόλη του να τη δείξει με υπηρηφάνεια στη μητέρα του.
Τα στάγερ τους μετέφεραν πρωί-πρωί στον Πειραιά. Τους συνόδευε ο ίδιος ο υποδιοικητής που από την πρώτη στιγμή τους ξεκαθάρισε ότι «απαιτώ από όλους εσάς άψογον συμπεριφορά, διότι είναι τίτλος τιμής εις την μονάδα μας η συμμετοχή της εις τη τελετήν ταύτην». Και δώστου συνέχεια ελέγχους στον καθένα τους για τα κουμπιά, τη θέση του φουλαριού, το ύψος τοποθέτησης του κράνους και κυρίως τα καλογυαλισμένα άρβυλα.
Δεν ήταν μόνοι τους εκεί. Αυτοί εκπροσωπούσαν το πεζικό, ενώ υπήρχαν ανάλογα αγήματα από το ναυτικό και την αεροπορία.
Οι μαύρες κούρσες των επισήμων άρχισαν να καταφτάνουν. Το «επ’ ώμου και παρουσιάσατε» στην ημερήσια διάταξη. Μάλιστα ο Πρωθυπουργός συνοδευόμενος από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης, πέρασε πεζός από μπροστά τους, κάνοντας τα πόδια του να τρέμουν μήπως και δεν ανταποκρινόταν με πλήρη αυτοματισμό στα παραγγέλματα του υποδιοικητή.
Οι επίσημοι είχαν λάβει ήδη τη θέση τους. Η «τύχη» (;) έφερε τον υποδιοικητή να σταθεί μπροστά του, όταν την είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Πώς αλήθεια θα μπορούσε να μην τη διακρίνει; Ψηλή, λυγερόκορμη, με εκείνο το άφρο μαλλί της (όπως επίτασσε η μόδα της εποχής). Και κυρίως πώς θα μπορούσε να την ξεχάσει όταν τα τελευταία χρόνια των σπουδών του ήταν ζευγάρι αχώριστο; Τι κι αν οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει αναγκαστικά εδώ και πέντε χρόνια; Αυτός σε επαρχιακή πόλη του Βορρά κι αυτή στη γενέθλια γη, τον Πειραιά και στη συνέχεια για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Όμως τα χρόνια αυτά πάντα τη θυμόταν με νοσταλγία, με μία πίκρα στο στόμα και ένα σφίξιμο στην καρδιά, που όσο και να δεν ήθελε να το παραδεχτεί, την είχε σημαδέψει…
Η φωνή της – καθώς φώναζε το όνομα του- ακούστηκε και στα δικά του αυτιά, αλλά δυστυχώς και σε όλο το άγημα. Πέρασε γρήγορα τον δρόμο και χωρίς να λογαριάζει τίποτε και κανέναν, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, ενώ του έβαλε αστραπιαία, ένα χαρτάκι στη στρατιωτική φόρμα.
Έφυγε όπως ήλθε, με τους συναδέλφους να τον κοιτάνε με γουρλωμένα μάτια, ενώ ο ίδιος να έχει ιδρώσει και κοκκινίσει από ντροπή (ή από φόβο;), θέλοντας ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Μόνο ο υποδιοικητής φαινόταν να μην έχει ταραχτεί καθόλου.
«Τι πράγματα είναι αυτά στρατιώτη;» τον ρώτησε με την ψαρωτική του φωνή
«Η ξαδέλφη μου, κύριε υποδιοικητά, που είχε χρόνια να με δει», απάντησε, νιώθοντας πια ότι δεν την γλίτωνε με τίποτε τώρα.
«Και καλά εσείς στο σόι σας φιλιέστε στο στόμα; Αύριο αναφορά τάγματος και εκεί θα δώσεις εξηγήσεις».
Την επόμενη μέρα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
«Δεκαήμερος φυλάκισις διά ανάρμοστον συμπεριφοράν» ήταν η ετυμηγορία της διοίκησης στην αναφορά τάγματος. Το επιχείρημα περί «ξαδέλφης» δυστυχώς δεν έπεισε. Και η αναμενόμενη εορταστική άδεια, πήγε περίπατο κι αυτή.
Τουλάχιστον όμως του έμεινε στην τσέπη του το τηλέφωνό της και η ελπίδα ότι ίσως θα μπορούσε μετά τη θητεία τουλάχιστον, να την ξαναβρεί. Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι «ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Όμως η «τιμωρία» του δεν ήταν τελικά μόνο 10ημερη. Ξαναβρέθηκαν μετά τη θητεία και έγιναν πλέον μόνιμο ζευγάρι και η «τιμωρία» του, ήταν πια ισόβια! Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 9 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.