Ο λογιστής πάτησε τελικά το κουμπί. Μία απλή- συνηθισμένη κίνηση- στον πολυδιαφημισμένο ψηφιακό μας κόσμο. Η αίτηση συνταξιοδότησης, ακολούθησε αυτήν της διακοπής επαγγέλματος. Τελικά η νέα σελίδα στη ζωή του θα γραφόταν ψηφιακά.
Δεν ήταν ώρες απολογισμών. Άλλωστε οι χαρές ήταν λιγότερες από τις λύπες, οι στροφές από τα ξέφωτα, τα άγχη από τις μικρές ήρεμες ώρες. Σαν τον επιβάτη του τρένου που με κολλημένο το πρόσωπο παρακολουθεί τα τοπία, ένιωσε να περνούν σαν αστραπή δεκαετίες που η ζωή του ακολουθούσε υποχρεωτικές, δύσβατες διαδρομές.
Δεν βιάστηκε να πει «τέλος καλό, όλα καλά» γιατί ο συνταξιοδοτικός του βίος που θ’ ακολουθούσε, δεν θα ήταν καθόλου εύκολος. Το πότε θα έπαιρνε την πολυπόθητη σύνταξη και κυρίως το πόσα θα έπαιρνε, του σούβλιζε την καρδιά και το μυαλό, ενώ και η τσέπη του ένιωσε να διαμαρτύρεται.
Κάποια πράγματα , είναι σαν την πρώτη αγάπη. Μένουν, ό,τι κι αν έχει μεσολαβήσει, αξέχαστα και κυρίως ανεξίτηλα αν συνοδεύονται από πόνο. Η μνήμη σε τέτοιες περιπτώσεις δεν εξωραΐζεται, δεν λειαίνονται οι γωνίες της.
Ένας χρόνος είχε περάσει από την πτώση του Χούντας και η χώρα προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της, ενώ η νεολαία το δικό της πολιτικό βηματισμό, πάντα προς τ’ αριστερά τότε. Οι θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις ήταν στο φόρτε τους, ενώ και η αναζήτηση αξιών και ιδανικών πέρα από το γνωστό τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» που για 7 χρόνια τους είχε ψαλιδίσει τη ζωή, εμφανιζόταν ως πρώτιστη ανάγκη. Όμως υπήρχε και η ανάγκη για μικροχαρές στη ζωή, ιδίως τα καλοκαίρια όπως ταβέρνα, θάλασσα και αυτό απαιτούσε να υπάρχει και το σχετικό χαρτζιλίκι.
Το οικογενειακό εισόδημα, μικρό που όσο και να το τέντωνες δεν έφτανε για να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Η λύση για μεροκάματο στα εργοστάσια-διαλογητήρια της περιοχής φάνταζε πλέον μονόδρομος.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Οι συζητήσεις που έκανε τότε μαθητής, πηγαίνοντας στα γραφεία του τοπικού φοιτητικού συλλόγου τον είχαν συνεπάρει. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά το πώς ζούσε το …βιομηχανικό προλεταριάτο και ν’ αποκτήσει την απαραίτητη …ταξική συνείδηση που τόσο θα του ήταν χρήσιμη στα πρώτα του επαναστατικά βήματα. Ήθελε από πρώτο χέρι να γνωρίσει τις λέξεις που με πάθος εκστόμιζε για την μπουρζουαζία, για την εκμετάλλευση, για την ταξική πάλη. Γιατί άλλο να διαβάζει γι’αυτά από το πλήθος μαρξιστικών βιβλίων που κυκλοφορούσαν τότε -που τα διάβαζε άπληστα και ας μην καταλάβαινε τα περισσότερα- και άλλο να τα ζει.
Οι δύο πρώτες μέρες κύλησαν δύσκολα. Δεν ήταν τόσο οι υψηλές θερμοκρασίες που υπήρχαν, τα τελάρα που κουβαλούσε αδιάκοπα με τα χέρια ή τα ειδικά καρότσια που υπήρχαν, όσο η μονοτονία, το αυστηρό ωράριο, αλλά και το άγρυπνο μάτι των επιστατών.
Στις 5 το πρωινό ξύπνημα ,για να΄ναι στις 6 στο εργοστάσιο πηγαίνοντας με τα πόδια. Στις 11 το μισάωρο διάλειμμα και στη συνέχεια στις 2.30 το σχόλασμα. Ωράριο με θρησκευτική ευλάβεια τηρημένο και με μπόλικο ιδρώτα ποτισμένο.
Όμως ανάμεσα σε όλα αυτά, υπήρχε και χαρά καθώς γνώριζε έναν καινούριο κόσμο. Τις μεσήλικες που δούλευαν ακατάπαυστα στη διαλογή, τα δυνατά χαμόγελα, τα σόκιν ανέκδοτα στο διάλειμμα, αλλά και κάπου-κάπου το τραγούδι.
Από την τρίτη όμως μέρα πήρε τον αέρα της δουλειάς, αισθανόταν πλέον βετεράνος, ενώ στο διάλειμμα έβρισκε την ευκαιρία να συνομιλεί και με φοιτητές που από τα γύρω χωριά έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους για το δύσκολο φοιτητικό χειμώνα που τους περίμενε. Από αυτούς έμαθε και ειδικότερα εργασιακά ζητήματα όπως το ύψος του μεροκάματου, τον νόμιμο ωράριο κ.α που με τη σειρά του τα μετέφερε στους συνομήλικους τους που άνοιγαν το στόμα τους, με θαυμασμό για τις γνώσεις του.
Όμως όλοι οι εργαζόμενοι δεν ήταν το ίδιο. Δεν ήταν άγιοι, αλλά άνθρωποι που στο μεδούλι τους είχαν εμποτιστεί οι «αξίες» του συστήματος, ο ατομισμός, η λούφα σε βάρος των άλλων, αλλά και ο χαφιεδισμός σε μία κοινωνία που τα προηγούμενα 7 χρόνια είχε μετεξελιχτεί η ιδιότητα αυτή σε …κυρίαρχο σπορ. Αυτή την αλήθεια θα την πρωτομάθαινε εκεί και θα τη βίωνε με πικρό τρόπο και στην υπόλοιπη οικονομικά ενεργή ζωή του.
Και εκείνα τ’ απογεύματα της σχόλης που ακολουθούσαν, να συνοδεύονται με τις συζητήσεις στον τοπικό φοιτητικό σύλλογο και το δικό του καμάρι, μόνιμη επωδό στις αντιπαραθέσεις απέναντι σε μεγαλύτερους φοιτητές: «Μη μιλάς εσύ, πάνε και σε κανένα εργοστάσιο όπως εγώ και μετά μιλάς για οπορτουνισμό».
Οι μέρες περνούσαν, οι συζητήσεις στο εργοστάσιο συνεχιζόταν, η δουλειά του φαινόταν πια παιχνίδι και οι γυναίκες (και κάποιες κόρες τους…) τον κοιτούσαν πια με διαφορετικό μάτι (ή έτσι του φαινόταν;). Όπως είχε μάθει το Σάββατο θα πληρωνόταν το πρώτο του δεκαπενθήμερο. Όλο προσμονή στο τέλος της βάρδιας κατευθύνθηκε στο λογιστήριο. Η λογίστρια διάβασε το όνομα του και του έδωσε σε φάκελο τα χρήματα. Στην ερώτηση του δε, αν του κολλάνε και ένσημα αυτή περιορίστηκε σε ένα χαμόγελο όλο νόημα. Απομακρύνθηκε και άνοιξε με αγωνία τον φάκελο. Όσο και αν μετρούσε τα χρήματα αυτά δεν φαίνονταν ν’ αυγατίζουν. Ήταν λιγότερα απ’ όσα περίμενε, από αυτά που οι μεγαλύτεροι τον είχαν ενημερώσει ότι προβλέπονται.
Αγανάκτησε, αισθάνθηκε το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι του. Συγκράτησε τον αθυρόστομο χαρακτήρα του, που στο μέλλον πολλά από όσα τράβηξε θα του χρωστούσε. Πρόλαβε τους άλλους νέους στο δρόμο της επιστροφής. Κουβέντιασε το ζήτημα μεταξύ τους. Και αυτοί αγανακτισμένοι, αλλά και γεμάτοι απορία για το τι έπρεπε να κάνουν. Προσπάθησε να τους πείσει ν’ αντιδράσουν. Μάλιστα ξαναγύρισε πίσω ζητώντας και τα ρέστα από την λογίστρια, αλλά τίποτε.
«Αυτά μου είπε να σας δώσω το αφεντικό, αυτά σας έδωσα. Ούτε δραχμή παραπάνω»
Το Σαββατόβραδο δεν ήταν όπως το είχε σχεδιάσει. Οι μεγαλύτεροι, «μπαρουτοκαπνισμένοι» στα λόγια τουλάχιστον, στον τοπικό φοιτητικό σύλλογο, τον συμβούλεψαν να οργανώσει απεργία και αυτοί θα βοηθούσαν απ’ έξω. Αλλά τι απεργία όταν τα σωματεία που υπήρχαν κουβαλούσαν ακόμη τα βασικά αστέρια της χούντας στις διοικητικές τους θέσεις; Και κυρίως με ποια στήριξη από μέσα; Με ανθρώπους που φοβόταν τον ίσκιο τους;
Τη Δευτέρα που ξαναπήγε η καρδιά του ήταν σφιγμένη, ενώ στο μυαλό του στριφογύριζαν πολλές και μπερδεμένες ιδέες για το τι ακριβώς πρέπει να κάνει για να διεκδικήσει το δίκιο του.
Τον έβγαλε όμως γρήγορα από τις σκέψεις του ο επιστάτης. Εκείνος ο ασχημομούρης που όλο φλέρταρε τις γυναίκες, που έβριζε χυδαία σε κάθε λάθος, που έβαζε τις φωνές- σαν φρούραρχος σε γαλέρα- για να μην καθυστερούν. Τον πλησίασε και τον ενημέρωσε ότι τον θέλει το αφεντικό. «Μαύρα φίδια τον έζωσαν». Άλλωστε το στραβό, ειρωνικό του χαμόγελο ήταν αποκαλυπτικό του τι θα επακολουθούσε.
Το αφεντικό δεν μάσησε τα λόγια του:
«Κοίταξε μικρέ. Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το εργοστάσιο. Ξέρω τον πατέρα σου είναι νοικοκύρης και ήσυχος άνθρωπος. Εδώ επαναστάτες δεν θέλουμε. Μπορείς να φύγεις από τώρα και να μην ξαναγυρίσεις αφού δεν σου αρέσει όπως έμαθα το μεροκάματο που παίρνεις»
Δεν του απάντησε- αν και τα επόμενα χρόνια μετάνιωσε γι’ αυτό- επέστρεψε στο πόστο του, πήρε τα πράγματα του και έφυγε. Όσο δε για όσους τόλμησαν να τον ρωτήσουν απάντησε ξερά: « Με απέλυσε ο π…ης».
Το μεσημέρι ο πατέρας του- χαμογελώντας ίσως και από περηφάνια- του είπε: «Γιε μου, πήρες μία μικρή γεύση τι σημαίνει ζωή. Απλά στο μέλλον να προσέχεις σε ποιον ανοίγεσαι. Πολλούς ρουφιάνους έχει η κοινωνία μας.»
Το απόγευμα της Δευτέρας πάντως για όσους τον ρώτησαν πώς πάει με τη δουλειά απαντούσε περήφανα: «Απολύθηκα, για συνδικαλιστικούς λόγους!» Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 9 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.