Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης //
Μια φρικιαστική επίθεση εναντίον μετανάστη πραγματοποιήθηκε στο νησί της Ρόδου στις 9 Φεβρουαρίου «(….) ομάδα τριών ατόμων εμφανίστηκε στο σπίτι του Χεζίρ Χαγιάτ, ετών 31, στον Έμπωνα Ρόδου. Του χτύπησαν τη πόρτα και ένας τον ρώτησε: ‘’Έχουμε δουλειά για μία ώρα και θα πάρεις 20 ευρώ. Έρχεσαι;’’. Εκείνος του απάντησε θετικά.
Όταν μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο του έριξαν σπρέι και έχασε τις αισθήσεις του. Ξύπνησε μετά από δύο ώρες ημιαναίσθητος έξω από την εκκλησία του χωριού και με πόνους ενώ από τον πρωκτό του έβγαινε αίμα. Στο νοσοκομείο του έγινε επέμβαση όπου αφαιρέθηκαν γυαλιά από σπασμένο ποτήρι. Νοσηλεύτηκε μέχρι τις 17 Φλεβάρη και θα χρειαστεί μακρόχρονη θεραπεία
Επίθεση με λοστό δέχτηκε την Κυριακή Πακιστανός μετανάστης στα Καλύβια. Σύμφωνα με καταγγελία, την Κυριακή στις 1.40 το μεσημέρι ο Ναβίτ Ασράφ δέχτηκε ρατσιστική επίθεση την ώρα που έφευγε από τη δουλειά του και πήγαινε με ποδήλατο στο σπίτι του στο Λαγονήσι. Ενα αυτοκίνητο στο 41ο χλμ. της λεωφόρου Καλυβίων του έκοψε το δρόμο. Ο οδηγός, τον έβρισε μέσα από το αυτοκίνητο και κατέβηκε με επιθετικές διαθέσεις. Αφού έβγαλε σιδερολοστό και πιάνοντας με το ένα χέρι τον Ναβίτ άρχισε να τον χτυπά στο κεφάλι και το σώμα. Ο μετανάστης έπεσε κάτω αιμόφυρτος. Αργότερα μεταφέρθηκε στο Ασκληπιείο Βούλας όπου νοσηλεύεται φρουρούμενος, όμως, από αστυνομικούς. Το τελευταίο γίνεται με το πρόσχημα της λήξης των εγγράφων του…
(Δύο ειδήσεις των τελευταίων ημερών)
Η μακρά εμπειρία μας της ξενιτιάς και της μετανάστευσης δεν απέτρεψε απέτρεψε την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία, τις βάρβαρες επιθέσεις ενάντια στους μετανάστες. Το δηλητήριο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, δυστυχώς, διαπερνά το κοινωνικό σώμα. Αυτό το δηλητήριο είναι απαραίτητο για τη διατήρηση του εκμεταλλευτικού συστήματος, σε μια φάση που περνά μεγάλα ζόρια. Με άμεσους και έμμεσους τρόπους συντηρείται και διαχέεται στην ελληνική κοινωνία.
Ακόμα και κάποιοι ποιητές φοβήθηκαν τους μετανάστες.
Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Τα ποδήλατα
Τα μπαλκόνια
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις μηχανές
Τους πανηγυρισμούς
Τις βραδινές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Μη χτυπήσει ξαφνικά η πόρτα
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Τις γυναίκες με τους σκύλους
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Τους λιμενικούς
Τους συνοριοφύλακες
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Τις αλυσίδες
Τις σιδηρογροθιές
Και τα σπασμένα μπουκάλια
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι
…
Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές
(Ποίημα αγνώστου που γράφτηκε αμέσως μετά τις γνωστές δηλώσεις της ποιήτριας Κικής Δημουλά για τους μετανάστες)
Κάποιοι ποιητές φοβήθηκαν, η ποίηση όμως, όπως και οι άλλες τέχνες, αγκάλιασε τους μετανάστες, έδωσε φωνή στη σκέψη, στις τύψεις, στην αγανάκτησή μας. Για αυτό και εμείς σήμερα θα οικειοποιηθούμε τη γλώσσα της ποίησης για να περιγράψουμε τη ζωή και τα πάθη των μεταναστών.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΝΕΒΑ
Της το είχαν πει, είχαν προειδοποιήσει:
να μην παλέψει. Δικαιώματα και τέτοια
ο ξένος να ζητάει, να διεκδικήσει;
Αδιανόητο! Τ’ αφεντικών τα κέφια
να υπηρετούν, να δέχονται τα πάντα
– περικοπές μισθών και πενταροδεκάρες.
Η Κούνεβα (εκεί γύρω στα σαράντα)
ήταν που αρνήθηκε εκφοβισμούς, κατάρες.
Μ’ αξιοπρέπεια πάλευε, ζητούσε
με πείσμα πάντα, να ‘χει τη μισθοδοσία.
Αγκάθι είχε γίνει, που ενοχλούσε
– κόντρα στην κόντρα – πλέον την εργοδοσία.
Οι άντρες εμφανίστηκαν το βράδυ
για κάτι που ‘χανε καιρό προαναγγείλει:
θ’ αφήναν ανεξίτηλο σημάδι
στην Κωνσταντίνα – κάθε δράση ν’ αναστείλει.
Στο πρόσωπό της χύνουν βιτριόλι,
μάτια και χείλη και λαιμό να εξαφανίσει.
Κείνοι γελούν, γεμάτοι μίσος όλοι
που δεν τους φτάνει κι ας τους έχει διαποτίσει.
«…Το στόμα σου άνοιξέ το, ρούφα τώρα,
σταγόνα μην αφήσεις! – Όλο, να σε κάψει…
Έτσι γαμάει (πουτάνα) αυτή η χώρα.
Θέλεις δεν θέλεις, πλέον η δράση σου θα πάψει…»
3/2/2009
Σοφία Κολοτούρου
Στην ξενιτιά της γλώσσας
Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά
και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε
φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.
Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
καν δεν τη διακρίνουν
Γι αυτό κι ελευθερώνει ερμητικό τον ήχο της.
Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί
της γλώσσας και του δέρματος
δεσμεύουν τη φωνή τους
αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.
Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων
παίρνεις να γράφεις σιωπηρά,
δίχως χαρτί ή μολύβι,
λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,
έχει ραγίσει ο ρυθμός,
κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ το αγενεολόγητο: «Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»
σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.
Ιθαγενής του κενού,
μετράς, διπλή- τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ ους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι.
Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτα που τον ζητάς
μόνον για να τον χάσεις.
Παντελής Μπουκάλας
«Εμείς δεν μεταναστέψαμε σαν τα πουλιά/ σε σχηματισμό «V»…/ Στα σύνορα/ η τελευταία γουλιά δακρύων/ δάγκωσε τις λέξεις/ και με το όνομα της μάνας/ βρέξαμε τα στεγνά μας χείλη»
(Λουάν Τζούλι, Αλβανός ποιητής, Μετανάστευση).
Το λάθος
Τα ρούχα της δουλειάς
σε χάρτινη σακούλα, φίρμα,
με το σκοινάκι της,
να μοιάζει δώρο αγάπης ακριβής.
« Ά, ένας από μας…»
άκουγε μέσα του την ξένη σκέψη.
Ένιωθε ίδιος όσο την κρατούσε,
στη στάση του λεωφορείου,
ασφαλισμένος, έγκυρος,
όπως ο γέροντας
που κάρφωνε στα δόντια του το σπίρτο
βγαίνοντας Κυριακή στο καφενείο του χωριού
να δείξει ένα γεύμα πλούσιο
που καν δεν το ’χε ονειρευτεί.
Έπιανε θέση μονάχα αν ήταν άδειες οι μισές.
Απόθετε στα πόδια τη σακούλα, απαλά,
πρόχειρο αναλόγιο,
και πάνω της ένα βιβλίο.
Το ίδιο πάντοτε, ελληνικό,
με το εισιτήριο σελιδοδείκτη.
Το ‘χε ζητήσει από το αφεντικό του,
κι εκείνος του έδωσε το Λάθος.
Σπάνια γύριζε σελίδα.
Θάλασσα οι λέξεις,
κι αυτός, πέτρα βουνού,
δεν ήξερε από αρμυρά ταξίδια
βυθιζόταν.
Ένα μονάχα ήξερε:
Το εισιτήριό του, το κανονικό,
το σίγουρο,
αυτό που απέτρεπε τους ελεγκτές
και ημέρωνε το βλέμμα το καχύποπτο
ήταν το βιβλίο.
Δε διάβαζε.
Ούτε της γλώσσας του τα γράμματα
δεν ήξερε να βάλει σε μια τάξη.
Όσα χαρτιά κι όσες σφραγίδες
κι αν έσερνε στην τσέπη του ο φόβος
Το διαβατήριό του για τον κόσμο των ομοίων
ήτανε το βιβλίο με τις ελληνικές σελίδες.
«Α, ένας από μας…»
Κι έτυχε σε ελεγκτή φιλαναγνώστη και καν τον τίτλο
δεν μπορούσε να του πει
ο αλαργινός
σπουργίτι τρομαγμένο και πολέμαγε
μέσα στο σώμα του να φύγει να κρυφτεί.
Και πλήρωσε το Λάθος.
«Χα, ένας από μας…»
βρόντηξε ο χλευασμός και τον κεραύνωσε.
Έκτοτε μετράει την έρημο πεζοπορώντας.
Όπως κι όταν δρασκέλιζε τα σύνορα.
Παντελής Μπουκάλας
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
(Απόσπασμα από το ποίημα του Μπ. Μπρεχτ «Μετανάστες»)
ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ «ΞΕΝΟ»!
Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
και σ’ άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια…
μη με φωνάζεις «ξένο»
το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;
Επειδή σ’ άλλους δρόμους βρέθηκα
και σ άλλο λαό γεννήθηκα
και άλλες θάλασσες γνώρισα
και απ’ αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο
η ίδια εξάντληση
στην πλάτη μας βαραίνει,
αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό
μέσ’ απ’ του χρόνου τα σκοτάδια
από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί
κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει
όσοι διχάζουν
και σκοτώνουν το φτωχό,
αυτοί που κλέβουν
και μοιράζουν ψέματα,
αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς
και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας
όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη
τη σκληρή: «ξένος».
λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη
που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»
αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ’ το μίσος
ας φθάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι «ξένος»!
Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι
Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο…
(Ποίημα από παιδί από την Αφρική και προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006).
Στην κοιλάδα με τους ροδώνες
Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας
Ένα απόγευμα ο γιος του Ρουμάνου
έχασε το κοτοπουλάκι του.
Χτύπησε όλες τις πόρτες.
Τα μεγάλα του μάτια,
καθώς το αναζητούσανε μάταια,
μου φάνηκαν χοάνες
που από μέσα τους
μπορούσε ο καθένας
να διακηρύξει
τ’ ανθρώπινα δικαιώματα.
Πόσο μ’ αρέσει
ν’ ακούω τους ανθρώπους
ν’ ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα…
Κι ένα βράδυ,
ενώ κοίταζα τα τοξωτά μπαλκόνια
του μαιευτηρίου της «Έλενας»,
άκουσα ήχο πιάνου.
Κάποιος απ’ τους Ρουμάνους
έπαιζε από συνήθεια το ίδιο κομμάτι
και μεταμόρφωνε, πάλι, τους δήμιους
της Αμερικάνικης πρεσβείας,
τους μεταμόρφωνε, πάλι, σε χάδι.
Πόσο μ’ αρέσει
ν’ ακούω τους ανθρώπους
ν’ ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα…
Ένα μεσημέρι, σκυφτή κι ανώνυμη,
μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους
μιας πολυκατοικίας,
τους άκουσα να μιλάνε ρουμάνικα.
Καθώς ανέβαινα με το ασανσέρ…
…να μιλάνε ρουμάνικα.
Και τότε τραγούδησα:
«Πόσο μ’ αρέσει
ν’ ακούω τους ανθρώπους
ν’ ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα…»
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας,
πιθανότητες ευτυχίας,
στην περιοχή της Αμερικάνικης πρεσβείας…
Λένα Πλάτωνος
Φαρμακονήσι
Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
η θάλασσα πιο παγωμένη
κι απ’ τα χώματα της πατρίδας,
πνίγομαι, μητέρα
με πνίγουν
κι αν δεν με πνίξουν
θα έχουνε έτοιμη τη σφαίρα
για να την καρφώσουν στο κρανίο μου
αλλά τα όνειρα δεν πεθαίνουν, μητέρα
ούτε με σφαίρες
ούτε με διατάγματα
ο χρόνος τους τελειώνει
αυτοί κρυώνουν περισσότερο από εμάς
και παρηγοριά, προστασία ζητάνε
μέσα στα πολυτελή σαλόνια τους.
Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
οι καρδιές τους πιο παγωμένες
κι απ’ τα χώματα της πατρίδας,
πνίγομαι, μητέρα
με πνίγουν
κι όταν με πνίξουν
έτοιμη θα έχουνε τη δικαιολογία
για να βεβηλώσουν τη μνήμη μου
ο χορτάτος υπουργός
ο ραφινάτος επιχειρηματίας
ο λογοτέχνης με τις υπόγειες διασυνδέσεις
οι προαιώνιοι εχθροί μας
με το μεγάλο στόμα
και το ελάχιστο μυαλό
που για αίμα διψούν και για χρήμα
ελπίζοντας πως θα τη βγάλουν καθαρή
και φέτος.
Πολύ κρύο, μητέρα
όμως, τα δάκρυα σου
ζεστή κρατούν την ελπίδα
ξεπλένουν τους φόβους μας
να θυμώνεις, μητέρα
να κλαις, ακούς;
έτσι κάνουν οι άνθρωποι, ακούς;
έτσι κι αλλιώς, δεν θ’ αργήσει εκείνη η μέρα
όπου κι εμείς, με τα δικά μας πλοία
σαν κάποιο παγωμένο Οκτώβρη χρόνια πριν
τα κανόνια θα πάρουμε απ’ την καρδιά μας
για να τα στρέψουμε στις τσέπες τους.
Εκεί να δεις δάκρυα, μητέρα…
24/1/2013
Ειρηναίος Μαράκης
H μετανάστευσή δεν αφορά μόνο τους άλλους. Είμαστε πλέον τόπος υποδοχής μεταναστών αλλά και εξαγωγής. Ευτυχώς όχι ακόμη με τις συνθήκες των ταλαιπωρημένων μεταναστών που καθημερινά φτάνουν στα σύνορα της χώρας.
Μετανάστης ήταν ο πατέρας και ο παππούς μας, μετανάστης και το παιδί μας σήμερα. Την πίκρα της μετανάστευσης ο Έλληνας την έκανε τραγούδι, με τη φωνή του Καζαντζίδη και του Λάκη Χαλκιά. «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Στο σταθμό του Μονάχου» … «H μπαλάντα του μετανάστη»…
https://www.youtube.com/watch?v=51AeIGWLQNA
Ίδιος ο προορισμός και σήμερα, για τα παιδιά μας. Ελευσίνα – Βερολίνο σε στίχους Ανθής Μητροπέτρου (τραγούδι Ειρήνη Τουμπάκη).
Ελευσίνα – Βερολίνο
Στην Ελευσίνα λιώνω σαν κερί.
Τρώει καράβια η σκουριά
και τα σαπίζει.
Σαν καμινέτο καίγεται η ψυχή.
ο ήλιος πέφτει αργά
μια βάρκα στ’ ανοιχτά
ματώνει την καρδιά.
Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
να μπει ο αέρας στα κρυφά
να με δροσίσει
Σ’ ένα δωμάτιο κρύο σκοτεινό
τα έπιπλα βαριά
η νύχτα στα σκαλιά
με βλέπει και γελά
Τα σύνορα ανοίγω
κι απ’ την Ελευσίνα
ως τα Βερολίνα
νυχτώνω κι εγώ.
Νυχτώνουν κι οι πόλεις
νυχτώνουν κι οι δρόμοι
για μένα δεν έχει
δεν εχει συγγνώμη
Στο Βερολίνο τώρα τριγυρνώ
τον έξω κόσμο για να δω
αν μου ανήκει
Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
στα έρημα στενά
και στα θολά νερά
με τρώει η ξενιτιά.
Τα σύνορα ανοίγω
κι απ’ την Ελευσίνα
ως τα Βερολίνα
νυχτώνω κι εγώ.
Νυχτώνουν κι οι πόλεις
νυχτώνουν κι οι δρόμοι
για μένα δεν έχει
δεν εχει συγγνώμη
Περνά ο καιρός και ψάχνω για δουλειά
άδειο ταμείο τα δεσμά μου
πως να σπάσω
Βάζω στους ώμους μου λευκά φτερά
τραβάω τα σχοινιά
και λύνω τη θηλιά.
Ανθή Μητροπέτρου
(Τα εικαστικά είναι της Εύας Μελά)