Γράφει η Ζωή Δικταίου //
Μικρές ιστορίες γυναικών -2
Η Χαρούλα γοητευμένη πάντα από γιασεμιά, φεγγάρια, βλέμματα, δακρυσμένα μάτια, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, ξεχασμένους δρόμους, ξέφτια από δαντέλες του παλιού καιρού –αναπνέει, μιλάει, κι ονειρεύεται ακουμπώντας στο παρελθόν, αλλά όπως λέει «η λέξη που με ορίζει είναι το “Αύριο”», πιστεύοντας πάντα στην αγάπη.
Τελευταία ανεμολάμνει στην πόλη του έρωτα και του φωτός, στέλνοντας σήμα, όπως πάντα και στο «Ατέχνως» με το οποίο έχει εκλεκτική συγγένεια «από καταβολής κόσμου»
Κοντεύει μήνας από τότε που μας μίλησε για τις Doris, Seraphine, Chaya, Zoe, Lou, Καλλιστώ, Ninette και Yolande -8 γυναίκες, που με τις «μικρές» τους ιστορίες μας πήγαν από τον κόσμο του ονείρου στη συνήθως πεζή καθημερινότητα «τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της \ τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της \ μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας, μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —Γιάννης Ρίτσος \ σονάτα σεληνόφωτος).
Γυναίκες, με βλεφάρισμα της αιωνιότητας σε κάτι κοριτσίστικες φούστες τους, με προσωπικούς δήμιους, που είχαν (και δεν είχαν) προλάβει να ζήσουν την άκρα αρετή του έρωτα, με σκοροφαγωμένες γραμμές σε κιτρινισμένα σημειωματάρια, που άνοιγαν μια χαραμάδα στις ραγισμένες στιγμές το θλυλικό «Milord», του Ζωρζ Μουστακί, την ικανότητα -πυρπολώντας τον θάνατο. Στην ακατανίκητη επιθυμία να αφεθεί, να αγαπηθεί ξανά, στη μέθη του έρωτα, με βλέμμα τόσο θολό που ούτε τα νερά μπορούσε να ξεχωρίσει, τις στρώσεις του κόκκινο κραγιόν, αλλά και στιγμές φορτωμένες αγκυλωτούς σταυρούς, απελπισία, πείνα, φόβο.
Σήμερα, μέσα από τη 2η λογοτεχνική \ ποιητική ανθρώπινη οκτάβα της, Zazie-Elodi-Charlotte-Bea-Enora-Lauren-Orane-Sidoine, η Χαρούλα μας ταξιδεύει σε πορείες παράλληλες σε κανάλια του Σηκουάνα, πάρκα, την Όπερα, τα Ηλύσια Πεδία, την Αψίδα του Θριάμβου, το …Burberry Weekend την Πλατεία Τροκαντερό στο Παρίσι που είχε γίνει κάτι άλλο από αυτό που γνώριζαν με τζιν και πέδιλα, στο Montparnasse, και στο Λούβρο ή στους κήπους του Λουξεμβούργου, γυναίκες μελαγχολικές και εξόριστες της αγάπης τα σκοτεινά χρόνια της Πόλης του Φωτός -14 Ιουνίου του 1940 ήταν που βρέθηκε αιχμάλωτη, κοριτσάκι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους αιχμαλώτους… – την προηγούμενη μόλις μέρα είχε ανοίξει το σπίτι της σε τέσσερις πρόσφυγες, δύο από την Ουκρανία, φίλες της εγγονής της, και δύο οι φίλοι τους, από τη Ρωσία, όλοι συμφοιτητές στη Σορβόνη, αυτό ήταν μια επαρκής πράξη συνείδησης –αναζητώντας όλες αυτές οι γυναίκες. λίγη γαλήνη από αυτή που η ζωή τους αρνήθηκε, στην πανπερμία της σημερινής γαλλικής –και όχι μόνο μεγαλούπολης της αποξένωσης των ανθρώπων και των κοινωνικών \ ταξικών αντιθέσεων.
Zazie
Ορφανή, στη βρεφική ηλικία από μάννα,
ακατάλληλη την είχαν κρίνει οι αρχές, εκείνη
την ανήλικη που την είχε φέρει μια νύχτα στον κόσμο,
στο σταθμό των τραίνων, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι.
Μεγάλωσε στο ίδρυμα, ορφανή από κάθε φιλοδοξία,
εκείνο το «αγνώστου πατρός» βάραινε στους αδύναμους ώμους,
περισσότερο από την απουσία της μάνας της, που τη νόμιζε νεκρή,
έτσι είχαν πει, το ίδιο και στις δυο, «πέθανε στη γέννα…»
γενικά και αόριστα,
πόσο βολεύει καμιά φορά τις αρχές ο θάνατος…
Ορφανή είχε παραμείνει και αργότερα στο σχολείο, από αληθινούς φίλους,
ορφανή, στην εφηβεία από όνειρα, και στη νιότη
ορφανή είχε φτάσει, από αγάπη, από συμπόνεση, από καλοσύνη.
Ορφανή από λούσα, ανέσεις, μα περήφανη με το τριμμένο της φόρεμα,
«γεννήθηκα ενηλικιωμένη», έλεγε στον εαυτό της,
«ορφάνια και ενηλικίωση» όψεις του ίδιου νομίσματος.
Έβγαλε το τελευταίο κέρμα από την τσέπη της,
το έφερε και το κοίταξε ψηλά στο φως,
πίσω του παρατήρησε την κορυφή του πύργου του Άιφελ,
μα το βλέμμα στάθηκε πιο μπροστά,
στις κοντινές λεπτοδουλεμένες προσόψεις των κτιρίων,
με τη σκέψη πως το νερό μπορούσε να χαϊδεύει τα θεμέλια τους,
να τινάζεται στις παράπλευρες σκάλες, να βρέχει τις βάρκες,
το νερό, ένας ήσυχος γαλαζοπράσινος παφλασμός
είχε τη δύναμη να ενώνει τη μουσική που έφτανε από τις όχθες,
με τις σκέψεις της, τη ζωή και το θάνατο.
Ήταν όμορφη η Zazie, «όπως η Anne, η μητέρα σου»,
μια μαγείρισσα της το είχε εξομολογηθεί, κοριτσάκι ακόμη,
λίγο πριν το σκάσει από το ορφανοτροφείο,
μα δεν γνώριζε τίποτα άλλο κι ούτε που έμαθε ποτέ,
δεν είχε κανένα στοιχείο, ένα γράμμα μόνο,
ένα κιτρινισμένο φύλλο χαρτί που με δυσκολία κατάφερνε να διαβάσει,
«Anne, αγαπημένη μου, στο τελευταίο μας φιλί, στη Μονμάρτη,
ήμουν βέβαιος πια, τα πυρόξανθα μαλλιά, το λευκό λεπτό σου δέρμα,
το αλαβάστρινο σώμα, το πείσμα και η περηφάνεια σου,
είναι η συνταγή της συμφοράς…» ,
κάποιες λίγες λέξεις παρακάτω είχαν ξεθωριάσει,
ίσως να ήταν ένα όνομα, ή μια διεύθυνση,
αυτές οι αδιάβαστες λέξεις, θα συντηρούσαν
για πάντα, εκείνο το «αγνώστου πατρός…» για μια αδιόρθωτη ζωή.
Ξαναδιαβάζοντάς το, δεν μετάνιωνε καθόλου
που και η ίδια δεν ακολούθησε τον τελευταίο της έρωτα,
ήταν που την τρόμαζε η αριστοκρατική καταγωγή του,
η υψηλή μόρφωση, ο πλούτος,
θυμόταν μια κουβέντα, δεν ήταν σίγουρη για το πού την είχε ακούσει
ήταν όμως βέβαιη για την αλήθειά της,
«οι πλούσιοι μουσκεύουν το ψωμί τους στο αίμα, οι φτωχοί στο κρασί».
Μια ξαφνική ριπή ανέμου, παρέσυρε μακριά πρώτα το καπέλο
και μετά το γράμμα μέσα από τα χέρια της.
Ξανακοίταξε το παλιό κέρμα,
μια τελευταία φορά πριν το αφήσει να χαθεί στο νερό,
έφερε το χέρι στα χείλη, μετά χάιδεψε απαλά την κοιλιά της,
της άρεσε το σκίρτημα της καινούργιας ζωής,
βρήκε τη δύναμη να τραγουδήσει…
« Je ne sais, ne sais, ne sais pas pourquoi on s’ aime comme ça,
la Seine et moi
je ne sais, ne sais, ne sais pas pourquoi on s’ aime comme ça
la Seine et moi».
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Σηκουάνας, Ιούνιος 2022
Elodi
Σκέτος, είχε απολαύσει την πρώτη γουλιά,
ένας καφές μπορεί να ύψωνε σημαία στη θύμηση,
μα χωρίς νοσταλγία πια.
Με το άρωμα του καφέ να διαχέεται στην ατμόσφαιρα
και το βουητό της λεωφόρου να φτάνει από παντού,
ήταν σίγουρη πως η μέρα της ξεκινούσε αλλιώς, όσο,
περιμένοντας ένα κρουασάν βουτύρου με κρέμα ζαχαροπλαστικής,
πότε έριχνε ματιές στις πολύχρωμες μαρκίζες των καταστημάτων
και πότε άφηνε να καλπάζουν οι σκηνές του δρόμου αδιάφορα.
Σε μια προσπάθεια να ελαττώσει την αμηχανία
που την είχε κυριεύσει ξαφνικά,
έφερε και σταύρωσε τα χέρια πάνω στα γόνατα,
κάτω από το στρογγυλό τραπεζάκι
πασκίζοντας να αποδιώξει παλιές μέρες λειψές, και διψασμένες.
Ήθελε, δεν ήθελε, άνοιγε ξανά το κρυφό σημειωματάριο της ζωής της,
κάποιο κακογραμμένο κεφάλαιο ήταν αυτό που κατάφερνε
να αναδύεται απρόσκλητο, με την απαίτηση να ξαναδιαβαστεί
η ίδια σελίδα, ανάγνωση μιας άλλης γνώσης,
αυτή που καταφέρνοντας να την βασανίζει,
είχε γίνει ο συνοδός εφιάλτης της.
Φτάνει να άκουγε ένα όνομα,
ή να μύριζε ένα συγκεκριμένο άρωμα,
η οσφρητική μνήμη τόσα χρόνια μετά, κι όμως,
μπορούσε να ξεχωρίσει σαν απειλή το «Burberry Weekend»,
το ήξερε καλά, το μύριζε χρόνια στο λαιμό του συντρόφου της,
στο πουκάμισο, στη γραβάτα, στα χέρια του,
ακόμα και ο χαρτοφύλακας του ήταν ποτισμένος μ’ αυτό,
κι ας το αρνιόταν κάθε φορά, όταν επέστρεφε κουρασμένος
από υπερωρίες, ημερίδες, και έκτακτες συσκέψεις,
που όλως περιέργως έπεφταν πάντα Σαββατοκύριακο.
Εκείνη δεν την είχε δει ποτέ από κοντά,
μόνο σε παλιές φωτογραφίες, δικές του,
την είχε ακούσει όμως στο τηλέφωνο,
είχε προλάβει να καταχωρήσει τη χροιά της φωνής της,
στη μνήμη της, ένα άτονο διαρκές ψέλλισμα με σύντομες ανάσες,
χωρίς παύσεις,
και οι λέξεις της, είχαν ακουστεί σαρκαστικές,
σε μια άλλη γλώσσα, μα το καταλάβαινε,
και βιαζόταν τόσο,
να ειπωθούν γρήγορα τα χειρότερα, τα εύκολα,
να σπείρει το κακό,
εκείνη, η ερωμένη του με τα κιτρινισμένα απ’ το χρόνο θέλγητρα,
είχε σίγουρα αγνοήσει
τη μεγαλοθυμία αφιέρωσης, της Elodi,
«Ο χρόνος καμιά φορά,
βάζει τις λάθος φωτογραφίες στις κορνίζες της θύμησης», είπε αόριστα,
και τα μάγουλα της, δυο κόκκινα μήλα στον πρωινό ήλιο του Παρισιού
βάφτηκαν ακόμη πιο κόκκινα από την ένταση.
Ένιωσε τα ρουθούνια της να διαστέλλονται,
πήρε βαθιά αναπνοή, βεβαιώθηκε, το «Burberry Weekend»,
έκανε κατάληψη στο μυαλό της,
το ήξερε, παραπάνω από είκοσι χρόνια,
εκείνος, σε πρόσκαιρες αποδράσεις ηδονής,
είχε καταποντίσει τη ζωή της στην άβυσσο,
τότε, και τώρα, ο ίδιος άνθρωπος, πάντα πρόθυμος για μιαν άλλη,
πάντα ανοικτός στην προδοσία,
με θεμέλια και ρίζες σε δυο ζωές, να τρίζουν παράλληλα,
μια φανερή, Δευτέρα με Παρασκευή,
και μια κρυφή, το Σαββατοκύριακο, χωρίς τύψεις, ή ενοχές,
ούτε φόβο, ούτε τρόμο συνείδησης, ποτέ.
Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη, ήπιε μια γουλιά,
το φως που έπεφτε λοξά φώτιζε το όμορφο πρόσωπο της κόρης της,
τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, το πιατάκι από λευκή πορσελάνη
με ανάγλυφα μωβ λουλούδια σμάλτου, γλίστρησε,
έπεσε κάνοντας θόρυβο, μα δεν έσπασε.
Ζητώντας συγγνώμη, εξάντλησε σε ένα χαμόγελο,
όλη την ευγένεια που απαιτούσε η περίσταση.
«Ήμουν πάντα προδομένη και μόνη», συλλογίστηκε,
μια φλέβα τινάχτηκε στο λαιμό, αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο,
έκλεισε τα μάτια, η προδοσία τυλιγμένη σε ψεύτικο μετάξι
περνούσε άλλη μια φορά φευγαλέα κάτω από τα βλέφαρα,
όχι δεν μπορούσε να το εξομολογηθεί στην κόρη της, η Elodi,
θα ήταν παραλογισμός,
ήξερε καλά πως δεν είχε δικαίωμα να μοιραστεί αυτή την αλήθεια,
όχι, στο Παρίσι θα έβαζε τέλος στο μαρτύριο,
με φορεσιά καλοκαιριού, χωρίς ανάγκη ελπίδας,
και μ’ ένα δεύτερο καφέ, η Elodi, άνοιγε άλλο χάρτη,
στη Μονμάρτη.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Μονμάρτη, Ιούνιος 2022
Charlotte
Στο καβαλέτο ο μουσαμάς πιασμένος σε τέσσερα μανταλάκια
πάνω στο τελάρο, και στη βάση ένα χρωματιστό μαντίλι.
Στο πορτραίτο το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας
προκαλούσε θαυμασμό.
Με ένα λεπτό πινέλο, ξαναπέρασε το καμπυλωτό στόμα
με φωτεινό κρεμεζί και λίγο κόκκινο,
μετά γύρισε απότομα και κοίταξε το μοντέλο του.
Φαινόταν τόσο εύθραυστη, και ταραγμένη,
δεν είχε καμιά αμφιβολία, ο ζωγράφος, για τη δυστυχία της,
«η ομορφιά πρέπει να προκαλεί εχθρούς» ,
της απευθύνθηκε σχεδόν ψιθυριστά σηκώνοντας το αριστερό του φρύδι.
Μελαγχολική και εξόριστη της αγάπης, έτσι αισθανόταν η Charlotte,
μια νεαρή κοκότα, που αφήνοντας
τον ίλιγγο της πληρωμένης σάρκας σε κάποια σοφίτα,
είχε βγει από τη σκιά που έριχνε πάνω της η ζωή,
λίγο πριν τη χρυσή δύση του ήλιου.
Χαμήλωσε πρώτα τα μάτια, μετά κάπως το μαύρο ντεκολτέ,
αποκαλύπτοντας το σημάδι στο στήθος τον έκανε να σαστίσει,
όχι με το σφιχτό, το σφριγηλό της στήθος,
μα με αυτή τη βαθιά ουλή που είχε αφήσει η κάφτρα του τσιγάρου,
όταν έρμαιο της απληστίας ενός εύπορου εραστή,
ικανού να εξαργυρώσει διαστροφή, ηδονή και πόνο,
όποτε ήθελε και όπως ήθελε,
είχε τολμήσει, η Charlotte, να πει πως είχε νεκρώσει κάθε επιθυμία,
τόσο του καλού, όσο και του κακού,
ό,τι χλεύαζε μέσα της ακόμη και τον έρωτα, αγοραίο, ή μη,
η εξάρτηση από τον έρωτα είναι μια άλλη απέραντη τραγωδία,
τον χλεύαζε, ναι, μαζί μ’ εκείνο τον απόντα παντοδύναμο θεό,
που τις περισσότερες φορές αδιαφορεί, ακόμη κι όταν οι λειτουργοί του,
με μεγάλη ευκολία επιδίδονται σε πράξεις ανίερες,
βασανιστικά ανοσιουργήματα που στιγματίζουν ζωές, όπως τη δική της,
θυμόταν με ευγνωμοσύνη μια άλλη κοκότα, εκείνη την είχε βρει,
μισοπεθαμένη,
πίσω από την Παναγία των Παρισίων.
«Υπάρχουν πολλά κατακάθια, μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις,
αυτοί χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς,
κι εγώ με τον ενδοιασμό της ατολμίας» , παραδέχτηκε, η Charlotte,
«βλέπεις, οι ενάρετοι δεν κατασκευάζονται σε καλούπια…»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Παναγία των Παρισίων, Ιούνιος 2022
Bea
Μια ραγισματιά άνοιγε μέσα της, καθώς πατούσε τα πεσμένα φύλλα,
όταν στους μεγάλους περιπάτους της έβλεπε τόσους ανθρώπους
και σπάνια αντάλλασσε μια καλημέρα.
Όπως τα φωτισμένα πλοία στη θάλασσα, ή τα τραίνα,
που κι αν διασταυρώνονται μέσα στη νύχτα σε πορείες παράλληλες,
απλά προσπερνούν το ένα, το άλλο,
καμιά φορά με ένα φευγαλέο συριστικό χαιρετισμό,
έτσι και οι άνθρωποι, περιπλανημένοι και παραπλανημένοι,
οδοιπόροι σε αδιέξοδα ή σε ατέρμονους δρόμους.
Ανέβηκε τις σκάλες της Μονμάρτης, έφερε ολόγυρα τη ματιά της,
να δει τον κόσμο της από ψηλά,
την κορυφή του πύργου του Άιφελ, τις μεγάλες λεωφόρους,
τα επιβλητικά κτίρια, τα κανάλια του Σηκουάνα,
τα πάρκα, η Όπερα, τα Ηλύσια Πεδία, η Αψίδα του Θριάμβου,
η Πλατεία Τροκαντερό, όλα ίδια,
κι όμως, το Παρίσι είχε γίνει κάτι άλλο από αυτό που γνώριζε,
«μια πόλη δεν είναι μόνο αυτά, η πόλη πρέπει να είμαστε εμείς»,
στοχάστηκε με κρυφό αναστεναγμό.
Οποιοσδήποτε μπορούσε να αντιληφθεί μια λεηλασία, όχι σκουριά,
όχι ερείπια, ούτε εγκατάλειψη,
μια φθορά χαραγμένη κυρίως στα βλέμματα
τα αδηφάγα για πλούτο, δόξα, απολαύσεις, ηδονές,
τα εντελώς άδεια από καλοσύνη, εντιμότητα, ευγένεια
τα γεμάτα από εφήμερο τίποτα.
Είχε αφεθεί στη θέα ονειροπολώντας τον αληθινό άνθρωπο,
σε κόντρα με τη σύγχρονη εποχή, η Bea, ασύγχρονη
και ασυγχρόνιστη στον καινούργιο αιώνα,
που διψασμένοι και ξεδίψαστοι, πεινασμένοι και χορτασμένοι,
ελεύθεροι και σκλάβοι μπορεί και να περπατούσαν πλάι – πλάι
με τη σκέψη ποιος θα συντρίψει πρώτος, ποιον.
Ρούφηξε τη μύτη της, περισσότερο από αμηχανία,
έβγαλε από την τσάντα της ένα μαντιλάκι, το μύρισε,
άγγιξε το μονόγραμμα στην άκρη, το φίλησε ευλαβικά,
ύστερα διπλώνοντας το, ακριβό ενθύμιο το ξαναφύλαξε.
Ήθελε να ζήσει, όσο πιο ειρηνικά γινόταν πια, τις τελευταίες της μέρες,
έφταναν οι φυλακές, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, οι θανατώσεις.
Έχοντας ζήσει τα σκοτεινά χρόνια της Πόλης του Φωτός,
14 Ιουνίου του 1940 ήταν που βρέθηκε αιχμάλωτη,
κοριτσάκι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους αιχμαλώτους,
καταλάβαινε πως έρχονται ξανά πιο ζοφερές ίσως μέρες,
πως και τούτη η εποχή ήταν ικανή να στεγνώσει κάθε φύτρο χαράς.
Να γιατί η εγγονή της, γύριζε την πλάτη στη δήθεν πρόοδο,
γι’ αυτό, με την τόλμη της νιότης έδειχνε πλήρη απάρνηση
μη έχοντας να χάσει, ή να κερδίσει κάτι, από ένα σάπιο κόσμο
που ξεμακραίνει όλο και πιο πολύ από τον άνθρωπο,
που στερεί το νόημα της ζωής εξοντώνοντας ό,τι αντιστέκεται,
συνταυτίζοντας συμφέροντα, οικονομικά, πολιτικά, θρησκευτικά,
χτίζοντας βιομηχανίες όπλων, θυσιάζοντας το μέλλον των παιδιών.
«Ηγετίσκοι, ανάπηροι διάβολοι ευαγγελίζονται την ειρήνη
κάνοντας πόλεμο,
και πληθαίνουν οι αναλφάβητοι της αλήθειας»,
άφησε να ξεπλύνουν δάκρυα τα θολά της μάτια,
την προηγούμενη μόλις μέρα είχε ανοίξει το σπίτι της
σε τέσσερις πρόσφυγες,
δύο από την Ουκρανία, φίλες της εγγονής της,
και δύο οι φίλοι τους, από τη Ρωσία,
όλοι συμφοιτητές στη Σορβόνη,
αυτό ήταν μια επαρκής πράξη συνείδησης.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Παρίσι, 14 Ιουνίου 2022
Enora
Έπνιγε μέσα της ένα αίσθημα αόριστης νοσταλγίας
και το αμετακίνητο πείσμα της, αυτά έλεγε, την κρατούσαν πίσω,
αυτά, τα μεγαλύτερα μειονεκτήματά της,
αυτά, την εμπόδιζαν να ζήσει το σήμερα.
Βέβαια, δεν ένιωθε πια οικειότητα με τον κόσμο της,
όποτε έβρισκε ευκαιρία, κήρυττε κάτι παράξενες επιστροφές,
«στην ουτοπία» , την κορόιδευαν,
μια επιστροφή, όχι από πρόθεση, ή ανάγκη
να επιβάλλει τη γνώμη της, καθόλου,
απλά για την Enora, η φωτεινή πλευρά της ζωής, της πόλης, του κόσμου
ήταν αλλού, μια συμπεριφορά αφοσίωσης στο παρελθόν,
σε μια άλλη κουλτούρα, στους πιο ήσυχους ρυθμούς,
ακόμη και στα ταξίδια της,
προτιμούσε τις αργές μετακινήσεις με πλοίο, παρά το αεροπλάνο,
η ταχύτητα της προξενούσε ίλιγγο,
την πετούσε πάντα έξω από τον κύκλο.
Και να που τώρα, η ίδια η Enora, στο έκτο διαμέρισμα του Παρισιού,
σε μια σοφίτα, κούρδιζε το χρόνο από την αρχή,
με μια μανία να στριμώχνεται και να στριμώχνει
τις πιο προσωπικές της στιγμές όπου έβρισκε, στα περιθώρια,
για να μην ενοχλεί, για να αρέσει στη σύγχρονη εποχή,
την προχωρημένη, την προοδευτική, την χωρίς όραμα.
Όλα αυτά μέχρι που έφτανε στις ασπρόμαυρες ταινίες,
εκείνες που πρωταγωνιστούσε,
τότε κάλυπτε με τα χέρια το πρόσωπό της, σκυφτή έβαζε τα κλάματα.
Τελικά την Enora, δεν την αφορούσε ο καλπασμός του αιώνα,
όσο κι αν κούρδιζε το χρόνο,
το δικό της ρολόι είχε σταματήσει προ πολλού, αλλού,
και ναι, δεν μπορούσε να περπατήσει άλλους δρόμους,
ήξερε πως και ένα τόσα δα, μικρό παραπάτημα,
θα ήταν ικανό να της στερήσει την αξιοπρέπεια,
να χάσει την αληθινή της ταυτότητα.
«Ένας άλλος κόσμος ο καθένας μας, γι’ αυτό αξίζει ο κόσμος»,
σκούπισε τα υγρά της μάτια στην ανάστροφη του χεριού,
κρατώντας μια παλιά φωτογραφία, βελούδινα τα σημάδια του χρόνου,
άναψε προσεκτικά τα κεριά στο τραπέζι,
άφησε το μπαστούνι με την ασημένια λαβή στην πολυθρόνα,
άνοιξε την πόρτα του ψυγείου,
πήρε ένα μήλο, και ένα μπουκάλι λευκό κρασί,
γέμισε το ψηλό κολονάτο ποτήρι,
όλη της η ζωή, όλος ο κόσμος, οι έγνοιες, οι αναμνήσεις,
όλα στις κόγχες των ματιών είχαν πάρει να σβήνουν
και σαν μοιραία θαρρείς,
η τηλεόραση πρόβαλε την πρώτη της ταινία,
ένα film noir, ποιητικού ρεαλισμού, με τον ερωτισμό
και τη μπαρόκ αισθητική μιας ξεχασμένης εποχής.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Hotel Bellevue et du Chariot d’Or, Ιούνιος 2022
Lauren
Δεν ήταν για τίποτα σίγουρη, την προλάβαιναν πάντα οι εξελίξεις,
θαρρείς κι έπαιζε σ’ ένα παιχνίδι, σαν το κρυφτό,
κι εκεί που περίμενε να πει, φτου ξελευτερία,
κάποιος προλάβαινε, και, την έφτυνε…
Μόνο για την υπερηφάνεια της δεν αμφέβαλλε.
αυτή την κρατούσε.
Έβλεπε πολύ περισσότερα απ’ όσα συλλαμβάνει το ανθρώπινο μάτι
κι ας είχε ελαττωματική η όραση, η, Lauren,
τις περισσότερες φορές, μετά από όσα έπεφταν στην αντίληψή της,
έμενε βυθισμένη στον εαυτό της, και στις σκέψεις της,
δεν ήθελε να πληγώσει κανέναν.
«Όταν έρθει η ώρα, θα ανοίξω την πόρτα και απλά θα φύγω,
και θα φύγω κυρία» , ούτε και γι’ αυτό ήταν σίγουρη
δεν ήξερε αν το ονειρευόταν περισσότερο,
ή αν απλά το περίμενε να συμβεί κάποτε.
Φορώντας μπεζ βερμούδα, άσπρο μακό μπλουζάκι
και ίσια αθλητικά παπούτσια, βγήκε στον πεζόδρομο,
όχι για να φύγει, μια ανάσα ήθελε.
Αντάλλαξε λίγες κουβέντες με ένα περαστικό που είχε χαθεί,
χαμηλώνοντας ελαφρά τα μυωπικά γυαλιά,
τον κοίταξε που ξεμάκραινε στο βάθος του δρόμου,
εκείνη πήρε την αντίθετη κατεύθυνση.
Στους μακρινούς περιπάτους κάτι κατάφερνε,
συνήθως τα βιβλία μιας βιτρίνας, γινόταν αφορμή
να τροφοδοτεί το στοχασμό της με ιδέες καθαρές,
μακριά από τη σκόνη και τη μούχλα των παρωχημένων,
των τετριμμένων,
μακριά και από τη δογματική μεγαλορρημοσύνη,
που μαζί με την τυφλή φλυαρία την κούραζαν.
Ναι, δεν συμπαθούσε την ακατάπαυστη φλυαρία,
των πολιτικών, των ειδημόνων σε όλα τα θέματα,
των τηλεπαρουσιαστών,
όσων κήρυτταν τα του θεού σπέρνοντας φόβο,
των συγγενών στα οικογενειακά τραπέζια.
Θεωρούσε πως είναι το χειρότερο σαράκι στη ζωή,
η αιτία, που κάνει κάθε γνωστικό άνθρωπο,
να χάνει τη διάθεση να ασχοληθεί σοβαρά με κάτι, ή με κάποιον,
ίσως εν τέλει,
ο λόγος, που ένα πλήθος ικανοτήτων χάνονται άσκοπα.
«Η φλυαρία αρέσει στους ναρκισσευόμενους…» ,
η φράση, συγκομιδή μιας φευγαλέας ματιάς,
από μια ασπρόμαυρη ταινία εποχής, ήρθε στο μυαλό της.
Αναλογίστηκε πως αν μπορούσαν να δουν, κάποιοι άνθρωποι,
το αληθινό τους πρόσωπο στον καθρέφτη,
χειρότερο οπωσδήποτε από αυτό του Dorian Gray,
σίγουρα θα τρόμαζαν.
«Ο χρόνος, πρέπει να κερδίζεται έξυπνα, και όχι να ξοδεύεται
σαν φτηνό εμπόρευμα» , σκέφτηκε με κυνική ειλικρίνεια.
Φτάνοντας στην αγορά Marché Maubert,
του πέμπτου διαμερίσματος, κοντά στο Πάνθεον,
ένας παλιός φίλος, την περίμενε στο Maison d’ Isabelle.
Κι είχαν μια ένταση τα βλέμματα,
από τη μια το σκούρο καστανό, το δικό της,
κι από την άλλη το γκρι με το πράσινο, το δικό του,
θαρρείς μετρώντας την απόσταση από το ένα φλιτζάνι, στο άλλο,
από τη ζωή, ως το θάνατο
τώρα όλα αποκτούσαν το νόημα που τους άξιζε,
στη σιωπή.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Παρίσι, Πάνθεον, Ιούνιος 2022
Orane
Ισόβια ανικανοποίητη, ύπαρξη μοναχική, γοητευτικά απόκληρη,
αντισυμβατική, χωρίς θεό, ή άθρησκη δεν έχει σημασία,
στα «πώς» και στα «γιατί» δεν γύρευε απαντήσεις,
ακούγοντας Stephan Micus, ταξίδευε,
σ’ έναν άχρονο δικό της κόσμο, που ερχόταν από παντού
για να την πάει λυτρωμένη παντού.
Απολάμβανε να ρεμβάζει παρατηρώντας το φως
μέσα από τα μοναδικά βιτρώ στη Sainte Chapelle,
να θαυμάζει τα έργα τέχνης στη Sainte Madeleine στη Μονμάρτη,
τους κίονες και τα αγάλματα στη Notre Damme
«οι άνθρωποι δημιούργησαν τους θεούς»,
στοχαζόταν με δέος στον άνθρωπο, χωρίς αίσθηση αμαρτίας.
Η Orane, πoυλούσε tarte Τatin και ζεστή σοκολάτα,
που της άρεσε να αρωματίζει με μπαχαρικά και λεπτές φλούδες πορτοκάλι,
κάθε πρωί, από τις δέκα μέχρι τις δώδεκα, και τα Σαββατοκύριακα,
στην υπαίθρια γκαλερί έργων τέχνης,
την περίφημη, Marche de la Creation de Montparnasse,
στη γειτονιά της,
εκεί όπου είχε την ευκαιρία να συνδεθεί με ζωγράφους, ποιητές,
συγγραφείς, χαράκτες, μουσικούς, γλύπτες.
Απόλυτη στη ζωή, απόλυτη ακόμη και στα όνειρα,
επηρεασμένη από την καθημερινή επαφή με την τέχνη
άφησε να βλαστήσουν οι σπόροι της, κι έτσι
έμενε ανοικτή σε κάθε πρόκληση, ακόμη και στην αποτυχία.
Κάποτε είχε ζήσει με κάποιο ζωγράφο, για λίγο, στο ατελιέ του,
και παρά το χωρισμό τους, συνέχιζε να του ποζάρει τα απογεύματα.
Εκείνος την είχε γνωρίσει και σε άλλους καλλιτέχνες,
ανάμεσά τους και ένας φωτογράφος, την ερωτεύτηκε,
της είχε ζητήσει μάλιστα δέσμευση επ’ αόριστον, ήταν καλός,
μα όσο κι αν ήθελε πάντα στη ζωή της ένα καλό σύντροφο,
ποτέ, μα ποτέ δεν θέλησε να φτάσει στο γάμο.
Αποδοκιμάζοντας μια τέτοια συμβίωση αρκετές φορές,
ειρωνευόταν γελώντας, αυτό το
«γλυκιά και αλάνθαστη ένωση ψυχής, σώματος και πνεύματος»
το έβρισκε γεμάτο υποκρισία.
Φοβόταν πως οι περισσότεροι εραστές, που γίνονται σύζυγοι,
σε τούτο τον καιρό που κρίνει και κρίνεται,
μετά τα σφοδρά σ’ αγαπώ, ξέπεφταν στην πλήξη, ή στην αδιαφορία,
καμιά φορά και στη χυδαιότητα, ή και τη βία συχνά,
στην καλύτερη περίπτωση στη συνήθεια.
«Όχι λοιπόν, ο γάμος προσβάλλει τον ελεύθερο νου» ,
είχε δηλώσει εκείνο το πρωί η, Orane,
σερβίροντας ένα νεότερο της, μπορούσε να δεχτεί μόνο το φλερτ,
σίγουρη πως δύο άνθρωποι,
για να διαμορφώσουν αγαθές συνειδήσεις
και να διατηρήσουν τις αξίες
είναι προτιμότερο να συμβιώνουν ελεύθερα».
Του έκλεισε το μάτι,
μετά, πρόσθεσε στην κούπα του λίγη πικρή σοκολάτα,
δυο σταγόνες μέλι, και μια ιδέα κανέλλας.
Μια φευγαλέα αφή στο αριστερό χέρι, και μετά στο μάγουλο
«ούτε πιο πικρή, ούτε πιο γλυκιά, έτσι αξίζει να είναι μια γυναίκα,
pardon, μια σοκολάτα ήθελα να πω…»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Montparnasse, Ιούνιος 2022
Sidoine
Θερινή νύχτα, μακρινές μουσικές, λευκό παγωμένο κρασί,
αναμμένα κεριά, την κοίταζε στα μάτια ζητώντας ειρήνη,
μα η, Sidoine, δεν είχε συνάψει η ίδια, ειρήνη με τον εαυτό της.
Κατέληξε να κλαίει,
κι ήταν σα να ’κλαιγε με τα μάτια όλου του κόσμου.
Μετά για μέρες,
περιφερόταν με τζιν και πέδιλα, πότε στο Montparnasse
και στο Λούβρο,
και άλλοτε στους κήπους του Λουξεμβούργου
αναζητώντας λίγη γαλήνη από αυτή που η ζωή της αρνήθηκε.
Χωρίς ιδιαίτερα ερωτικά τραύματα, αλλά με τόσα πολλά παιδικά,
χωρίς να είναι και καμιά αγία,
ούτε η πρώτη στο Παρίσι, μα ούτε και η τελευταία στον κόσμο,
σ’ ένα κόσμο καμωμένο από μελάνι και ψέματα,
η, Sidoine, ομολογούσε πως είχε θρέψει τη ματαιοδοξία της,
για σύντομο χρονικό διάστημα, στη νεότητα,
δεκαοκτώ ετών,
είχε βρεθεί στο πλάι κάποιου εύπορου συντρόφου.
Καλλιεργώντας, ένα αρρωστημένο αίσθημα ανωτερότητας,
και μια επίπλαστη ευτυχία, κάτι για το οποίο είχε μετανιώσει πικρά,
τώρα, όσο κι αν παραδεχόταν τα λάθη της,
μια ουλή στο μάγουλο,
την δυσκόλευε να βρει την ποθητή ειρήνη μέσα της.
Γι’ αυτό στην ενήλικη ζωή της πλέον, στρεφόταν στην τέχνη,
νιώθοντας πως έτσι ξεκλείδωνε κάπως την ψυχή της,
σε στιγμές μεγαλείου, όπως η γέννηση ενός παιδιού,
αφού αυτό είναι πάντα μια ελπίδα,
ή, σε ώρες που δεν άντεχε να της πιπιλίζουν το μυαλό
για την παγκοσμιοποιημένη Ευρώπη.
Εκείνη, μια απλωμένη πολιτισμική κουρελού έβλεπε
αλλού λερωμένη, αλλού μπαλωμένη, κι αλλού σάπια,
ραμμένη με τις γυαλιστές κλωστές της ίδιας ματαιοδοξίας,
που και αυτή κάποτε είχε χρησιμοποιήσει.
Από τα κλειδιά που ανοίγουν τον «αληθινό πολιτισμό»,
συνειδητοποίησε πως της είχε μείνει μόνο αυτό της συγκίνησης,
της μέθεξης, μπροστά στα αριστουργήματα της τέχνης,
ήταν που ξαφνικά είχε σηκώσει τα μάτια με δέος,
από το χώμα σε μια άλλη εποχή…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κήποι του Λουξεμβούργου, Ιούνιος 2022
Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία:
- Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
- Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Προσωπικές ποιητικές συλλογές:
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
- Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
- Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
- «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα