Πως μίκρυνε έτσι το ωραίο,
που μπροστά σε μια ρότα μαύρου Θανάτου,
ταράχτηκε η φωνή και θύμισε κάτι
που να μοιάζει θηρίου κραυγή;
Δεν άντεξε να πείσει για το μπλε του ουρανού
κι από ντροπή έσπασε και θέλησε να Το σωπάσει.
Και εσύ ήσουν εκεί σαν να μην ήσουν,
να συγκρίνεις μια φωνή που σπάει,
με άναρθρες κραυγές
από ορθάνοιχτα στόματα,
που γαυγίζουν, γρυλλίζουν,
ουρλιάζουν, λυσσομανούν και κράζουν.
Μέσα από φρεσκοακονισμένα δόντια,
έτοιμα να γευτούν σάρκα ζωντανή.
Δίγλωσσα κτήνη δίχως ούλα,
που επιθυμούν να ποτίσουν με αίμα
τη βρωμερή, από τα σάπια εντόσθιά τους, ανάσα.
Όλοι αυτοί,
στάθηκαν μπροστά στο Φόβο.
Παραδόθηκαν στο Φόβο.
Γίνανε Φόβος.
Σα βρεις στο δρόμο σου το Φόβο,
πρώτα τον εαυτό σου πρέπει να απαρνηθείς,
για να μην σε προδώσεις.
Μα αυτό δεν φτάνει,
για να βρει το χρώμα της, η Φωνή.
Τον τόνο της στη ροή,
το βάθος της στην ορμή
και τη σιγουριά στο πάθος.
Θέλει το χέρι μου να βρει,
χέρι συντρόφου,
κάθε Ανθρώπου
και το δικό Σου χέρι.