Ο Τίτος Βανδής γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1917 στο Νέο Φάληρο. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Καβάλας (ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος), επέστρεψε σε μικρή ηλικία στον τόπο καταγωγής των γονέων του.
«Ολοι οι δικοί μου ήταν από την Καβάλα. Γινόταν κάτι φασαρίες τότε με τους Τούρκους και με τους Βούλγαρους κι η μάνα μου με μένα στην κοιλιά πήγε στην Αθήνα, με γέννησε στο Νέο Φάληρο και σ’ ένα χρόνο με ξανάφερε στην Καβάλα. Γεννήθηκα το 1917»
Σε ηλικία πέντε ετών έπαθε ελονοσία και γι’ αυτό το λόγο έφυγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του για την Ελβετία. Πήγε σχολείο στη Λωζάνη και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη φοίτησε στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης, μυήθηκε στις κομμουνιστικές ιδέες από τον Κυρ-Κώστα τον τσαγκάρη και πήρε τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής στο Ωδείο Θεσσαλονίκης.
Ο κομμουνιστής τσαγκάρης της γειτονιάς του στη Θεσσαλονίκη, ο κυρ – Κώστας, που του ‘λεγε ότι από τους εργάτες, που είδε – γύρω στο 1930 ήταν – να περνούν μπροστά από το σπίτι, «τους παίρνουν το ψωμί. Δεν τους πληρώνουν και δεν μπορούν ν’ αγοράσουν ούτε ψωμί ούτε παπούτσια σαν τα δικά σου. Γι’ αυτό φωνάζουν. Παλεύουν για τη ζωή τους. Μπροστά στο σπίτι σου τους χτύπησε η Χωροφυλακή. Δυο απ’ αυτούς είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Θέλουν να τους φοβίσουν, να τους διαλύσουν. Και πολλές φορές τα καταφέρνουν. Οσοι φεύγουν, όσοι δε μιλάνε, περιμένουν κάποιο θάμα, που λέει ο δικός μας ο ποιητής».
Αργότερα του έλεγε κι άλλα. Οτι «οι κομμουνιστές εργάτες, αν διαφέρουν σε κάτι, είναι ότι αυτοί έχουν μάθει τι σημαίνει εκμετάλλευση, Ξέρουν την αξία της οργάνωσης, του σωματείου, της μαζικής αντίστασης. Οι κομμουνιστές δε δέχονται την αδικία σιωπηλά». Ο κυρ – Κώστας τού δάνειζε βιβλία. «Το “Κεφάλαιο” του Μαρξ ήταν το πρώτο. Μου έδινε και προκηρύξεις ύστερα από λίγο καιρό».
Ο διακαής του πόθος να γίνει ηθοποιός τον ώθησε να παρατήσει το σχολείο και να κατηφορίσει στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 16 ετών.
Πρωτοεμφανίστηκε στο Εθνικό, το 1934, στον «Ιούδα» του Σπ. Μελά. Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΣΕΗ. Δραστήριο μέλος της εργατικής «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» από τα 1934, συνδέθηκε με το ΚΚΕ και έπειτα με το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά την υποχώρηση συμμετείχε στους ΕΑΜίτικους θιάσους που έδιναν παραστάσεις στην επαρχία.
Στο Εθνικό Θέατρο πρωταγωνίστησε από τη δεκαετία του ’30 («Ρωμαίος και Ιουλιέτα»,«Θυσία του Αβραάμ» κ.ά.). Το 1938 συνεργάζεται με τη «Νέα Σκηνή» του Μιχ. Κουνελάκη, και περιοδεύει στην Ελλάδα. Το 1940 συνεργάζεται με το θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη («Προανάκριση» και «Το Ξύπνημα» του Αλ. Λιδωρίκη). Από το 1941 μέχρι το 1943 με την Κατερίνα, όπου πρωταγωνίστησε σε κορυφαία έργα («Νόρα» του Ιψεν, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρντ Σο, «Σουπιά» του Αιμ. Φαμπρ κ.ά.).
Μετά το θίασο της Κατερίνας, δοκιμάζεται στο μουσικό θέατρο κι έπειτα με τους ΕΑΜίτες «Ενωμένους Καλλιτέχνες» («Θάψτε τους νεκρούς», «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», κ.ά.). Το 1946, με την Αλέκα Παΐζη και τον Δήμο Σταρένιο συγκροτούν θίασο και ανεβάζουν τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι. Επανέρχεται στο θίασο της Κατερίνας και πρωταγωνιστεί στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και στην «Εντα Γκάμπλερ». Στο θέατρο «Κοτοπούλη», από το ’51 έως το ’56, εμφανίζεται στη «Μις Μέιμπελ», στο «Μάκμπεθ» κ.ά. Συνεργάζεται με τον Αδαμάντιο Λεμό, το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, με το θίασο Αλεξανδράκη, με το θίασο της Ελένης Χατζηαργύρη, το θίασο Αλεξανδράκη – Ζαβιτσιάνου, με το ΚΘΒΕ. Το ’64, συγκροτεί δικό του θίασο στο «Μετάλλιον» στο Παγκράτι και ανεβάζει το «Ενας όμηρος» του Ιρλανδού Μπ. Μπίαν, σε μουσική Μ. Θεοδωράκη και το «Ασπρο Ατι» του Κάρολ.
Φεύγει για την Αμερική (1966), όπου σταδιοδρομεί με επιτυχία για 24 περίπου χρόνια, στο θέατρο, στο σινεμά και την τηλεόραση. Στο θέατρο ξεχωρίζει στις παραστάσεις «On a clear day you can see for ever», «Ιλια Ντάρλινγκ», στο Μπρόντγουεϊ, με την Μελίνα Μερκούρη, σε διασκευή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» από τον Ζυλ Ντασσέν, «The guide», «Ζορμπάς», «The man of la Mancha» (διασκευή του «Δον Κιχώτη», όπου ερμήνευσε τον Σάντσο Πάντσο). Το 1979 πραγματοποιεί μια έκτακτη εμφάνιση στην Αθήνα, με την Ελλη Λαμπέτη, στο έργο του Ντε Φίλιππο «Φιλουμένα Μαρτουράνο». Επιστρέφει στην Αμερική, απ’ όπου επιστέφει οριστικά το ’83.
Στην Αθήνα επανέρχεται με το μιούζικαλ «Μάγκες και Κούκλες» («Παρκ», 1984), ακολουθούν, «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς (Εθνικό Θέατρο), «Ρετρό» του Α. Γκάλιν, «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» του Ντε Φίλιππο (ΚΘΒΕ). Από το ’93 έως το ’95, ξανασυνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο («Χορεύοντας στη Λουνάσα» κ.ά.), στο «Βέμπο» («Αδελφοί Καραμαζόφ»).
Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία του στον κινηματογράφο. Πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Μηδέν πέντε» του Γιάννη Πετροπουλάκη (’58), «Παράνομοι», «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου (’58-’59), «Αστέρω» του Ντίνου Δημόπουλου (’59), «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν (’60), «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ, κ.ά. Οι περισσότερες ταινίες έγιναν στην Αμερική. Αναφέρουμε μερικές: «Young Doctors in love», «The Betsy» (με τον Λόρενς Ολιβιέ), «The other side of midnight», «Gus», «Smile», «The Exorcist», «The dead duck», «Topkapi», «It happened in Athens» κ.ά. Το ’62 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία «Πολιορκία», ενώ το ’83 πήρε το Α` βραβείο ανδρικού ρόλου στην ταινία «Προσοχή κίνδυνος» του Γ. Σταμπουλόπουλου.
Αμέτρητες ήταν οι συμμετοχές του στην αμερικανική τηλεόραση – πολύ περισσότερες απ’ την ελληνική. Αναφέρουμε τις σειρές: «Dallas», «Mary Hartman, Mary Hartman», «Kojak», «Mary Tyler Moore show», «Mannix», «The young and the restless», «Police story», «Genesis ΙΙ», «Mission Impossible», «Hawai Five-0», «The flying nun».
Ασχολήθηκε και με τη μετάφραση θεατρικών έργων και από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη διδασκαλία της Υποκριτικής σε δραματικές σχολές. Με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη ίδρυσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε επί χρόνια. Αλλά και στην Αμερική υπήρξε καθηγητής Υποκριτικής (τέλη δεκαετίας ’70, στο Κολέγιο της Σάντα Μόνικα).
Από τη δεκαετία του ’30 ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση. Το ’95 ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Ολύμπου, το οποίο καθιέρωσε με σοβαρές πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ο Τίτος Βανδής, ο ΕΑΜίτης, ο κομμουνιστής, ο σπουδαίος ηθοποιός που υπερέβη τα σύνορα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και έγινε διεθνής, ονομαστός στο Μπροντγουέι και στο Χόλιγουντ, πέρασε στην ιστορία των αγώνων του λαού μας και του σύγχρονου πολιτισμού μας στις 23 Φεβρουαρίου 2003.
«Στη ζωή του Τίτου Βανδή, η καλλιτεχνική δημιουργία και η πάλη για ένα καλύτερο αύριο βάδισαν χέρι χέρι. Ηταν κομμουνιστής από τα νεανικά του χρόνια και κομμουνιστής έμεινε μέχρι την τελευταία πνοή του. Στην ΕΑΜική Αντίσταση, στα χρόνια που το ΚΚΕ ήταν παράνομο, στη νομιμότητα» (από την αποχαιρετιστήρια ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ).