Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
«Μου είπαν ότι έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αυτά είναι φόρμουλες. Το μόνο μου είδωλο είναι η πραγματικότητα.»
(Πιερ Πάολο Παζολίνι)
Τέσσερα ποιήματα του Ιταλού ποιητή, συγγραφέα, στοχαστή και κινηματογραφιστή Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922-1975) παρουσιάζουμε σήμερα στο περιοδικό Ατέχνως και στο καθιερωμένο λογοτεχνικό, και όχι μόνο, ραντεβού μας. Τα τρία ποιήματα που παραθέτω ως ένα ελάχιστο αφιέρωμα στον ποιητή είναι από το προσωπικό μου “αρχείο”, δηλαδή από φωτοτυπημένες σελίδες ξεχασμένες μέσα σε κάποιο συρτάρι της μικρής, οικογενειακής βιβλιοθήκης, κιτρινισμένες και βρώμικες ~ ότι πρόλαβε να σωθεί ύστερα από μια μετακόμιση είναι αυτά τα ποιήματα που τα αντέγραψα εδώ. Το τέταρτο ποίημα είναι “δανεισμένο” από μία συζήτηση για τον Παζολίνι στο… facebook και το τελευταίο (Οι στάχτες του Γκράμσι) από τη σελίδα Radical desire, χωρίς το πρωτότυπο ιταλικό κείμενο.
Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι, θα λέγαμε, χαρακτηριστικά, της ιδεολογικής και καλλιτεχνικής θέσης του δημιουργού ενώ αναδεικνύουν και την λιγότερο γνωστή πλευρά του.
Ένας μεγάλος αιρετικός
Ο Παζολίνι ήταν μία προσωπικότητα πολιτικά συνειδητοποιημένη, στρατευμένη με τις πολυποίκιλες αντιφάσεις και τα μπερδέματά της στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης του ανθρώπου, «σημείον αντιλεγόμενον» για την Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα και φυσικά αναγνωρισμένος, συγγραφέας, ποιητής και κινηματογραφιστής. Η δολοφονία του, στις 2 Νοεμβρίου 1975 το βράδυ, από τον νεαρό εραστή στην παραλία της Όστια, γιγάντωσε τον μύθο του κι ήρθε να ταράξει τα νερά της ιταλικής πολιτικής σκηνής και της τέχνης γενικότερα.
Η αντισυμβατική και αντικομφορμιστική πορεία του τον έφερε σε σύγκρουση τόσο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την παντοδυναμία του Βατικανού, όσο με την αστική κανονικότητα και τις κατεστημένες αρχές μιας σύγχρονης δυτικής κοινωνίας όσο και με την επίσημη ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Δεν ξεχνάμε ότι ο μαρξιστής Παζολίνι ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος, ο οποίος το 1949 διαγράφηκε από το κόμμα με την κατηγορία για «διαφθορά νεαρών μελών» και «προσβολή δημοσίας αιδούς»(!) ενώ λίγο πριν τις εκλογές του 1948, ένα αγόρι θα εξομολογηθεί στον ιερέα του χωριού Καζάρσα όπου εργάζεται ως καθηγητής, ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Παζολίνι – κάτι που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε. Έτσι, αποπέμπεται από το Γυμνάσιο και η ζωή πλέον στο μικρό χωριό γίνεται αδύνατη για τον νεαρό καθηγητή που φεύγει με τη μητέρα του για τη Ρώμη η οποία θα γίνει στη συνέχεια το σύμβολο του καλλιτεχνικού έργου και της πολιτική του παρέμβασης.
. Σε όλη του τη ζωή ο Παζολίνι ανακατεύεται και – σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία. Το 1947 ήταν ένας νεαρός, πολλά υποσχόμενος λογοτέχνης και φιλόλογος, όταν δημοσιεύτηκε μια δήλωσή του στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Λιμπερτά, με τίτλο «πιστεύουμε ότι μόνο ο κομμουνισμός μπορεί να φέρει σήμερα μια νέα κουλτούρα». Δεν ήταν ακόμη μέλος του Κ.Κ. Ιταλίας και έμελλε να γίνει αλλά όχι για πολύ, όπως μόλις είδαμε. Δεν άργησε όμως να βγει από την αφάνεια, αν και πέρασε δύσκολα χρόνια, ξεκινώντας τη συνεργασία του με τον μεγάλο Φεντερίκο Φελίνι (Νύχτες της Καμπίρια) ενώ το 1960 γύρισε την πρώτη του ταινία «Ακατόνε», επηρεασμένη από το Κίνημα του Ιταλικού Νεορεαλισμού και παράλληλα μπολιάζοντας το δημιουργικά, με ήρωα έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του «υποπρολεταριάτου» των πόλεων (ενώ δίπλα τους άνθιζε η νέα ιταλική οικονομία και οι ουρανοξύστες δίπλα στις παραγκουπόλεις και τις αλάνες), ο οποίος θα επιχειρήσει να αλλάξει την ζωή του όταν ερωτευτεί όντας ένας σωματέμπορος και άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές – αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που οδηγεί τους απλούς ανθρώπους στην εξαθλίωση. Της συγκεκριμένης ταινίας είχαν προηγηθεί αρκετές κινηματογραφικές απόπειρες του δημιουργού αλλά και η έκδοση δύο μυθιστορημάτων του που κινούνται στο ίδιο κλίμα και στους ίδιους χώρους (Τα Παιδιά της Ζωής (Ragazzi di vita, 1955) ― ελλην. μετάφρ. Β. Ηλιόπουλος (“Οδυσσέας”) , Μια Βίαιη Ζωή (Una vita violenta, 1959) και τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μία τριλογία. Κι όπως ο «Ακατόνε» ενόχλησε την ιταλική Ακροδεξιά, έτσι και τα μυθιστορήματά του προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις, με μηνύσεις, απειλές και αφορισμούς, οδηγώντας τον Παζολίνι μέχρι και σε δίκη για την προσβολή, τι άλλο, της δημοσίας αιδούς… κι αυτό γιατί και τα τρία έργα ήταν μια πλήρης και σοκαριστική περιγραφή της μεταπολεμικής ιταλικής κοινωνίας και της υποκρισίας πίσω από το ιταλικό, καπιταλιστικό και αναπτυξιακό, για να μιλήσουμε και με σύγχρονους όρους, θαύμα αλλά και της επανεμφάνισης του φασιστικού φαινομένου στη χώρα, που με σκληρό και βίαιο τρόπο, αναδεικνύοντας το σκοτάδι των φασιστικών πρακτικών, επέκρινε στο σοκαριστικό για τον φιλήσυχο θεατή φιλμ το «Σαλό» ή «120 μέρες στα Σόδομα» (Salò o le 120 giornate di Sodoma, 1976), που αποτελεί το (κινηματογραφικό) κύκνειο άσμα του.
Η ανελέητη κριτική της αστικής αλλά και της μεσοαστικής τάξης, των ηθών και των αντιλήψεών τους και η κοινωνική και πνευματική εξύψωση των εργαζομένων, των φτωχών και των αδικημένων, να ποιος ήταν ο κεντρικός στόχος του Παζολίνι. Και κάτι παραπάνω: ότι μόνο οι φτωχοί μπορούν να δημιουργήσουν μια άλλη κοινωνία, αν και η κοινωνική τους θέση τους δημιουργεί προβλήματα και περιορισμούς. Σε αυτό το σημείο ήταν η μαρξιστική του αντίληψη και η αγνή, σχεδόν πρωτόγονη θρησκευτική του πίστη, που καθόρισαν τη συνέχεια του έργου του (χαρακτηριστικό ,παράδειγμα η ταινία «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (Il vangelo secondo Matteo, 1964).
Όμως ο Παζολίνι ήταν κατά βάθος ένας ιδεαλιστής, ένας ουτοπικός σοσιαλιστής, μπορούμε να πούμε, ο οποίος και λάθη έκανε στην πολιτική του παρέμβαση και ίσως να απογοήτευσε κόσμο – αναφέρουμε χαρακτηριστικά, ότι όταν το 1969 η Ιταλία μπαίνει σε μια περίοδο ανόδου του μαζικού, εργατικού, φοιτητικού και κοινωνικού κινήματος με το «καυτό φθινόπωρο», όταν όμως οι φοιτητές συγκρούονται με την αστυνομία, ο Παζολίνι θα γράψει ένα ποίημα όπου εξυμνεί τους αστυνομικούς(!), ως παιδιά της εργατικής τάξης (ενώ οι φοιτητές είναι, υποτίθεται, μικροαστοί και αστοί). Μεγάλο ατόπημα, που αναπαράγει μια παλιότερη θέση που υπήρχε στην Αριστερά και στην εποχή που φοιτητές ήταν μόνο οι γόνοι των αστικών τάξεων ενώ η φτωχή νεολαία έχανε τη ζωή της στα κάτεργα, μια απίστευτα συντηρητική και αντιδραστική θέση, που εξηγείται από τον ιδεαλιστικό τρόπο που σκεφτόταν. Ασφαλώς, όπως προείπαμε, δεν ήταν με τους αστικούς θεσμούς. Αντίθετα συγκρούστηκε με ολόκληρο το εποικοδόμημα της μεταπολεμικής Ιταλίας: Δικαιοσύνη, ΜΜΕ, καταναλωτισμός, ηθικολογία, αλλά βασικά μόνο με αυτό. Χτυπούσε τα σύμβολα του καπιταλισμού και την αδικία, όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος – γι’ αυτό και η δημιουργία αντιφάσεων και θέσεων όπως η προηγούμενη, την ίδια εποχή που οι φοιτητές, από τον Γαλλικό Μάη του 1968 μέχρι την ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ενάντια στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ βρισκόταν στην πρωτοπορία. Όταν όμως το 1972 η αστυνομία δαιμονοποίησε αναρχικούς στην βομβιστική επίθεση του Μιλάνο, συνεργάστηκε με την οργάνωση της επαναστατικής αριστεράς «Λότα Κοντίνουα» και γύρισε μια ταινία μικρού μήκους που αποκαθιστούσε την αλήθεια.
Ενόχλησε πολλούς ο Παζολίνι είναι η αλήθεια. Με το τελευταίο και ανολοκλήρωτο βιβλίο του, το «Πετρέλαιο» (εκδόσεις «Παρατηρητής», 1993), με πρόφαση ιστορίες ερωτικών εμμονών προχώρησε σε αποκαλύψεις για τους εγκληματικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της περιόδου της Δεύτερης Δημοκρατίας στην Ιταλία. Αυτό δημιούργησε πολλές υποψίες σχετικά με τη δολοφονία του Παζολίνι και εάν υπήρχε από πίσω αποκλειστικά ερωτικό πάθος κι όχι πολιτικές σκοπιμότητες, ιδιαίτερα εάν συνυπολογίσουμε ότι ο ίδιος ο δολοφόνος, ο Πελόζι, χρόνια μετά, απέσυρε την αρχική ομολογία του, δηλώνοντας πως πλέον ήταν νεκροί όλοι όσοι απειλούσαν τον ίδιο και την οικογένειά του, κάτι που του επέτρεπε πλέον να πει την αλήθεια. Αλλά η υπόθεση της δολοφονίας του Παζολίνι δεν εξιχνιάστηκε ποτέ ολοκληρωτικά.
Όμως, και πέρα από τις… αστυνομικές υποθέσεις που μπορεί να κάνει κανείς – και που δεν έχουν θέση σε ένα σημείωμα όπως το δικό μας, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τη συμβολή του Παζολίνι στην τέχνη και στην πολιτική και να διαβάσουμε, με ανανεωμένο, κριτικό βλέμμα τις θέσεις του και τη δράση του, χωρίς να υποτιμούμε τόσο το έργο του, όσο και τις θυσίες που έκανε, δίνοντας στο τέλος ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Γιατί, το έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι, δεν είναι τίποτα άλλο από παιδί δικό μας, της Αριστεράς, των κινημάτων και της αγωνίας μας, της πάλης για μια άλλη κοινωνική και οπωσδήποτε προοδευτική κοινωνική προοπτική.
Προφητεία*
(απόσπασμα)
Στον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που μου διηγήθηκε
Την ιστορία του Αλή με τα Γαλάζια Μάτια.
Ήταν στον κόσμο ένας γιος
Και μια μέρα πήγε στη Καλαβρία:
Ήταν καλοκαίρι, και ήσαν
Αδειανά τα χαμόσπιτα,
Καινούρια, σαν από ζαχαρωτό ψωμί,
Από παραμύθια με νεράιδες στο χώμα
Των περιττωμάτων. Αδειανά. Σαν χοιροστάσια χωρίς χοίρους,
Στο κέντρο κήπων χωρίς πρασινάδα χωραφιών χωρίς χώμα,
Καναλιών χωρίς νερό. Καλλιεργημένες από το φεγγάρι οι πεδιάδες.
Βλαστάρια μεγαλωμένα μέσα από στόματα σκελετών. Ο άνεμος
Απ’ το Ιόνιο ανακάτευε άχυρα μαύρα
Όπως στα όνειρα τα προφητικά:
Και η σελήνη, στο χρώμα των περιττωμάτων,
Καλλιεργούσε χωράφια
Που ποτέ δεν αγάπησε το καλοκαίρι.
Και ήταν η εποχή του γιου
Που τούτη η αγάπη μπορούσε
Ν’ αρχίσει, και δεν άρχισε.
Ο γιος είχε μάτια
Από καμένο άχυρο, μάτια
Χωρίς φόβο, και τα είδε όλα
Όσα ήταν στραβά: τίποτε
Δε γνώριζε από γεωργία,
Από μεταρρυθμίσεις, από τους
Συνδικαλιστικούς αγώνες, από τα Κοινωφελή Ιδρύματα,
Αυτός. Είχε όμως εκείνα τα μάτια…
Ο Αλή με τα Γαλάζια Μάτια,
Ένας από τους τόσους γιους των γιων,
Θα κατεβεί από το Αλγέρι, πάνω σε καράβια
Με πανιά ή κουπιά. Θα είναι
Μαζί του χιλιάδες άνθρωποι
Μικρόσωμοι και με τα μάτια
Των φτωχών σκύλων των πατεράδων
Πάνω στις βάρκες τις φτιαγμένες στα Βασίλεια της Πείνας.
Θα φέρον μαζί τους τα μωρά,το ψωμί και το τυρί, στα λαδόχαρτα της Δευτέρας του Πάσχα.
Θα φέρουν τις γιαγιάδες και τα γαϊδούρια,
Πάνω στις τριήρεις τις κλεμμένες στα αποικιακά λιμάνια.
Θα ξεμπαρκάρουν στον Κρότωνα, στο Πάλμι,
Κατά εκατομμύρια, ντυμένοι με ασιάτικα
Κουρέλια και με αμερικανικά πουκάμισα.
Μεμιάς οι Καλαβρέζοι θα πουν
Όπως αλήτες σε αλήτες:
«Να οι παλιοί αδερφοί,
Με τους γιους και με το ψωμί και το τυρί!».
Από τον Κρότωνα και το Πάλμι θ’ ανεβούν
Στη Νεάπολη, κι από κει στη Βαρκελώνη
Στη Θεσσαλονίκη και στη Μασσαλία,
Στις Πολιτείες της Διαφθοράς.
Ψυχές και άγγελοι, ποντίκια και ψείρες,
Με σπέρμα της Αρχαίας Ιστορίας,
Θα πετάξουν μπροστά στους νέγρους.
Αυτοί πάντα ταπεινοί
Αυτοί πάντα αδύναμοι
Αυτοί πάντα φοβισμένοι
Αυτοί πάντα κατώτεροι
Αυτοί πάντα ένοχοι
Αυτοί πάντα υπήκοοι
Αυτοί πάντα μικροί,
Αυτοί, που δε θέλησαν ποτέ να γνωρίσουν,
Αυτοί που είχαν μάτια μόνο για να παρακαλούν,
Αυτοί που έζησαν σα ληστές,
Στο βάθος της θάλασσας, αυτοί που έζησαν σαν τρελοί
Στη μέση τ’ ουρανού,
Αυτοί που φτιάξανε
Νόμους έξω από το νόμο,
Αυτοί που προσαρμόστηκαν
Σ’ έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο
Αυτοί που πίστεψαν
Σ’ έναν θεό δούλο του θεού,
Αυτοί που τραγούδησαν
Στις σφαγές των βασιλιάδων,
Αυτοί που χόρεψαν
Στους πολέμους των αστών,
Αυτοί που προσευχήθηκαν
Στους εργατικούς αγώνες
καταθέτοντας την τιμιότητα
Των χωριάτικων θρησκειών,
Ξεχνώντας την τιμή
Του υποκόσμου,
Προδίνοντας την ειλικρίνεια
Των βαρβαρικών λαών
Πίσω από τους δικούς τους Αλή με τα Γαλάζια
Μάτια – θα βγουν κάτω από τη γη για να ληστέψουν –
Θ’ ανέβουν από το βάθος της θάλασσας για να σκοτώσουν –
Θα κατεβούν από τα ύψη του ουρανού
Για ν’ αρπάξουν – και για να μάθουν στους συντρόφους
Εργάτες τη χαρά της ζωής –
Για να μάθουν στους αστούς
Τη χαρά της ελευθερίας –
Για να μάθουν τους χριστιανούς
Τη χαρά του θανάτου
Θα καταστρέψουν τη Ρώμη
Και πάνω στα ερείπιά της
Θα καταθέσουν το σπόρο
Της Αρχαίας Ιστορίας.
Ύστερα με τον Πάπα και με το κάθε άγιο μυστήριο
Θα πάνε σαν τους τσιγγάνους
Τον ανήφορο προς τη Δύση και το Βορρά
Με τις κόκκινες σημαίες
Του Τρότσκι να κυματίζουν…
Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου, εκδ. Τυπωθήτω
Μια απελπισμένη ζωντάνια
VIII
«Ήρθα στον κόσμο την εποχή Της Αναλογικής.
Δούλεψα
Σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.
Ύστερα ήρθε η Αντίσταση
Κι εγώ
Αγωνίστηκα με τα όπλα της ποίησης.
Αποκατέστησα τη Λογική, και ήμουνα
Ένας πολιτικός ποιητής.
Τώρα είναι η εποχή
Της Ψυχαγωγικής.
Μπορώ να γράφω μόνο προφητεύοντας
Συνεπαρμένος με τη Μουσική
Από περίσσεμα σπόρου ή συμπόνιας».
«Αν τώρα επιβιώνει η Αναλογική
Κι έχει περάσει η μόδα της Λογικής
(μαζί κι η δικιά μου:
Κανείς δε μου ζητά πια ποίηση), υπάρχει
Η Ψυχαγωγική
(εις πείσμα της Δημαγωγίας
Που πάντα είναι περισσότερο κυρία
Της καταστάσεως).
Γι’ αυτό
Μπορώ να γράφω για Θέματα και Θρήνους
Ακόμη και Προφητείες
Σαν πολιτικός ποιητής, α, ναι, πάντα!».
«Όσο για το μέλλον, άκου:
Οι γιοι σου οι φασίστες
Θ’ απλώσουνε πανιά
Για τους κόσμους της Νέας Προϊστορίας.
Εγώ θα στέκομαι εκεί,
Σαν κάποιος που ονειρεύεται το χαμό του
Στις όχθες της θάλασσας
Απ’ όπου ξεκινά η ζωή.
Μόνος, ή σχεδόν μόνος, στην παλιά παραλία
Ανάμεσα σε χαλάσματα αρχαίων κοινωνιών,
Τη Ραβέννα
Την Όστια, ή την Βομβάη – είναι το ίδιο –
Με θεούς που ξεφλουδίζουν, προβλήματα παλιά
Όπως η πάλη των τάξεων –
Που
Διαλύονται…
Σαν ένας παρτιζάνος
Που πέθανε πριν το Μάη του ‘45
Θ’ αρχίσω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι
Μέσα στο εκτυφλωτικό φως αυτής της θάλασσας,
Ποιητής και πολίτης ξεχασμένος».
ΙΧ
(επίλογος)
«Ω Θεέ μου, μα τότε τι έχετε στο ενεργητικό σας;…»
«Εγώ; – (ένα τραύλισμα, ο άθλιος δεν πήρα το ηρεμιστικό,
Τρέμει η φωνή μου σαν άρρωστου παιδιού) –
Εγώ; Μια απελπισμένη ζωντάνια».
Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου, Τυπωθήτω
Κοινωνικό άσμα
Τα μάγουλά τους ήταν δροσερά και τρυφερά
Κι ίσως να τους τα είχαν φιλήσει για πρώτη φορά.
Αν τους έβλεπες τις πλάτες, όταν τις γύριζαν
Για να επιστρέψουν στο νεανική αγέλη, έδειχναν μεγαλύτεροι,
Με τα παλτά ριγμένα πάνω σε καλοκαιρινά παντελόνια.
Η φτώχεια τους έκανε να ξεχνάνε πως είναι βαρυχειμωνιά.
Οι γάμπες στραβές κι οι γιακάδες ξηλωμένοι, ίδιοι
Με τους μεγαλύτερους αδελφούς τους, κι ήδη απαξιωμένους
Πολίτες. Αυτοί ωστόσο θα παραμείνουν για κανά δυο χρονάκια
Εκτός συναγωνισμού. Τίποτα δεν μπορεί να σε προσβάλλει,
Σε όποιον δεν μπορείς να τον αποτιμήσεις. Όσο και να το κάνουν
Με τόση, απίστευτη φυσικότητα, άλλο τόσο προσφέρονται στη ζωή.
Και η ζωή με τη σειρά της τους αποζητάει. Φαίνονται και είναι έτοιμοι!
Ανταποδίδουν τα φιλιά, γεύονται το καινούριο.
Φεύγουν μετά, ατσαλάκωτοι όπως ήρθαν.
Επειδή όμως εμπιστεύονται απόλυτα αυτή τη ζωή
Που τους αγαπάει όλους,
Δίνουν όρκους γεμάτους ειλικρίνεια, υπόσχονται
Ένα προσεχές μέλλον γεμάτο αγκαλιές αν όχι και φιλιά.
Ποιος θα κάνει την επανάσταση-αν είναι να γίνει-
Εκτός από αυτά τα παιδιά; Πέστε το: είναι
Έτοιμα,
Όλα με τον ίδιο τρόπο, έτσι όπως σε αγκαλιάζουν,
Έτσι όπως σε φιλούν, με την ίδια μυρωδιά στα μάγουλα.
Το πιστεύω τους όμως δεν θα θριαμβεύσει στον κόσμο.
Ο κόσμος το έχει ήδη καταδικάσει στην αφάνεια.
Οι στάχτες του Γκράμσι
III
Ένα κομμάτι κόκκινο πανί, όπως αυτό
που έδεναν στον λαιμό τους οι παρτιζάνοι
και κοντά στο δοχείο της στάχτης, στην κερωμένη γη
το διαφορετικό κόκκινο δυο γερανιών.
Εκεί κείτεσαι, παράνομος, καταγεγραμμένος με άτεγκτη κομψότητα
μη καθολική, ανάμεσα σε ξένους
νεκρούς. Οι στάχτες του Γκράμσι…Ανάμεσα στην ελπίδα
και την παλιά μου επιφυλακτικότητα, σε πλησιάζω
πέφτοντας σ’ αυτό το αποψιλωμένο θερμοκήπιο, μπροστά
στον τάφο σου, μπροστά στο πνεύμα σου, ζωντανό ακόμα
εδώ κάτω, ανάμεσα στους λεύτερους. (Ή είναι κάτι
άλλο, ίσως πιο εκστατικό
ακόμα και πιο ταπεινό: μια μεθυσμένη,
εφηβική συμβίωση του σεξ και του θανάτου..)
Και στην γη αυτή όπου το πάθος σου ποτέ
δεν έχασε την έντασή του, νιώθω πόσο εσφαλμένος
–εδώ, ανάμεσα στην ησυχία τούτων των τάφων–
αλλά και πόσο σωστός –στην ανήσυχή μας μοίρα–
υπήρξες, καθώς έγραφες τις τελευταίες σου
σελίδες τις μέρες της δολοφονίας σου.
Εδώ, μαρτυρώντας για τους σπόρους,
ασκόρπιστους ακόμα, της αρχαίας τους κυριαρχίας
κείτονται αυτοί οι νεκροί, παραδομένοι σε μια απληστία
που μες στους αιώνες θάβει την αισχύνη της
και το μεγαλείο της· και την ίδια ώρα
μαρτυρά το τέλος της: αφιονισμένο χτύπημα
των αμονιών, πνιγμένο, θρηνώντας
απαλά, έρχεται από τις φτωχογειτονιές.
Και εδώ στέκομαι εγώ…φτωχός, ντυμένος
ρούχα που οι φτωχοί θαυμάζουν στις βιτρίνες
για το χοντροκομμένο τους αστράφτισμα
και που τα βρώμικα σοκάκια και τα καθίσματα
των τραμ (που τη μέρα μου θαμπώνουν) ξεθώριασαν
Ενώ, όλο και λιγότερο συχνά
αυτές οι στιγμές έρχονται να διακόψουν το βάσανο
του να είμαι ζωντανός· και αν τύχει
να αγαπώ τον κόσμο, είναι μια αφελής
βίαια, αισθησιακή αγάπη, όπως
όταν ήμουν ένας έφηβος συγχυσμένος
τον μισούσα, και τα μπουρζουάδικα κακά του
πλήγωναν τον μπουρζουά εαυτό μου: και τώρα, διχασμένος
μαζί σου, δεν μοιάζει ο κόσμος
άξιος μόνο εχθρότητας και μιας μυστικιστικής
σχεδόν περιφρόνησης;
Όμως χωρίς την στιβαρότητά σου επιβιώνω γιατί
δεν διαλέγω. Ζω στην μη-θέληση
των νεκρών μεταπολεμικών χρόνων: αγαπώντας
τον κόσμο που μισώ, περιφρονώντας τον, χαμένος
στη μιζέρια του –σε ένα θολό σκάνδαλο
συνείδησης…
IV
Το σκάνδαλο της αυτοαναίρεσής μου, του ότι είμαι
μαζί σου και εναντίον σου· με σένα στην καρδιά
στο φως, αλλά εναντίον σου στα σκοτεινά σπλάχνα
προδότης της πατρικής μου τάξης
–στη σκέψη μου, στις σκιές της δράσης–
ξέρω πως είμαι δεμένος πάνω της, στη ζέση
των ενστίκτων, του αισθητικού πάθους
συνεπαρμένος απ’ την προλεταριακή ζωή
που προηγείται εσού· για μένα είναι θρησκεία
η χαρά της, όχι η χιλιαστική της πάλη·
η φύση της, όχι
η συνείδησή της. Μόνο η γεννεσιουργός δύναμη
του ανθρώπου, που την έχασε για να γίνει άνθρωπος
θα μπορούσε να της δώσει αυτή την μεθυστική νοσταλγία
αυτό το ποιητικό φως· και περισσότερα
δεν ξέρω πως να πω από ό,τι
είναι δίκαιο μα όχι ειλικρινές, αφηρημένη
αγάπη, όχι θρηνητικό συμπάσχειν
Φτωχός όπως οι φτωχοί κρέμομαι,
όπως και αυτοί, από εξευτελιστικές ελπίδες
όπως και αυτοί, για να ζήσω αυτοκτονώ
κάθε μέρα. Αλλά αν και είμαι ορφανεμένος,
απόκληρος,
κατέχω (και είναι η πιο υψιπετής
από τις αστικές κτήσεις), την πιο απόλυτη
κατάσταση. Αλλά και αν κατέχω την ιστορία
με κατέχει κι αυτή. Φωτίζομαι απ’ αυτή:
μα σε τι χρησιμεύει τέτοιο φως;