ΛΙΝΑΣ
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
«Μονόπραχτη Πρωτοχρονιάτικη Κωμωδία για παιδιά»
Αφιερωμένη στα παιδιά
των πολιτικών κρατουμένων
και «αγνοουμένων»…
Αθήνα 1990
Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης //
Εισαγωγικά
Το βρήκα και το αγόρασα από παλαιοβιβλιοπωλείο της Αθήνας, στα 2018, 28 χρόνια (ενδεχομένως και περισσότερα) μετά από τη δημιουργία του. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η αφιέρωση αυτού του μονόπρακτου για παιδιά: «Αφιερωμένη στα παιδιά των πολιτικών κρατουμένων και “αγνοουμένων”…». Σκέφτηκα: Να είναι ο συγγραφέας του κάποιος αριστερός, ο οποίος το αφιερώνει στα παιδιά των αριστερών πολιτικών κρατουμένων της μετεμφυλιακής Ελλάδας ή κάποιος κύπριος αγωνιστής, ο οποίος το αφιερώνει στα παιδιά των κυπρίων κρατουμένων και «αγνοουμένων» στις αγγλικές φυλακές της αγγλοκρατούμενης Κύπρου ή της τουρκικής εισβολής το 1974;
Ομολογουμένως, δεν το είχα υπόψη μου, δεν το έχω βρει δημοσιευμένο στον έντυπο τύπο ή σε βιβλίο. Άλλωστε, είναι τόσα και τόσα τα θεατρικά έργα για παιδιά που δε γνωρίζω, αν και ασχολούμαι ερευνητικά, αρκετά χρόνια… Είναι δακτυλογραφημένο και βιβλιοδετημένο με θερμοκόλληση, σε διαστάσεις 0,295 Χ 0, 21 εκατ., με 25 σελίδες. Έψαξα να βρω το θεατρικό συγγραφέα με το όνομα ή το ψευδώνυμο «ΛΙΝΑΣ». Δεν κατάφερα, μέχρι στιγμής, τίποτα… Αναμένω και «τη βοήθεια του κοινού»… Το διάβασα, άρχισα να διαμορφώνω κάποια ιδεολογική άποψη, το ξαναδιάβασα και… στη συνέχεια παρουσιάζω τα ΠΡΟΣΩΠΑ, που παίρνουν μέρος στην υπόθεση του έργου και ως ηθοποιοί στην ενδεχόμενη θεατρική του παράσταση, την ΠΕΡΙΛΗΨΗ του έργου και κάποια ΣΧΟΛΙΑ παιδαγωγικού και ιδεολογικού χαρακτήρα.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
- ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ
- ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
- ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΗΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Ο Γιαννάκης, ένα φτωχό και «ορφανό» από γονείς παιδί, του οποίου οι γονείς είναι φυλακισμένοι, όχι γιατί είναι «κακούργοι», αλλά προφανώς για πολιτικούς λόγους, περιμένει μάταια να του φέρει ο Άη-Βασίλης ένα δώρο, που λόγω της φτώχειας του και της περιπέτειας που βιώνει από την «ορφάνια» του (τη στέρηση των γονιών του κατά την παιδική, τρυφερή ηλικία του), δεν μπορεί αντικειμενικά να το έχει, όπως τα περισσότερα συνομήλικά του παιδιά.
Ένας Καλικάντζαρος τον παροτρύνει να χτυπήσει τον Άη-Βασίλη και να του κλέψει το σάκο με τα δώρα. Ο Γιαννάκης αρνείται.
Ο Άη-Βασίλης στενοχωριέται που δεν έφερε δώρο στο φτωχό παιδί. Φεύγει και επιστρέφει με δύο γράμματα από τους γονείς του Γιαννάκη, που λέει ότι τους βρήκε στις φυλακές, που βρίσκονταν. Ο Γιαννάκης του ανταποδίδει την προσφορά του με κάλαντα, που εκφράζουν με ωραία λόγια την αγάπη όλων προς τον χαριστή Άη-Βασίλη, αν και όπως ομολογεί ο ίδιος, τα δώρα που φέρνει δεν είναι δικά του, είναι των γονιών ή των συγγενών του κάθε παιδιού. Αυτός είναι απλά ο κομιστής τους. Εγκαταλείπουν τη σκηνή, ανταλλάσσοντας ευχές για μια διαφορετική, πιο χαρούμενη και ευτυχισμένη χρονιά.
ΣΧΟΛΙΑ:
Προσωπικά, δε θα χαρακτήριζα το έργο ως κωμωδία, αλλά ως κοινωνικό και πολιτικό δράμα, αν και περιλαμβάνει κάποια κωμικά, χιουμοριστικά στοιχεία.
Περιλαμβάνει, επίσης, λαογραφικά στοιχεία, που σχετίζονται με τους καλικάντζαρους, τον Άη-Βασίλη (και θρησκευτικό συνάμα στοιχείο), αλλά και κοινωνικο-πολιτικά στοιχεία (αναφορά σε φυλακισμένους γονιούς, προφανώς για πολιτικούς λόγους, σε φτωχά ή ορφανά παιδιά, στην ειρήνη – προφανώς αφού προηγήθηκαν πολεμικές, κατοχικές και εμφυλιοπολεμικές περίοδοι ή η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, το 1974 κ.ο.κ.). Ο θεατρικός συγγραφέας, προφανώς επειδή απευθύνεται με το έργο του σε παιδικό κοινό, δεν επιθυμεί να το πολιτικοποιήσει και γι’ αυτό περνά τα μηνύματά του έμμεσα στα παιδιά, κατά τη συζήτηση που έχει ο μικρός Γιαννάκης με τον Άγ. Βασίλη ή με τον Καλικάντζαρο:
α) Τον ρωτάει ο Άγ. Βασίλης πού θα βρει τους γονείς του Γιαννάκη κι εκείνος του απαντά στη φυλακή. Εκείνος αυθόρμητα και απερίσκεπτα του απαντά: «Μεγάλοι κακούργοι είναι οι γονιοί του καψερού. Και τι κάνανε;»
Ο Γιαννάκης του απαντά: «Δεν κάνανε κακό.»
ΑΓ. ΒΑΣ. «Δεν μπορεί… Για νάναι φυλακή κάτι κακό έχουνε κάνει. Ας είναι… Εσύ τι φταις;…»
ΓΙΑΝ. «Α… έτσι, Άγιο Βασίλη… Για νάναι φυλακή κάτι κακό λες, κάνανε… Και σένα τον ίδιο που σε είχανε βάλει φυλακή και τόσους Αγίους που τους είχανε βάλει φυλακή και τον Χριστό, τον ίδιο το Θεό που τόνε σταύρωσαν είχε κάνει κακό;»
ΑΓ. ΒΑΣ. «Καλά τα λες… Μπορεί νάχουν κάνει και καλό και γι’ αυτό νάναι φυλακή. […]»
β) Ο Καλικάντζαρος, ενώ αρχικά του λέει ωραία λόγια με κοινωνικό περιεχόμενο, επικρίνοντας την κοινωνική ανισότητα και αδικία, φαίνεται στη συνέχεια ότι άλλα εννοεί… Τα λέει, ίσως, για να κερδίσει σε πρώτο επίπεδο τον Γιαννάκη, που το μόνο που λαχταρούσε ήταν ένα δώρο από τον Άη-Βασίλη, κάτι που ποτέ του δεν είχε πάρει…: «ΚΑΛ. Γιατί;… γαιτί… να… δεν μπορούμε (εμείς οι Καλλικάντζαροι) να υποφέρουμε την αδικία σ’ αυτόν τον κόσμο. Άλλοι να τρώνε τούτη την ώρα τηγανίτες ζαχαροπασπαλισμένες… λουκουμάδες τραγανούς… καφτούς… μελωμένους… κι εγώ… να με τρώνε τ’ άντερά μου. Να! Εσύ τώρα. Είναι δίκηο αυτό, αυτός ο γέρος να μοιράζει από δυο και τρία παιχνίδια σε πολλά παιδιά… μπόλικα ζαχαρωτά… και σε σένα τίποτα; […] Τόσα παιδάκια τούτην την άγια… τούτη την τσικνομοσκοβολισμένη νύχτα δεν έχουνε μήτε ψωμί να φάνε ουχ… Αυτός που είναι άγιος και χαριστής, πώς το βαστάει η καρδιά του; […] ΓΙΑΝ. Αφού (τα δώρα) δεν είναι δικά του. ΚΑΛ. Τότε γιατί τα κουβαλάει; Για να μοιράζει στον κόσμο αδικία; Και δικά του να μην είναι. Πώς το βαστάει η καρδιά του, σ’ άλλους να δίνει και σ’ άλλους να μη δίνει; […] Ε, κάτσε τώρα εφτού, τουρτούριζε και περίμενέ τον. […] Είσαι και κιοτής απανωτού. Έτσι θα την κερδίσεις τη ζωή σου; Φεύγοντας; ΓΙΑΝ. Τι να κάνω; ΚΑΛ. Απάνω της. Η ζωή ετούτη είναι σαν άγρια φοράδα. Μονάχα ο δυνατός, ο καπάτσος, ο έξυπνος, ο ατσίδας είναι άξιος και την καβαλλάει. Τους άλλους;… Τους πατάει!…». Εδώ, ο Καλικάντζαρος κηρύσσει κοινωνική επανάσταση, ενάντια στην αδικία ή πιστεύει και διακηρύσσει την καπατσοσύνη και τη σωματική βία ως αξίες και στάσεις ζωής για την επιτυχία; Μάλλον, το δεύτερο, γιατί το πρώτο απαιτεί συλλογική και συντονισμένη δράση με ταξική συνείδηση. Άλλωστε, ο συγγραφέας του έργου δεν έχει πρόθεση να διαπαιδαγωγήσει πολιτικά τα παιδιά/θεατές της παράστασης. Έτσι, παροτρύνει τον Γιαννάκη, να χτυπήσει τον Άη-Βασίλη και να του πάρει το σάκο με τα δώρα, να βιαιοπραγήσει δηλαδή και να κλέψει. Ο Γιαννάκης, όμως, έχοντας βαθιά ηθική συνείδηση, αρνείται. Άλλωστε, ο πατέρας του στο γράμμα που του έστειλε, έγραφε μεταξύ άλλων: «[…] Κάθε φορά να ρωτάς τον εαυτό σου: “Αυτό που θέλω να κάνω τώρα, μπορώ να το φωνάξω στον κόσμο χωρίς να ντρέπομαι;” Κι αν ντρέπεσαι να το φωνάξεις, να μην το κάνεις. Αν όμως δεν ντρέπεσαι, τότε να το κάνεις, και να μην φοβάσαι ποτέ κανένανε, παιδί μου. […]» Σκέφτηκε, λοιπόν, αν θα μπορούσε να φωνάξει στον κόσμο ότι έδειρε και έκλεψε τον Άη-Βασίλη… Και η φωνή της συνείδησής σου του το αρνήθηκε. Ο Καλικάντζαρος επιμένει στην απαράδεκτη και ανήθικη πρότασή του, χρησιμοποιώντας ανυπόστατα και συκοφαντικά επιχειρήματα, υπονοώντας με ειρωνικό τρόπο τους προδότες δήθεν «πατριώτες» και τους υποκριτές χριστεπώνυμους, που το παίζουν ευσεβείς και άγιοι: «Ρε τόσοι και τόσοι πατριώτες και άγιοι δεν κάναν τόσες άγιες δουλειές κρυφά κι απόκρυφα σε καταγώγια και σε τρούπες; Τους έβλεπε, τους άκουγε κανείς;» Και ο Γιαννάκης παραβλέποντας τα όσα του λέει, του δίνει πληρωμένη και ηθική, τεκμηριωμένη κοινωνικά και ιστορικά απάντηση: «Ναι, αλλά δεν ντρεπόντουσαν να τις φωνάξουνε στον κόσμο. Εγώ ξέρω ένανε. Τον σκότωσαν κι εκείνος φώναζε: Ζήτω η λευτεριά. Δεν ντρεπότανε.»
Αξιοσημείωτο είναι στο κείμενο ότι ο Άη-Βασίλης αποκαλύπτει στο Γιαννάκη (και σε όλους τους μικρούς θεατές της παράστασης) ότι τα δώρα της Πρωτοχρονιάς στα παιδιά δεν τα χαρίζει ο ίδιος, αλλά οι γονείς, οι θείοι, ο νονός κ.λπ. Τα δίνουν, λοιπόν, στον Άη-Βασίλη κι αυτός αφιλοκερδώς τα μεταφέρει και τα μοιράζει στα παιδιά όλου του κόσμου, έχοντας ως μοναδική αμοιβή του τη χαρά που νοιώθει από τα χαρίσματα που κάνει και από την ευτυχία που εισπράττει από τα μάτια των παιδιών. Παραθέτω το σχετικό διάλογο: «ΑΓ. ΒΑΣ. Μα… δε στώπα; Είμαι φτωχός… πάμφτωχος. Ο πιο φτωχός άγιος. ΓΙΑΝ. Ε, και τι καταλαβαίνεις που τα κουβαλάς; ΑΓ. ΒΑΣ. […] Εγώ μ’ αυτά που κουβαλάω και χαρίζω είμαι ο πλουσιότερος άγιος. ΓΙΑΝ. Μα καλά… Τώρα, τώρα δεν μούπες πως είσαι ο πιο φτωχός άγιος; ΑΓ. ΒΑΣ. […] Εμείς οι άγιοι τα λογαριάζουμε αλλοιώς. Πλούσιο δεν λέμε εκείνον που έχει πολλά πράματα. Όχι. Πλούσιο εμείς λέμε εκείνονε πούχει πολλήν χαρά.»
Παρόλο που ο Άη-Βασίλης δεν είχε δώρα για τον Γιαννάκη, του έφερε δυο γράμματα από τους γονείς του, που είπε ότι τους βρήκε στις φυλακές. Είναι πολύ πιθανό να τα έγραψε μόνος του για να δώσει έστω λίγη χαρά α’ αυτό το αδύναμο και μοναχικό ανθρώπινο πλασματάκι. Και, επιπλέον στενοχωριόταν, που δεν του έφερε δώρα, παιχνίδια, όπως έφερε στα άλλα παιδιά. «ΑΓ. ΒΑΣ. […] Καμιά φορά όση χαρά παίρνω, κι άλλη τόση λύπη. Να, τώρα, τώρα ήθελα νάχα κάτι… κάτι…, ότι νάτανε, να σου χαρίσω σαν παιδί, που είσαι και σύ… και δεν έχω… αχ, αχ… αχ…» Τα γράμματα των γονιών του δρουν θετικά στη σμπαραλιασμένη ψυχολογική του κατάσταση, δρουν καταπραϋντικά. Και έτσι ο Γιαννάκης απαντά στα προηγούμενα θλιμμένα λόγια του Άη-Βασίλη: «Μα μου χάρισες, Αγιοβασίλη […] μου χάρισες το πιο μεγάλο δώρο. Αυτά τα δώρα πούφερες σε μένα δεν είναι για ένα χρόνο και για δύο. Είναι για όλη μου τη ζωή.»
Η θεατρική πράξη κλείνει με τα κάλαντα από μέρους του Γιαννάκη, όπου εκθειάζει την προσφορά του Άη-Βασίλη, με παιδαγωγικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ο Άη-Βασίλης συγκινείται που για πρώτη φορά ένα παιδί του κάνει αυτό το υπέροχο δώρο: κάλαντα με τα καλύτερα λόγια για τον Άη-Βασίλη. Ανταλλάσσουν ευχές: «ΑΓ. ΒΑΣ. Σου εύχομαι του χρόνου τέτοια μέρα η μάνα σου κι ο πατέρας σου να σου χαρίσουν τα δώρα σου οι ίδιοι με τα χέρια τους. ΓΙΑΝ. Σ’ ευχαριστώ. Κι εγώ εύχομαι του χρόνου να σου κάνω ένα πιο σπουδαίο δώρο. Ένα μεγάαααλο μεγάλο σακκί, να χωράει τόσα πολλά παιχνίδια που να μην μείνει ένα παιδί στη γη που να μην του χαρίσεις. […]
Του χρόνου φέρε πιο πολλά
δώρα για όλα τα παιδιά
Φέρε-φέρε χαρά κι ειρήνη
Δίχως δώρο παιδάκι να μη μείνει.»