Ο Άλφρεντ Πουργκμάγιερ ήταν προικισμένος από τη φύση του με ωραία, καλοσχηματισμένα χέρια, που η επιδεξιότητά τους του άνοιξε το επάγγελμα του ωρολογοποιού, επάγγελμα που ακολούθησε σ’ ένα παγκόσμιας φήμης εργοστάσιο του Μονάχου, όπου έλεγχε τους μηχανισμούς ρολογιών για τις ωρολογιακές βόμβες του πιο σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού. Τα σκούρα, ήρεμα μάτια, που πάνω τους σχημάτιζαν καμάρα τα όμορφα τοξωτά φρύδια του, έβλεπαν διαπεραστικά και με ακρίβεια, η φωνή του ήταν βαθιά και παρ’ όλη τη δύναμή της απαλή. Το πρόσωπό του ήταν συμμετρικό. Η ίδια η φύση όμως, που τον είχε προικίσει με τόσα πολλά χαρίσματα, είχε καμπουριάσει τη σπονδυλική του στήλη, μια ολοφάνερη πάθηση, που γέμιζε πάντα τις σκέψεις και τα συναισθήματα του κυρίου Πουργκμάγιερ με πικρία και σκοτεινιά. Έτσι, όπως ο αιώνας του έτους της γέννησής του ήταν γεμάτος από ατέλειωτες κρίσεις και διαψευσμένες ελπίδες, έτσι και η ζωή του, σπάνια θα ήταν γεμάτη με επιτυχία και αγάπη. Η μόνη του, διαρκής ευχαρίστηση προερχόταν απ’ τη δουλειά του. Την εκτελούσε συνειδητά και ξεχνούσε μ’ αυτήν την πάθησή του, αν και οι ομιλίες για τη ζωή που δεν αξίζει να βιωθεί [1], για τα χαρακτηριστικά του βιολογικού εκφυλισμού και γαχ την αναπαραγωγή νέων, υγιών, φυλετικά ανώτερων Γερμανών δεν ξέφευγαν από την προσοχή του. Ο κύριος Πουργκμάγιερ αντικατέστησε με την εξαίρετη δουλειά ό,τι χρωστούσε στο κράτος από τη σωματική του κατάσταση.
Στο τεσσαρακοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του ο κύριος Πουργκμάγιερ έπεσε σε μια σύγχυση που απομάκρυνε τη ζωή του από το ασφαλές έδαφος, στο οποίο πίστευε πως βρισκόταν, και του στέρησε για πάντα την ηρεμία. Σ’ αυτό το τρίτο έτος του πολέμου, οι γυναίκες από τη φυλακή του Στάντελχάιμ τοποθετήθηκαν στο εργοστάσιο, για ν’ αντικαταστήσουν τους ειδικευμένους εργάτες που είχαν κληθεί για στρατιωτική θητεία. Αυτές οδηγούνταν στο εργοστάσιο το πρωί και το άφηναν το απόγευμα υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών. Στον αρχιτεχνίτη Άλφρεντ Πουργκμάγιερ ανατέθηκε η κρατούμενη Τερέζα Κάμερερ. Εκείνη ήταν περίπου σαραντάρα, μάθαινε γρήγορα και εύκολα όλα τα απαραίτητα για την κατασκευή των μηχανισμών των ρολογιών και σε σύντομο διάστημα δούλευε χωρίς τη βοήθεια και τις υποδείξεις του αρχιτεχνίτη. Όσο λιγότερο όμως χρειαζόταν τις υποδείξεις του, τόσο πιο συχνά αυτός την παρατηρούσε κατά τη διάρκεια της εργασίας. Την κοιτούσε στην αίθουσα, η ματιά του παρέμενε στην Τερέζα, η καρδιά του χτυπούσε γρηγορότερα, όταν την πλησίαζε. Μα καλά, ξέχασες την κοροϊδία των παιδικών σου χρόνων, τα δάκρυα της νιότης σου, την απελπισία των πρώτων σου χρόνων ως άντρας, όταν στις προσεγγίσεις σου δεν απαντούσε τίποτ’ άλλο από τον οδυνηρό, ψυχρό οίκτο; Θυμόταν, πίστευε ότι ήξερε τι τον περίμενε. Όμως πώς μπορείς να προστατεύσεις την καρδιά από τον έρωτα, όταν αυτός ριζώσει για πρώτη φορά στα φυλλοκάρδια σου; Ο κύριος Πουργκμάγιερ γνώριζε τη μυστική επιθυμία για το χρήμα, τον εφήμερο, φευγαλέο έρωτα της πορνείας, και ήταν εκεί βέβαια φιλικότερος απ’ ό,τι με τις νέες χήρες του πολέμου, που δε ζητούσαν σ’ αυτόν τίποτ’ άλλο παρά την ευχάριστη ανατριχίλα και την επιβεβαίωση της πρόληψης πως οι άντρες με καμπούρα ήταν περισσότερο αρρενωποί και με απεριόριστες “επιδόσεις”, εκεί όπου οι άλλοι με δυσκολία ή και καθόλου δεν τα καταφέρνουν. Ο κ. Πουργκμάγιερ είχε δοκιμαστεί, στη συνέχεια αποφευχθεί ή συσταθεί παραπέρα σα μια ανατριχιαστική περιπέτεια. Η καρδιά του παρ’ όλα αυτά ζητούσε πάντα την αγάπη, που ξεσπούσε μόνο μέσα του, για να ξανασβήσει αργότερα, σιωπηλά, άθλια και χωρίς ελπίδα.
Η Τερέζα Κάμερερ ήταν ανύπαντρη, μόνο λίγα χρόνια νεότερη από τον κ. Πουργκμάγιερ και ρωμαιοκαθολική όπως αυτός, στο επάγγελμα ράφτρα υψηλών επιδόσεων και, ακόμα, ειδικευμένη στο κέντημα και σε άλλα εργόχειρα. Η ζωή της, από την πρώτη της μετάληψη και το χρίσμα, κυλούσε διακριτικά. Όταν ήταν κάπου είκοσι ετών, ήρθε στο σπίτι ο πρώτος μνηστήρας, η παγκόσμια οικονομική κρίση όμως τον έβγαλε στην ανεργία, και η Τερέζα έμεινε μόνη, νιώθοντας τυχερή που ποτέ δεν απολύθηκε και δε χρειάστηκε να ζει από επιδόματα ανεργίας ή κοινωνικής πρόνοιας. Η ασφάλεια ήταν πενιχρή, αλλά αυτή γνώριζε να την εκτιμά. Δυο φορές απόχτησε μακροχρόνια σχέση με κάποιον άντρα, αλλά η σχέση διαλύθηκε από την ίδια, όταν η συνήθεια και οι προστριβές έμπαιναν στη μέση. Έπαιρνε κάποιον που της άρεσε σ’ ένα χορό και τον απόδιωχνε το επόμενο πρωί ή τον άφηνε κάπου κάπου να επιστρέφει στο καμαράκι της.
Οι συνευρέσεις της με τους άντρες ήταν σύντομες, άγριες και απότομες. Μια φορά είχε πάρει μέρος σε μια γιορτή γενεθλίων, με σφηνάκια χουρμά και λικέρ. Μεταξύ των προσκεκλημένων ήταν ένας λοχίας αλεξιπτωτιστής. Φλέρταρε την Τερέζα και αυτή τον πλησίασε, γιατί δεν της ήταν δυσάρεστος. Δεν περίμενε τίποτα άλλο πέρα από λίγη χαρά και μια αντρική παρουσία, κάποιο χέρι όπου ευχαρίστως θα στηριζόταν για να περπατήσει προς το σπίτι. Κατά το πρωί έτυχε να μείνουν μόνοι στο δωμάτιο, μόνο μισή ώρα τους έμενε ακόμα, μετά έπρεπε ο αλεξιπτωτιστής να επιστρέφει στο στρατώνα. Αυτός άδειασε ό,τι έμεινε από τα σφηνάκια χουρμά, η Τερέζα ήπιε το γεντιανό λικέρ. Μύριζε κρύος καπνός τσιγάρου. Ήταν κουρασμένη, ψιλοκρύωνε και ευχαρίστως θα γύριζε στο σπίτι, αλλά ο άντρας την άρπαξε και, καθώς βρήκε την άμυνά της πολύ αδύναμη, ακούμπησε το στήθος του, το διακοσμημένο με τα στρατιωτικά παράσημα και το σήμα του αλεξιπτωτιστή, πάνω στο σώμα της Τερέζας.
Η μαία πήρε ένα μηνιάτικο για τη βοήθεια που χρειάστηκε να προσφέρει στην Τερέζα Κάμερερ. Μετά από τρεις μέρες η Τερέζα δούλευε ξανά, σαν να μη συνέβη τίποτα. Ο πόλεμος με τις εκστρατείες του, τα έκτακτα ανακοινωθέντα με μουσική υπόκρουση τη μελωδία του τραγουδιού του πρίγκιπα Ευγένιου, του ευγενή ιππότη, παρέδιδε την Ευρώπη στον τρόμο ή στον ενθουσιασμό, είχαν καταληφθεί τα Βαλκάνια, η Αλβανία, η Ελλάδα, και η ζωή της Τερέζας Κάμερερ θα συνέχιζε απαρατήρητη το δρόμο της, αν η μαία δεν κρατούσε βιβλία για τις πληρωμές και τους ανοιχτούς λογαριασμούς. Κάποτε μια από τις γυναίκες που είχαν χρησιμοποιήσει τη βοήθεια της μαίας κατέρρευσε στο δρόμο και εξ αιτίας του πυρετού και του φόβου του θανάτου ανέφερε στο νοσοκομείο τη διεύθυνση της μαίας και εκείνη με την πρώτη απειλή παρουσίασε το τετράδιο με τα ονόματα των πελατισσών της. Τότε δυο κύριοι χτύπησαν ένα πρωί την πόρτα της Τερέζας και την παρέδωσαν στο κέντρο προφυλάκισης. Λίγες βδομάδες μετά καταδικάστηκε σε τεσσεράμισι χρόνια φυλάκιση. Η ετυμηγορία ήταν πιο σκληρή απ’ ό,τι στις άλλες, γιατί προέκυψε πως πατέρας του παιδιού ήταν ένας αλεξιπτωτιστής, επομένως ένας άντρας που είχε περάσει την πιο αυστηρή και σκληρή διαδικασία επιλογής και θα πρόσφερε στο παιδί την κληρονομιά της καλύτερης φυλής. Από τη δικογραφία η Τερέζα έμαθε πως ο υπαξιωματικός με το αλεξίπτωτό του είχε πέσει στην Κρήτη ανάμεσα στις αγγλικές γραμμές και πεθάνει από τα βρετανικά πυρά.
Το πρώτο που είδε η Τερέζα στον κ. Πουργκμάγιερ ήταν τα χέρια του, που έδειχναν πώς έπρεπε να ετοιμαστεί ένα συγκεκριμένο έργο. Στην Τερέζα άρεσαν τα χέρια του κ. Πουργκμάγιερ. Μετά άκουσε τη φωνή του κ. Πουργκμάγιερ και σκέφτηκε πως μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. Στη συνέχεια είδε τα μάτια του κ. Πουργκμάγιερ, που την κοιτούσαν απαλά και με προσδοκία. Η συμπόνια την κυρίευε. Η Τερέζα φανταζόταν πόσο πολύ θα πλήγωνε τον κ. Πουργκμάγιερ μια απορριπτική χειρονομία, μια υποτιμητική ματιά. Αργότερα η συμπόνια εξελίχτηκε σε επιθυμία να προστατεύσει αυτόν το φιλικό άνθρωπο, γιατί ήξερε τους κινδύνους που περίμεναν τον κ. Πουργκμάγιερ, αν μια μέρα ο πόλεμος κερδιζόταν. Τότε οποιονδήποτε παραμορφωμένο, σημαδεμένο από την αρρώστια, θα τον συμπεριλάμβαναν στην ανάξια να βιωθεί ζωή, θα τον καταχώριζαν με γρήγορες και αιφνιδιαστικές διαδικασίες, θα τον ξεδιάλεγαν και θα τον τοποθετούσαν απέναντι. Αυτή η λέξη, δανεισμένη από τη γερμανική προϊστορία, είχε κιόλας εισαχθεί στη χρήση της γλώσσας και δεν προκαλούσε ούτε τρόμο ούτε φρίκη.
Για το ότι ο κ. Πουργκμάγιερ υπέφερε απ’ το ελάττωμα του σώματός του, η Τερέζα ήταν τόσο βέβαιη, όσο και για την ένταση των συναισθημάτων του για κείνη. Σύντομα δεν επρόκειτο για οίκτο και συμπόνια από τη μεριά της’ η ίδια φρόντιζε για την προστασία της ζωής του. Κάπως έτσι ξεκίνησε η αγάπη της Τερέζας Κάμερερ για τον καμπούρη κύριο Άλφρεντ Πουργκμάγιερ.
Κάθε πρωί ο κ. Πουργκμάγιερ περίμενε τους κρατούμενους με ανυπομονησία. Το μεσημέρι έσπρωχνε στην Τερέζα ένα κομμάτι ψωμί ή φρούτο. Πριν κοιμηθεί, άφηνε να περάσουν απ’ τη μνήμη του τα βλέμματα, οι λέξεις και οι κινήσεις της Τερέζας και έψαχνε για τη βαθύτερη σημασία τους και το νόημα που κρυβόταν από πίσω τους. Έτσι άρχισε η αγάπη του κυρίου Άλφρεντ Πουργκμάγιερ για την Τερέζα Κάμερερ.
Κατά τον τέταρτο χρόνο του πολέμου, προκειμένου ν’ αξιοποιηθεί μέχρις εσχάτων η γυναικεία εργασία και το ωράριο εργασίας, χτίστηκαν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου τρεις στρατώνες, όπου ήταν κλεισμένες τη νύχτα οι γυναίκες κρατούμενες. Όταν υπήρχε συναγερμός αεροπορικής επιδρομής, οδηγούνταν σε ερείπια που χρησιμοποιούνταν σα χαρακώματα, όχι τόσο για προστασία αλλά για έλεγχο. Η Τερέζα ανέλαβε εθελοντικά καθήκοντα αεροφύλακα στην οροφή της μεγάλης αίθουσας. Μια έναστρη νύχτα σκυμμένη πίσω από μια καμινάδα είδε τον κύριο Πουργκμάγιερ να έρχεται προς το μέρος της. Κάθισε δίπλα της, ξεκίνησε μια συζήτηση, έκανε ερωτήσεις και έπαιρνε απαντήσεις. Κροτίδες φαίνονταν πάνω από τα νότια προάστια, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα άρχισαν να πυροβολούν, ακούστηκαν τα πρώτα μακρινά χτυπήματα, ξέσπασαν πυρκαγιές οι δυο τους πλησίασαν, για ν’ αλληλοπροστατευτούν με το ίδιο τους το σώμα, ο κύριος Πουργκμάγιερ τράβηξε κοντά του την Τερέζα χωρίς βία, και κανείς δεν ήθελε ν’ απομακρυνθεί από τον άλλον. Σε όλη της τη ζωή η Τερέζα θεωρούσε πως το πιο σημαντικό στις σχέσεις μεταξύ άντρα και γυναίκας ήταν η προσοχή _ ποτέ δεν εγκατέλειψε τη δυσπιστία της, δεν άφησε ποτέ την επιφυλακτικότητά της. Πώς αλλιώς θα μπορούσε μια γυναίκα να προστατεύσει τον εαυτό της από επακόλουθες προσβολές και τραύματα; Μπροστά όμως στις πυρκαγιές που πλησίαζαν, με τις εκρήξεις μακρινών ισχυρών αεροπορικών βομβαρδισμών, ο φόβος και η αγάπη, η απόγνωση και η επιθυμία για πιο ασφαλή εγγύτητα οδήγησαν την Τερέζα και τον κύριο Πουργκμάγιερ τον ένα κοντά στον άλλο’ και καθώς οι μονάδες συνέχιζαν να πετούν βορειότερα, στην όλο και πιο ήσυχη νύχτα με τις κόκκινες φλόγες της και τον αιωρούμενο καπνό των πυρκαγιών, οι δυο τους άφησαν να ορμήσει στο σώμα τους η ευχαρίστηση, που ήταν ακόμα ζωντανοί, μέχρι το σήμα λήξης του συναγερμού να ουρλιάξει το τέλος κάθε έρωτα. Από εκείνη τη νύχτα, όποτε ηχούσε συναγερμός που ανάγγελλε υπερπτήση ή αεροπορική επίθεση, κολλούσαν προστατευμένοι από τα βλέμματα πίσω από την καμινάδα και αντάλλασσαν φιλιά και ανανέωναν ολοένα τους όρκους και τις επικλήσεις στην αγάπη τους.
Το εργοστάσιο δεν είχε μέχρι τώρα δεχτεί επίθεση, παρά το συχνό βομβαρδισμό στην πόλη. Όταν όμως δημιουργήθηκαν αργότερα αμερικάνικες αεροπορικές εγκαταστάσεις στο βορρά της Ιταλίας, αυξήθηκαν οι υπερπτήσεις και οι επιθέσεις˖ και μια νύχτα έπεσαν βόμβες ακόμα και στο εργοστάσιο. Η Τερέζα έτρεχε πάνω – κάτω στην αίθουσα που απειλούνταν από τη φωτιά και κουβαλούσε έξω εργαλεία και τεμάχια της δουλειάς, μέχρι να την εγκαταλείψουν οι δυνάμεις της. Γιατί δεν αφήνω τα πάντα να ρημάξουν; Γιατί να παρατείνω τον πόλεμο και να διακινδυνεύσω; αναρωτιόταν. Ό,τι όμως έκανε, το έκανε για να βοηθήσει τον αγαπημένο της.
Στο εργοστάσιο μιλούσαν με θαυμασμό για τις ενέργειες της Τερέζας και ο κύριος Πουργκμάγιερ έκανε τα πάντα, προκειμένου να καταφέρει την πρόωρη, λόγω καλής αγωγής, αποφυλάκισή της. Μολαταύτα η εισαγγελία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν απαντούσε, αργότερα όμως κάποιος έδωσε μια υπόσχεση στον κύριο Πουργκμάγιερ˖ ο κύριος Πουργκμάγιερ έγραψε αναφορές, προσέλαβε δικηγόρο, περίμενε, υπέβαλε νέες αιτήσεις και, όταν είχε παραιτηθεί από κάθε ελπίδα, συνέβη το θαύμα και η Τερέζα απαλλάχτηκε από την υπόλοιπη φυλάκιση. Ο κύριος Πουργκμάγιερ ένιωσε ότι η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής του ήταν πια στα χέρια του, γιατί μια απ’ αυτές τις νύχτες, κάτω απ’ τα συρόμενα φώτα σκόπευσης με τις ασημένιες αχτίδες που έπεφταν από τον ουρανό, με τις οποίες τέθηκε εκτός λειτουργίας η συσκευή μέτρησης και η αντιαεροπορική άμυνα, δίπλα στο θάνατο, με τη φωνή του πιο δυνατή απ’ το συνηθισμένο, για ν’ αντιμετωπίσει τη βοή και τον κολασμένο βρόντο των πυροβόλων, τα χτυπήματα και τις καταρρεύσεις, ο κύριος Πουργκμάγιερ ρώτησε την τεχνίτρια Τερέζα Κάμερερ αν μετά την ανάκτηση της ελευθερίας της ήθελε να γίνει σύζυγός του, και η Τερέζα απάντησε πως, αν τη μέρα, κατά την οποία αυτό θα ήταν δυνατό, ζούσε ακόμα, θα ήθελε να τον παντρευτεί.
Η μέρα της απελευθέρωσής της έφτασε και η Τερέζα έσπευσε στο σπίτι της, εφοδιασμένη με όλες τις ευχές των συγκρατουμένων της και συνοδευόμενη απ’ την καυτή, πανευτυχή ανυπομονησία του Άλφρεντ Πουργκμάγιερ. Έφτασε χωρίς καθυστέρηση στο διαμέρισμά της, ξεκλείδωσε, απόλαυσε τη χαρά να βρίσκεται ξανά μέσα στους τέσσερις τοίχους της, αέρισε, έπλυνε, σκούπισε, ξεσκόνισε, έβαλε να ‘ναι έτοιμα στην εστία ξύλα και κάρβουνα, πήρε τα έγγραφα που της ήταν απαραίτητα για την πιστοποίηση του μελλοντικού γάμου και φόρεσε το καλύτερό της φόρεμα, που θα την έκανε να φαίνεται στα μάτια του κυρίου Πουργκμάγιερ μια όμορφη νέα γυναίκα. Ενώ κλείδωνε την πόρτα, ούρλιαξαν οι σειρήνες. Ο συναγερμός σήμανε αμέσως χωρίς προειδοποίηση και οι πρώτες βόμβες έπεσαν. Η Τερέζα βιάστηκε για να φτάσει στο υπόγειο της διπλανής κατοικίας, που θεωρούνταν ασφαλές. Βγήκε στο δρόμο και έτρεξε προς τη διπλανή πόρτα˖ κρατούσε ήδη το χερούλι της πόρτας στο χέρι της, όταν ένα τεράστιο χτύπημα σάρωσε ολότελα την πόρτα και το σπίτι και σώριασε τα πάντα καταγής.
Ο κύριος Πουργκμάγιερ περίμενε τη νύφη του μέχρι το τέλος της βάρδιας. Το βράδυ αναζήτησε το σπίτι όπου αυτή έμενε και όπου ήθελαν και οι δυο να μετακομίσουν μετά τη γαμήλια τελετή και το μήνα του μέλιτος. Όμως το μόνο που βρήκε ήταν κρατήρες βομβών, μπάζα και καμένα υπολείμματα. Ο κύριος Πουργκμάγιερ έβγαλε το καπέλο του και κάθισε σ’ ένα από τα βουνά των ερειπίων. Νύχτωσε και ο κύριος Πουργκμάγιερ καθόταν ακόμη σιωπηλός και με κλειστά μάτια. Όταν ένιωσε ότι είχε ξαναβρεί τις δυνάμεις του, σηκώθηκε, πήγε πίσω στο εργοστάσιο, ανέβηκε στην οροφή, όπου είχε περάσει πολλές νυχτερινές βάρδιες με την Τερέζα κι όπου είχε λάβει την υπόσχεσή της να γίνει γυναίκα του, ακούμπησε την καμπουριασμένη πλάτη του στην καμινάδα και περίμενε να ξημερώσει. Μόνο εγώ φταίω, είπε στον εαυτό του ο κύριος Πουργκμάγιερ˖ αυτή θα κοιμόταν τώρα εκεί κάτω στους στρατώνες, αν δεν την είχα αγαπήσει και θελήσει να την κάνω γυναίκα μου. Γιατί δεν πήγα μαζί της; Τότε ο θάνατος θα είχε χτυπήσει εκείνη κι εμένα την ίδια στιγμή. Δεν θέλω να ζήσω χωρίς την Τερέζα, δεν μπορώ να ζήσω μ’ αυτήν την αιώνια ενοχή˖ και πήγε στην άκρη της στέγης, για να μπορέσει να δει το στρατώνα της Τερέζας, τον κοίταξε για πολλή ώρα, και μετά έκανε ένα μεγάλο βήμα από την άκρη της στέγης προς το στρατώνα, σαν να οδηγούσε ένα μονοπάτι από εκεί στο δωμάτιο, όπου η Τερέζα ζούσε πριν από λίγες ώρες. Έτσι τελείωσε ο έρωτας ανάμεσα στον κύριο Άλφρεντ Πουργκμάγιερ και την Τερέζα Κάμερερ.
Είχε διαρκέσει ένα χρόνο, δύο μήνες και μία μέρα.
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Gũnther Rucker (Γκύντερ Ρύκερ) γεννήθηκε στις 2 Φλεβάρη 1924 στο Ράιχενμττεργκ της Τσεχοσλοβακίας, περιοχή που αργότερα θα καταληφθεί από τη ναζιστική Γερμανία.
Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός. Ο νεαρός Γκύντερ στρατεύτηκε το 1942, αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Άγγλους προς το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ύστερα όμως πέρασε στο έδαφος που αποτέλεσε το νέο κράτος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ). Δούλεψε αρχικά δάσκαλος, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε περιοδικά, και σπούδασε σκηνοθεσία στην Ακαδημία Mendelsohn. Ξεκίνησε ως κειμενογράφος για ντοκιμαντέρ και ραδιοφωνικά έργα, και γρήγορα έγινε ένας από τους σημαντικότερους σεναριογράφους στην παραγωγή ταινιών μεγάλου μήκους της ΓΛΔ. Έγραψε πεζά, ποιήματα και σενάρια για σημαντικές κινηματογραφικές ταινίες, κάποιες από τις οποίες σκηνοθέτησε, όπως την ταινία Τα καλύτερα μας χρόνια \ (1965), με κεντρικό χαρακτήρα έναν νέο δάσκαλο στη μεταπολεμική περίοδο, μια ταινία βασισμένη και στη δική του προσωπική πείρα. Η ταινία καταγράφει την τεράστια προσπάθεια πολιτιστικής ανάπτυξης στη ΓΛΔ με την ανάπτυξη ενός νέου εκπαιδευτικού συστήματος, παρουσιάζει τη διαπάλη ανάμεσα στο παλιό και στο νέο κι αποτελεί ξεχωριστό ντοκουμέντο της εποχής. Τα θέματα των έργων του γενικότερα αφορούν την πρόσφατη γερμανική ιστορία, αλλά και τον πόλεμο της Κορέας και του Βιετνάμ, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ξεχωρίζουν οι γυναίκες και η χειραφέτησή τους.
Ο Günther Rücker ήταν μέλος της Ακαδημίας Τεχνών της ΓΛΔ από το 1969 · από το 1974 έως το 1982 ανέλαβε γραμματέας του Τμήματος Ποίησης και Γλωσσολογίας και μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ακαδημίας. Από το 1978 ήταν επίσης μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Ένωσης Γερμανών Συγγραφέων. Μετά από τις ανατροπές του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας στη Δυτική, ο Ρύκερ αποσύρθηκε στο Μάινινγκεν της Θουριγγίας δηλώνοντας; «Το Βερολίνο έχει γίνει μια ξένη πόλη για μένα». Πέθανε στις 24 Φλεβάρη 2008 μετά από βαριά ασθένεια, αφήνοντας πίσω του όμως έργα λυτρωτικά, που αντανακλούν την ιστορία μέσα από τις πράξεις των προσώπων και κάνουν απτά τα γεγονότα, με πυκνές περιγραφές που ενσωματώνουν μια στοχαστική σκέψη και μαρτυρίες της πραγματικότητας, βιωμένης μέσα από τις αντιθέσεις της.
Θέματα Παιδείας 93-96 \ το διήγημα της εποχής
Μετάφραση: Αργυρούλα Τσιριγώτη
[1] Σημείωση της μεταφράστριας: Η φράση «Ζωή ανάξια να βιωθεί» (lebensunwertes Leben) προέρχεται από τίτλο βιβλίου του 1920 και χρησιμοποιούνταν από τους Ναζί, για να στοχοποιήσει από το καθεστώς άτομα που θεωρούνταν ότι δεν μπορούν να έχουν “δικαίωμα στη ζωή”, όπως για παράδειγμα τα ΑΜΕΑ.