Μιχάλης Κακογιάννης, πρωτοπόρος σκηνοθέτης του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και εμπνευσμένος σκηνοθέτης θεάτρου και όπερας,
Ο Μιχάλης Κακογιάννης γεννήθηκε στις 11 Ιούνη 1921 στη Λεμεσό της Κύπρου και σπούδασε Νομική στο Λονδίνο, όμως η λατρεία του για τις εκφραστικές τέχνες τον οδήγησε σε σπουδές θεάτρου και σκηνοθεσίας. Στο Λονδίνο εργάστηκε ως μεταφραστής και εκφωνητής στο BBC, ενώ στα 22 του χρόνια ανέλαβε τη διεύθυνση της «Κυπριακής Ωρας». Το 1947 ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός του θεάτρου την οποία κορύφωσε υποδυόμενος τον «Καλιγούλα» στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμί.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και το 1953, με την ταινία «Κυριακάτικο Ξύπνημα», έδωσε το πρώτο έξοχο δείγμα σκηνοθετικής γραφής στον κινηματογράφο. Το δείγμα αυτό ήταν «διπλό», καθώς το έργο του Κακογιάννη δέθηκε άρρηκτα με τη ζωή μέσα από ένα βαθύτατο κοινωνικό ρεαλισμό, ενώ ταυτόχρονα η ταινία ήταν και «τεχνικά» άψογη, γεγονός που άνοιξε το δρόμο για το ποιοτικό άλμα του ελληνικού κινηματογράφου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κακογιάννης είχε αρνηθεί το Χόλιγουντ για τον κινηματογράφο ποιότητας, ενώ σε όλη του τη ζωή πίστευε στις δυνατότητες των Ελλήνων δημιουργών.
Το 1955 ο Μιχάλης Κακογιάννης «γύρισε» τη θρυλική «Στέλλα», αποκρυσταλλώνοντας την πεμπτουσία της αρχαιοελληνικής τραγωδίας στο σύγχρονο «τοπίο» της μεταπολεμικής Ελλάδας, συνεχίζοντας την ίδια θεματική στο «Κορίτσι με τα Μαύρα» (1956) και στο «Τελευταίο Ψέμα» (1958). Το 1964 έφθασε στο απόγειο της κινηματογραφικής του αναγνώρισης με τον «Ζορμπά», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, ταινία υποψήφια για 7 Οσκαρ.
Την περίοδο της χούντας ο Μιχάλης Κακογιάννης αυτοεξορίστηκε από την Ελλάδα, συνέχισε όμως να μελετά το ελληνικό δράμα μέσα από την αρχαιοελληνική τραγωδία, δημιουργώντας έτσι την «αρχαιοελληνική τριλογία του»: Ηλέκτρα (1962), Τρωάδες (1971) και Ιφιγένεια (1977). Κορυφαία στιγμή της καριέρας του υπήρξε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Αττίλας 1974», ένα συγκλονιστικό και μοναδικό οδοιπορικό στη μαρτυρική Κύπρο που «γύρισε» με έναν οπερατέρ και έναν ηχολήπτη. Η «Γλυκιά Πατρίδα» (1987), «Πάνω, κάτω και πλαγίως» (1993) και «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ (1998) συμπεριλαμβάνονται στις τελευταίες «πινελιές» που έβαλε στην Τέχνη ο Μιχάλης Κακογιάννης. Στις ταινίες του, συνεργάστηκε με μεγάλους Ελληνες, αλλά και με καταξιωμένους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ηθοποιούς.
Πέραν της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, σε εγχώριες και διεθνείς συμπαραγωγές, ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτησε πολλές θεατρικές παραστάσεις πρόζας και όπερας στην Ελλάδα, ΗΠΑ, Γαλλία κ.ά. Εγραψε σενάρια, μεταφράσεις κινηματογραφικών και θεατρικών έργων, και στίχους γνωστών ελληνικών τραγουδιών. Το 2004 δημιούργησε το «Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ».
Ο Μιχάλης Κακογιάννης «έφυγε» στις 25 Ιούλη 2011 αφού πρώτα «έβαλε» τον ελληνικό κινηματογράφο έξι φορές στο Φεστιβάλ των Κανών κι άλλη μία σ’ αυτό του Βερολίνου, βραβεύθηκε με τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για τη «Στέλλα», και χρίστηκε Commandeur της Γαλλικής Ακαδημίας των Τεχνών και των Γραμμάτων, ενώ έλαβε την ύψιστη τιμή της Ακαδημίας Αθηνών για τη συνολική προσφορά του στην Ελλάδα.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης υπήρξε πρωτοπόρος του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου και σκηνοθέτης διεθνών επιτυχιών. Ο πατέρας της “Στέλλας” και του “Ζορμπά” αρνήθηκε το Χόλιγουντ για τον κινηματογράφο και το θέατρο της ποιότητας, με ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο στην Αμερική και την Ευρώπη, που περιλαμβάνει κλασικό ρεπερτόριο, όπερα και τραγωδίες. Κορυφαία στιγμή της καριέρας του υπήρξε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ “Αττίλας 1974”. Για την προσφορά και το έργο του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό (Από την ανακοίνωση του Κομμουνιστού Κόμματος)