Αφιερωμένη στην τέχνη _αγώνες των λαών η φετινή ατζέντα της ΟΓΕ: Αν «ο χορός είναι σιωπηρή ποίηση» (Σιμωνίδης ο Kείος), «η κάθε κίνηση είναι και μια λέξη του ποιήματος» (Μάτα Χάρι).
💃 Ο χορός είναι μια έντονη και παθιασμένη μορφή τέχνης που θα βρούμε τις ρίζες της στην περίοδο του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος. 🕺 Οι άνθρωποι πάντα εκτελούσαν ένα ομαδικό είδος χορού και η ιδιόμορφη αυτή έκφραση ψυχικής και κοινωνικής δραστηριότητας ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορική φάση της εξέλιξης τους.
Η αφετηρία της περιπλάνησης μας στον τόπο και το χρόνο για το 2024 είναι ο χορός, με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τα είδη του να βρίσκονται στο επίκεντρο της αναζήτησής μας. Όπως πάντα, το βλέμμα μας είναι στραμμένο στις γυναίκες και στην αποκάλυψη της κοινωνικής τους Θέσης μέσα από την τέχνη.
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
«Η πιο αληθινή έκφραση ενός λαού είναι στο χορό και τη μουσική του…» (Agnes de Mille, Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος). O χορός και το τραγούδι διαμορφώθηκαν μέσα από τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων, την κοινωνική τους δραστηριότητα και τους μεγάλους λαϊκούς αγώνες για καλύτερη ζωή. Γι’ αυτό και συντρόφεψαν αυτούς τους αγώνες σε κάθε φάση τους, από την πιο ελπιδοφόρα ως την πιο πικρή. Όμως ακόμα και οι πιο πικρές ώρες έκλειναν πάντα μέσα το σπόρο της πίστης πως η η τελική έκβαση των δίκαιων λαϊκών διεκδικήσεων δεν μπορούσε παρά να έχει αίσιο τέλος.
Γι αυτό με σύντροφο την τέχνη βρισκόμαστε και σήμερα ανυποχώρητα στις επάλξεις του αγώνα, μαθαίνοντας από το χθες, παρεμβαίνοντας στο σήμερα, παλεύοντας συλλογικά για το αύριο που μας αξίζει…
Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν
Ένα βίβλο, μία ταινία…
Όταν κάποιος χορεύει, υμνεί τη ζωή, την ανθρώπινη ιδιότητα, νιώθει ένα ερωτικό σκίρτημα ή μια ξεχωριστή ψυχική ανάταση… Αισθάνεται μια έκσταση που τον οδηγεί σε τόπους και χρόνους μαγείας και ομορφιάς.
Ένα βιβλίο (Horace McCoy, 1935) και μία ταινία (Sidney Pollack, 1969) αναφέρονται σε γεγονότα που καταρρίπτουν οδυνηρά αυτή την κοινώς παραδεκτή θέση. Με τον ίδιο τίτλο (They shoot horses, don’t they?), πρώτα το μυθιστόρημα και μετά η κινηματογραφική μεταφορά του γυρίζουν αναγνώστες και θεατές στην εποχή των χορευτικών μαραθωνίων (ΗΠΑ), κυρίως στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης…
Οι χορευτικοί μαραθώνιοι τον 1920
Η τρέλα των χορευτικών μαραθώνιων ξεκίνησε τη σχετικά ευημερούσα δεκαετία του 1920, μια εποχή μεταπολεμικής αισιοδοξίας και πιο σταθερών βιομηχανικών θέσεων εργασίας. Νέες συγκινήσεις προσέλκυσαν ένα διψασμένο κοινό: θέατρα, λούνα παρκ, αίθουσες χορού (ballrooms)… Επιπλέον, η αναβίωση των ολυμπιακών αγώνων (1896), δημιούργησε μία εμμονή για «παγκόσμια ρεκόρ» τα οποία επικεντρώνονταν σε παράλογα επιτεύγματα δύναμης και «αγώνων αντοχής.
Το 1923, η Alma Cummings, χορεύτρια και δασκάλα χορού, κατάφερε να βαλσάρει σε μια αίθουσα χορού (Ν. Υόρκη) 27 ώρες συνέχεια, εξαντλώντας κυριολεκτικά μια πλειάδα από παρτενέρ. Μέσα σε 3 εβδομάδες η ίδια έσπασε το ρεκόρ της τουλάχιστον 9 φορές, θεσμοθετώντας ουσιαστικά τη φρενίτιδα του μαραθώνιου χορού. Η δραστηριότητα αυτή τράβηξε γρήγορα το επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Νοικιάστηκαν χώροι, οι τοπικοί χορηγοί κέρδισαν την προσοχή για τις επιχειρήσεις τους, εφημερίδες και ραδιοφωνικοί σταθμοί ωφελήθηκαν από τις διαφημίσεις. Η βιομηχανική έκρηξη της δεκαετίας του 1920 είχε δημιουργήσει έναν πληθυσμό εργαζόμενων στις αστικές περιοχές που διψούσαν για διασκέδαση, άφησε όμως τους αγρότες σε απελπιστική κατάσταση που διαρκώς επιδεινωνόταν. Τέτοιες εκδηλώσεις φάνηκαν σε πολλούς σαν μια ευπρόσδεκτη ευκαιρία να ξεδώσουν, ειδικά αν η συμμετοχή τους μπορούσε -μέσω του επάθλου- να σημαίνει μια ελπίδα να σωθεί η φάρμα.
Οι συμμετέχοντες διαγωνίζονταν για μερικές εκατοντάδες ή (σπάνια) χιλιάδες δολάρια, αλλά οι επιχειρηματίες έφευγαν με πολύ περισσότερα. Σχεδόν κάθε αμερικανική πόλη 50.000 ή περισσότερων κατοίκων φιλοξένησε τουλάχιστον έναν μαραθώνιο χορού αντοχής (Carol Martin, ιστορικός). Στην εποχή της ακμής τους, οι διαγωνισμοί αυτοί ήταν από τιε ευρύτερα επισκέψιμες μορφές ζωντανής ψυχαγωγίας στην Αμερική.
Η δεκαετία τον 1930:
απελπισμένοι καιροί, απελπισμένοι χοροί…
Στην εποχή του κραχ στην Αμερική, οι μαραθώνιοι χοροί εξελίχτηκαν σε μια απάνθρωπη, εξαντλητική δοκιμασία, αφού ακόμα και λίγα δολάρια μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά… Η συμμετοχή σε τέτοια εκδήλωση σήμαινε στέγη και άφθονο φαγητό (και τα δύο σπάνια τη δεκαετία του 1930) αφού η ευημερία που, κατά τον Πρόεδρο Χέρμπερι Χούβερ, βρισκόταν «ακριβώς προ των ποδών», είχε προσπεράσει τους περισσότερους Αμερικανούς.
Πολλοί διοργανωτές τάιζαν τους διαγωνιζόμενου 12 φορεί την ημέρα (πλιγούρι βρώμης, αυγά, τοστ, πορτοκάλια, γάδο)… Τα ζευγάρια έτρωγαν όρθια, παίρνοντας φαγητό από ένα τραπέζι ψηλό ωε το στήθος, γιατί ο χορός συνεχιζόταν. Όμως, 12 γεύματα την ημέρα εκείνη την περίοδο ήτα ν ισχυρό κίνητρο. Με την ανεργία να στέλνει τους Αμερικανούς στις ουρές των συσσιτίων μόνο για λίγο ψωμί ή και καθόδου, πολλοί διαγωνιζόμενοι ισχυρίζονταν ότι, παρά τη συνεχή κίνηση, κέρδιζαν βάρος. Όπως έτρωγαν την ώρα του χορού, μπορούσαν να ξυριστούν (με έναν ειδικό καθρέφτη κρεμασμένο στο λαιμό της συντρόφου), να γράψουν, να διαβάσουν εφημερίδα, να πλέξουν, ακόμα και να κοιμηθούν με τη στήριξη του παρτενέρ!… Οι γυναίκες κουβαλούσαν τους κοιμισμένους συντρόφους τουε, παρά την ανισότητα ύψους και του βάρους, και ήταν εκείνες που συνέχιζαν όταν οι άντρες άρχιζαν να παραπαίουν…
Ο χορός συνεχιζόταν όλο το 24ωρο, συχνά όμως υπήρχε κι ένα «περιπατητικό» μέρος, για το οποίο οι κανόνες ήταν ότι τα πόδια δεν σταματούν να κινούνται πάνω-κάτω και τα γόνατα δεν αγγίζουν ποτέ το πάτωμα. Αυτά τα βράδια με μεγάλη προσέλευση κοινού, τα ζευγάρια αναμενόταν να χορεύουν κανονικά όλη νύχτα. 15 λεπτά κάθε ώρα υπήρχαν κλειστοί χώροι για ανάπαυση, γεμάτοι ράντζα.
Οι ιατρικές υπηρεσίες (για φουσκάλες, διαστρέμματα, ακόμα και οδική κατάρρευση) προσφέρονταν στους διαγωνιζόμενους συνήθως σε κοινή θέα. Η κούραση έφερνε τους «χορευτές» σε σχεδόν κωματώδη κατάσταση. Υπέφεραν από παραισθήσεις, υστερικά επεισόδια και μανία καταδίωξης. Κάποιοι μιλούσαν σε φανταστικά πρόσωπα, προσπαθώντας ν’ αντέξουν σε αυτή την βλαπτική για τον ανθρώπινο οργανισμό δοκιμασία…
Ύστερα από αμέτρητες εξαντλητικές ώρες, μόνο τα τρία πρώτα ζευγάρια έφευγαν με κάποιο χρηματικό ποσό. Στην πραγματικότητα, οι μαραθώνιοι ήταν συνήθως στημένοι ή τουλάχιστον μεροληπτικοί, με πολλά μαγειρέματα ανάμεσα σε κριτές και διαγωνιζόμενους, πολλοί από τους οποίου ήταν επαγγελματίες που παρίσταναν τους ερασιτέχνες… Το χειρότερο ήταν ότι το κοινό [κατά 75% γυναικείο] παρακολουθούσε τα μαρτύρια εκείνων των ανθρώπων μ’ ένα είδος διεστραμμένης προσήλωσης: «0 εξευτελισμός μας ήταν διασκέδαση…» [Τζουν Χάβοκ, διαγωνιζόμενη). Οι ζοφερές εικόνες των μαραθωνίων πρόσφεραν στους θεατές, που ζούσαν στην εποχή της ανέχειας και της κατάθλιψης, την πολυτέλεια να αισθάνονται οίκτο και ταυτοχρόνως ανώτεροι από τους λιγότερο τυχερούς…
Η είσοδος της Αμερικής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έστειλε διαγωνιζόμενους και κοινό στην πολεμική βιομηχανία και στα μέτωπα. Οι χορευτικοί μαραθώνιοι επανεμφανίστηκαν μεταπολεμικά, ως φιλανθρωπικοί έρανοι, διατηρώντας ελάχιστα από τα προηγούμενα χαρακτηριστικά τους.
“Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν”
Βραβευμένη δραματική ταινία, σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Πόλακ.
Η ταινία (πρωτότυπος τίτλος They Shoot Horses, Don’t They?) είναι δράμα παραγωγής 1969 σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Πόλακ, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χόρας ΜακΚόι, την οποία διασκεύασαν για τη μεγάλη οθόνη οι Τζέιμς Πόου και Ρόμπερτ Ε. Τόμπσον. Πρωταγωνιστές της οι Τζέιν Φόντα, Μάικλ Σαραζίν, Γκιγκ Γιανγκ, Σουζάνα Γιορκ, Ρεντ Μπάτονς, Μπρους Ντερν και Μπόνι Μπεντέλια. Προτάθηκε για 9 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και χάρισε στον Γκιγκ Γιανγκ το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Υπόθεση: Ο Ρόμπερτ Σάιβερτον (Μάικλ Σαραζίν), που κάποτε ονειρευόταν να γίνει μεγάλος σκηνοθέτης διηγείται στην αστυνομία τα περιστατικά που προηγήθηκαν της σύλληψής του. Όταν ήταν μικρός είχε δει ένα άλογο να σπάει το πόδι του κι έπειτα να το πυροβολούν για να το βγάλουν από το μαρτύριό του. Σε μια παρόμοια κατάσταση βρέθηκε και ο Ρόμπερτ όταν αποφάσισε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, να συμμετάσχει σε έναν μαραθώνιο χορού. Ο Ρόμπερτ βρέθηκε εκεί χωρίς παρτενέρ και ο Ρόκι (Γκιγκ Γιανγκ), ο παρουσιαστής του event του πρότεινε να συνοδεύσει στο χορό την Γκλόρια (Τζέιν Φόντα), μιαν αποτυχημένη και κυνική ηθοποιό της οποίας ο σύντροφος θεωρήθηκε ακατάλληλος για να συμμετάσχει στον μαραθώνιο. Το βραβείο του νικητή του μαραθωνίου ανέρχεται στα 1.500 δολάρια και μερικοί από τους αντιπάλους του ζευγαριού είναι ο Χάρι Κλάιν (Ρεντ Μπάτονς), μεσήλικας ναύτης, η Άλις (Σουζάνα Γιορκ), μια ηθοποιός που φιλοδοξεί να γίνει η νέα Τζιν Χάρλοου και ο συνοδός της Τζόελ (Ρόμπερτ Φιλντς), καθώς και το ζεύγος των φτωχών αγροτών του Τζέιμς και της εγκύου Ρούμπι (Μπόνι Μπεντέλια). Τις πρώτες ώρες τα πιο αδύναμα ζευγάρια είτε αποχωρούν είτε απορρίπτονται. Οι ώρες και οι μέρες περνούν και διαγωνιζόμενοι βιώνουν όλο και περισσότερο αντίξοες συνθήκες, καθώς το παιχνίδι γίνεται όλο και σκληρότερο, ενώ εκείνοι είναι υποχρεωμένοι να χορεύουν ασταμάτητα φτάνοντας ως και το θάνατο.
Ταινία με θέμα την περίοδο της κρίσης του 1929. Ο Τσάρλι Τσάπλιν είχε προσπαθήσει να σκηνοθετήσει την μεταφορά του μυθιστορήματους του ΜακΚόι, ήδη από τις αρχές της 10ετίας του 1950. Αγόρασε λοιπόν τα δικαιώματα του μυθιστορήματος 3.000 δολάρια, έχοντας σκοπό να αναθέσει το ρόλο του Ρόμπερτ στο γιο του Σίντνεϊ και το ρόλο της Γκλόρια στη Μέριλιν Μονρόε. Οι διαδικασίες για την παραγωγή είχαν ολοκληρωθεί, όταν η οικογένεια Τσάπλιν αναχώρησε την ίδια περίοδο προκειμένου να παραστεί στη λονδρέζικη πρεμιέρα της ταινίας Τα φώτα της ράμπας (Limelight). Δεδομένου ότι υπήρχαν όμως υποψίες που ήθελαν τον Τσάπλιν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος (περίοδος Μακάρθι), ο αρχηγός του FBI μεσολάβησε ώστε να απαγορευτεί η επανείσοδός του στις Η.Π.Α. και το εγχείρημα έμεινε απραγματοποίητο.
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα η MGM αγόρασε τα δικαιώματα του μυθιστορήματος και προσέγγισε τον Σίντνεϊ Πόλακ για να του αναθέσει τη σκηνοθεσία. Ο Πόλακ με τη σειρά του επέλεξε την Τζέιν Φόντα για τον ρόλο της Γκλόρια (αφού τον είχαν απορρίψει ήδη η Τζούλι Κρίστι και η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ). Η ηθοποιός όμως τον απέρριψε καθώς θεωρούσε ότι το σενάριο δεν ήταν καλό. Ο Ροζέ Βαντίμ που εκείνη την περίοδο ήταν σύζυγος της Φόντα κατάφερε να διακρίνει τις επιρροές του μυθιστορήματος από τις διδαχές του γαλλικού υπαρξισμού και την έπεισε να δεχτεί το ρόλο. Μετά την προβολή της ταινίας, η Φόντα είχε κατακτήσει τους κριτικούς με την πρώτη της απόπειρα να ερμηνεύσει δραματικό ρόλο. Συναντώντας για πρώτη φορά τον Πόλακ για να συζητήσουν για το σενάριο, η ηθοποιός έμεινε έκπληκτη όταν για πρώτη φορά της ζητήθηκε να εκφράσει την άποψή της πάνω στο σενάριο. Το διάβασε λοιπόν για άλλη μια φορά προσεκτικά κάνοντας σημειώσεις πάνω στο χαρακτήρα που κλήθηκε να ερμηνεύσει. Η ηθοποιός κατάλαβε ότι ήταν η πρώτη φορά που καλούταν να ερμηνεύσει κάτι που πραγματευόταν μεγάλα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα. Παράλληλα ο γάμος της με το Βαντίμ όδευε προς το τέλος του και η Φόντα προσπάθησε να εισαγάγει την προσωπική της απογοήτευση στον ρόλο.
Ο Γουόρεν Μπίτι και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ήταν οι δυο ηθοποιοί που προσεγγίστηκαν για το ρόλο του Ρόμπερτ Σάιβερτον, ενώ ο καρατερίστας Λάιονελ Στάντερ ήταν πρώτη επιλογή για το ρόλο του Ρόκι.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους και τόσο οι κριτικοί όσο και το κοινό την αγάπησαν. Έχοντας προϋπολογισμό 4.8 εκατομ$, έκανε εισπράξεις της τάξης των 12,6 και έγινε η 16η εμπορικότερη της χρονιάς. Οι κριτικοί επαίνεσαν την ερμηνεία των Γιανγκ και Φόντα και η ηθοποιός τιμήθηκε με το Βραβείο των Κριτικών της Νέας Υόρκης για την ερμηνεία της. Η ταινία έλαβε 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ, δεν έλαβε όμως υποψηφιότητα για Καλύτερης Ταινίας και αποτελεί την ταινία που έλαβε τις περισσότερες υποψηφιότητες στο θεσμό των βραβείων χωρίς να προταθεί για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Η Φόντα, υποψήφια για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου (στην πρώτη της υποψηφιότητα), έχασε από τη Μάγκι Σμιθ, ενώ η Σουζάνα Γιορκ, υποψήφια για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου έχασε το βραβείο από την Γκόλντι Χον. Ο Σίντνεϊ Πόλακ στην πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας έχασε το βραβείο από τον Τζον Σλέσιντζερ, νικητή για την ταινία Ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου (Midnight Cowboy, 1969). Η μοναδική νίκη για την ταινία ήρθε από τον Γκιγκ Γιανγκ που βραβεύτηκε με Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Έτσι κι αλλιώς τα όσκαρ λίγο είχαν _και έχουν να κάνουν, με την πραγματική τέχνη, όντας 100% εμπορευματοποιημένα
Για την ιστορία …
- Β’ Ανδρικού Ρόλου – Γκιγκ Γιανγκ
Υποψηφιότητες:
- Σκηνοθεσίας – Σίντνεϊ Πόλακ
- Α’ Γυναικείου Ρόλου – Τζέιν Φόντα
- Β’ Γυναικείου Ρόλου – Σουζάνα Γιορκ
- Διασκευασμένου Σεναρίου – Τζέιμς Πόου & Ρόμπερτ Ε. Τόμπσον
- Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης – Χάρι Χόρνερ & Φρανκ ΜακΚέλβι
- Κοστουμιών – Ντόνφελντ
- Μουσικής Επιμέλειας – Τζον Γκριν & Άλμπερτ Γούντμπερι
- Μοντάζ – Φρέντρικ Στάινκαμπ
Ο σημαντικός Αμερικανός σκηνοθέτης Σίντνεϊ Πόλακ, πέθανε πρόωρα το 2008 σε ηλικία 73 ετών, από καρκίνο. Γεννήθηκε στο Λαφαγιέτ της Ιντιάνα και ήδη στα 17 του, ανακάλυψε τον κόσμο του θεάματος και σε ηλικία μόλις 20 ετών δίδασκε δραματική τέχνη στο Neighborhood Playhouse. Αφήνοντας το θέατρο και την τηλεόραση, όπου είχε κάνει διάφορα σίριαλ, έφυγε το 1965 για το Λος Άντζελες και πέρασε πίσω από την κάμερα γυρίζοντας ταινίες που θεωρούνται πλέον κλασικές με ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία: εκτός από το “Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν” (1969), τις “Τζερεμάια Τζόνσον” (1972), “Τα καλύτερά μας χρόνια” (1973) και “Οι τρεις μέρες του Κόνδορα” (1975).
Μολονότι σκηνοθέτησε δεκάδες σταρ του Χόλιγουντ όπως τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ (με τον οποίο γύρισε επτά ταινίες), τον Πολ Νιούμαν, τη Μέριλ Στριπ, τον Χάρισον Φορντ και τον Τομ Κρουζ, ήταν επίσης ηθοποιός (όπως σε ταινίες του Γούντι Αλεν και του Ρόμπερτ Ολτμαν) και παραγωγός.
Μετά την εμπορική αποτυχία της «Αβάνας», το 1990, αφοσιώθηκε στην παραγωγή ταινιών όπως «Λογική και ευαισθησία» και «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» ενώ έπαιξε και σε διάφορες ταινίες, όπως στο «Μάτια ερμητικά κλειστά» αλλά και στην τηλεοπτική σειρά «Σοπράνος». Η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του ήταν το ντοκιμαντέρ που γύρισε το 2005, με θέμα τον περίφημο αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, το δημιουργό του μουσείου του Μπιλμπάο.
Η ατζέντα της ΟΓΕ μας ταξιδεύει φέτος με αφετηρία μουσική, μελωδίες, τραγούδια