Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στη Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Όταν ήταν 6 μηνών οι γονείς του μετακόμισαν στην Πόλη, στην οποία παρέμεινε ως τα 20 του χρόνια.
Κανένας από τους προγονούς του δεν είχε σχέση με την τέχνη, οι περισσότεροι είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Το 1920 ξεκινάει σπουδές στη Ροβέρτειο Σχολή.
Για ένα χρόνο σπουδάζει Αισθητική στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών από το 1930 ως το 1939.
«Γεννήτορας» πολλών εκατοντάδων καλλιτεχνών
Ο Κουν , τελειώνοντας τη «Ροβέρτιο Σχολή» της Κωνσταντινούπολης, το 1927 πάει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και σπουδάζει Αισθητική. Το 1929 έρχεται στην Ελλάδα και προσλαμβάνεται σαν καθηγητής των Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών. Αντί ενός ρουτινιέρικου μαθήματος, ωθεί τους μαθητές να γράφουν διαλόγους. Αυτή ήταν η αρχή απ’ όπου ξεπήδησαν σκετσάκια και άλλα έργα που έγραφαν οι μαθητές, παρασύροντας και καθηγητές τους, αλλά και οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των μαθητών, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του δασκάλου τους. Μεταξύ των πολλών έργων, που ανέβασε στα 1930 – 1932 η ερασιτεχνική ομάδα του σχολείου, ήταν και έργα που έγραψε ο Κουν . Ιδιαιτέρως, όμως, αξίζει να σημειώσουμε ότι με την ερασιτεχνική σχολικά ομάδα στα χρόνια 1931 – 1936, μεταξύ άλλων έργων ανέβασε τους αριστοφανικούς «Ορνιθες» και «Βατράχους», τον «Στάθη» (ανωνύμου), το «Να ζει το Μεσολόγγι» του Ρώτα, τον ευριπιδικό «Κύκλωπα». Μεταξύ των μαθητών του – μελών της ερασιτεχνικής μαθητικής ομάδας ήταν και οι Δημήτρης Χορν και Αλέξης Σολομός.
Η πρωτοπόρα «Λαϊκή Σκηνή»
Η μεγάλη εντύπωση που προκαλούν οι ερασιτεχνικές παραστάσεις του σχολείου ωθούν τον Κουν , παράλληλα με το δασκαλίκι (για το βιοπορισμό του), να δημιουργήσει το 1933 τη «Λαϊκή Σκηνή» και να ανεβάσει, με ενήλικους, αριστερούς – αργότερα κομμουνιστές ερασιτέχνες (οι οποίοι αργότερα έγιναν οι πρώτοι μαθητές της «σχολής» που δημιούργησε στα πλαίσια της «Λαϊκής Σκηνής» και έπειτα ηθοποιοί του «Θ.Τ.»), την «Ερωφίλη» του Χορτάτση και το 1934 την ευριπιδική «Αλκηστη». Δύο παραστάσεις μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη του θεάτρου μας, που με το λαϊκό χαρακτήρα τους εξέφραζαν τις ιδέες και την αισθητική εκείνων των διανοουμένων και καλλιτεχνών που έναντι των «εισαγόμενων» ρευμάτων του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού αντιπαρέθεταν και υπεράσπιζαν την «ταυτότητα» του ελληνικού πολιτισμού. Παραστάσεις, που «θεμελίωσαν» τον ιδεολογοαισθητικό προσανατολισμό του Κουν , τον οποίο διαμόρφωσε πλήρως με το «Θ.Τ.», προσανατολισμός που αποκλήθηκε «λαϊκός εξπρεσιονισμός». Με τη «Λαϊκή Σκηνή», μέχρι το 1936, ανεβάζει τον αριστοφανικό «Πλούτο», το μολιερικό «Κατά φαντασίαν ασθενή», το γκογκολικά «Παντρολογήματα». Ακολουθούν παραστάσεις στο Κολέγιο Αθηνών (Σαίξπηρ και Αριστοφάνης). Το 1939, με το «Θεατρικό Ομιλο Κ. Κουν » και με σύμπραξη του Ελληνικού Ωδείου και του φιλολογικού συλλόγου «Ασκραίος» ανεβάζει τον τσεχοφικό «Βυσσινόκηπο». Μια παράσταση, επίσης, σημαντική, γιατί με αυτήν προεισήγαγε στο ελληνικό θέατρο τη μέθοδο Στανισλάφσκι.
Περιζήτητος πια από τους καταξιωμένους θιάσους, ο Κουν το 1939 σκηνοθετεί στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη την ιψενική «Εντα Γκάμπλερ». Στα χρόνια 1939 – 1941 σκηνοθετεί πολλά ξένα και ελληνικά έργα στο θίασο της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη (μεταξύ άλλων και τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα», στη μετάφραση του δημοτικιστή Α. Μελαχρινού). Στα 1941 – 1942 ξανασυνεργάζεται με την Κατερίνα.
Το μεγάλο «άλμα»
Τον Ιούνη του 1942, οι προβληματισμοί και οι μακρόχρονες συζητήσεις που έκανε με παλιούς μαθητές του στη «Λαϊκή Σκηνή», νεότερους στη σχολή του και νέους ηθοποιούς – συνεργάτες σε επαγγελματικές παραστάσεις του, καταλήγουν στη δημιουργία του «Θεάτρου Τέχνης». Φράγκο …μηδέν. Ολοι τους. Κι όμως ομόφωνα αποφασίζουν: Αυτό το θέατρο «δε θα είχε λόγο ύπαρξης, αν δε διέφερε απόλυτα απ’ τα υπάρχοντα θέατρα (…) Με απόλυτη πίστη, απόλυτη θυσία», στην «υψηλά διανοητική ευχαρίστηση» που προσφέρει η θεατρική δημιουργία, «πρέπει να ξεφύγουμε από κάθε μαρασμό, δυσπιστία, άρνηση, εγωκεντρισμό, για να βοηθήσουμε να ξεπεταχτεί ο μικρός θεός που ο καθένας κρύβει μέσα του. Πριν από κάθε άλλο χρειαζόμαστε πίστη σε κάτι έξω από μας, μεγαλύτερο από μας (…) Για μια πιο πλούσια, πιο βαθιά, πιο ολοκληρωμένη ζωή, μια ανάταση του εαυτού μας, μια πιο πλατιά κατανόηση των γύρω μας μέσα από την τέχνη, το θέατρο». Ολοι τους ήξεραν και πίστευαν ότι το τότε υπάρχον θέατρο «με το φτηνό βεντετισμό από τη μια μεριά και τον επιχειρηματία από την άλλη», δεν μπορούσε να «ξυπνήσει» στο κοινό «κάτι ανώτερο» και στον καλλιτέχνη «να αγαπά, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του».
Ετσι αρχίζει η μεγάλη «περιπέτεια» του «Θεάτρου Τέχνης», που με το ρεπερτόριο και την αισθητική του, υπήρξε επί τέσσερις δεκαετίες η πρωτοπορία του ελληνικού θεάτρου. Η δεύτερη – στην ιστορία του μετεπαναστατικού και νεοελληνικού θεάτρου – πραγματικά μεγάλη, και το κυριότερο: προοδευτικής κατεύθυνσης (με τα έργα, τους συνεργάτες και ερμηνευτές) «σχολή» της ελληνικής σκηνικής τέχνης, τέχνης καθ’ όλα σπουδαίας. «Σχολή» που έμελλε να γίνει – και να μείνει ακατανίκητο μέχρι το θάνατο του Κουν – το «αντίπαλον δέος»… της άλλης μεγάλης «σχολής», του Εθνικού Θεάτρου. Αν και χωρίς δική του στέγη, το «Θ.Τ.» ξεκινώντας με την ιψενική «Αγριόπαπια» (Οκτώβρης 1942, θέατρο Αλίκης), πηγαίνοντας κόντρα στη γερμανική κατοχή, στην πείνα, στους καθημερινούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι συνεργάτες και ηθοποιοί του (εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από ΕΑΜίτες, αρκετοί ήταν μέλη του παράνομου ΚΚΕ και κάποιοι στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, ή βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά), μέχρι το 1950 ανέβασε πολλά κλασικά και σύγχρονα έργα (ξένα και ελληνικά), σε σπουδαίες σκηνοθεσίες του Κουν και ανάδειξη πολλών σημαντικών Ελλήνων μεταφραστών, συγγραφέων, ηθοποιών, σκηνογράφων.
Από το 1949 έως το 1954 ο Κουν σκηνοθετεί σε διάφορους σημαντικούς θιάσους, αλλά και στο Εθνικό Θέατρο, στο οποίο μεταξύ άλλων κλασικών έργων ανέβασε το περίφημο έργο του – αριστερού τότε – διάσημου Αμερικανού συγγραφέα Τζων Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο και Θάνο Κωτσόπουλο, ο οποίος έλεγε ότι η παράσταση αυτή, υπό την καθοδήγηση του Κουν υπήρξε πολύ μεγάλος και ευτυχής «σταθμός» στην ερμηνευτική καριέρα του.
Και φθάνουμε στα 1954. Επιτέλους, οι άνθρωποι του «Θεάτρου Τέχνης» αποχτούν, φτιάχνοντάς την οι ίδιοι – δουλεύοντας σαν εργάτες, τη δική τους στέγη, το γνωστό «Υπόγειο». Μια μικρή σκηνή, κάτω από τα θεμέλια της στοάς «Ορφέως», που για πρώτη φορά στα χρονικά των ελληνικών θεατρικών αιθουσών διαμορφώνεται ως κυκλική σκηνή. Μια τρίπλευρη για τους θεατές σκηνούλα, που για 33 ακόμα χρόνια (μέχρι το 1987), θαυματούργησε θεατρικά, ακόμα και κόντρα στην Απριλιανή δικτατορία. Θαυματούργησε γιατί αρχή του «Θ.Τ.» ήταν: «Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα».
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ / Ριζοσπάστης
Ο Κ. Κουν έφυγε από τη ζωή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λουλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.