Είναι σαφές ότι βάσει των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών της 4ης Μαρτίου, τα νεοφασιστικά κινήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν μια ουσιαστική, ισχυρή απειλή: το κόμμα Φόρτσα Νουόβα (Νέα δύναμη) συγκέντρωσε το 0,3% των ψήφων παρά τη σχετική, έμμεση προβολή που είχε από αρκετά μέσα ενημέρωσης, κυρίως λόγω εντάσεων που σημειώθηκαν κατά την προεκλογική εκστρατεία. Το άλλο νεοφασιστικό κίνημα, το Κάζα Πάουντ, σταμάτησε στο 0,9%, παρά το ότι πενταπλασίασε τις ψήφους του σε σχέση με το 2013.
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, βέβαια, ο περιορισμός της νεοφασιστικής απειλής, οφείλεται και στην ιδιαιτερότητα της αναμέτρησης αυτής: ότι, δηλαδή, η Λέγκα του Βορρά, με τα ξενοφοβικά της μηνύματα, απορρόφησε πολλούς ακραίους ψηφοφόρους, ενώ το ίδιο συνέβη με το ακροδεξιό κόμμα Αδέλφια της Συμμαχίας, που είναι, επίσης, σύμμαχος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Παρά ταύτα, υπάρχει σειρά ουσιαστικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, πριν από τέσσερις μήνες, σε τοπικό επίπεδο η Κάζα Πάουντ, είχε καταφέρει να λάβει ποσοστό 9% στις διαμερισματικές εκλογές της παραθαλάσσιας περιοχής Όστια. Μετρά πάνω από διακόσιες χιλιάδες κατοίκους και βρίσκεται σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από το κέντρο της Ρώμης. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες για σχέσεις αλληλοϋποστήριξης με το οργανωμένο έγκλημα, αλλά πρέπει να διαπιστωθεί και μια ικανότητα διείσδυσης στη συγκεκριμένη, υποβαθμισμένη περιοχή, η οποία παραμένει ξεχασμένη από τα περισσότερα κόμματα. Στις βουλευτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας, στην Όστια πάντα, οι νεοφασίστες ξεπέρασαν τον εθνικό τους μέσο όρο και συγκέντρωσαν το 2% των ψήφων.
Υπάρχει γενικότερα ένα νέο ανησυχητικό φαινόμενο που παρατηρείται στην ιταλική κοινωνία: μια μεγαλύτερη ανοχή, αν όχι θετική στάση, σε ό,τι αφορά την ιστορική, τραγική εμπειρία του φασισμού. Ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια το να δηλώσει κανείς δημοσίως ότι επικροτεί τις πράξεις και την πορεία του φασιστικού καθεστώτος ήταν κάτι αρκετά σπάνιο, την τελευταία περίοδο παρατηρείται μια επικίνδυνη αλλαγή. Έχει έρθει στην επιφάνεια, από ένα μέρος των πολιτών, μια ανοχή και επιείκεια προς τα φασιστικά πιστεύω, αλλά και τον δικτάτορα Μπενίτο Μουσσολίνι. Η χαρακτηριστική φράση, «το μεγάλο του λάθος είναι ότι συμμάχησε με τον Χίλτερ», ξαναγίνεται δυστυχώς επίκαιρη.
Τυπικά, η άκρα δεξιά, αλλά και νεοφασίστες εξτρεμιστές υποστηρίζουν ότι η αντιπαράθεση φασιστών-αντιφασιστών ανήκει πλέον στο παρελθόν και ότι έχουμε περάσει σε άλλη ιστορική φάση. Αλλά, εκ των πραγμάτων, οι ιδέες και οι πρακτικές της Φόρτσα Νουόβα και της Κάζα Πάουντ αποτελούν συνέχεια της μαύρης αυτής περιόδου της ιταλικής ιστορίας.
Και το όλο αυτό φαινόμενο συνδέεται και με μια αδράνεια σε επίπεδο εφαρμογής του νόμου. Βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, απαγορεύεται η σύσταση πολιτικών δυνάμεων που έχουν ως σημείο αναφοράς την φασιστική ιδεολογία. Στην ουσία, όμως, οι αρμόδιες αρχές δεν δραστηριοποιούνται για να εφαρμόσουν τις διατάξεις αυτές. Και ο επικεφαλής της Φόρτσα Νουόβα, ο Ρομπέρτο Φιόρε, έφτασε να δηλώσει ότι «κανείς δεν πρέπει να τολμήσει να διαλύσει το κόμμα του».
Οι μόνες πολιτικές δυνάμεις, που πριν τις εκλογές επέμειναν στη σημασία της αντιφασιστικής στράτευσης, ήταν το κεντροαριστερό «Δημοκρατικό Κόμμα» και η αριστερά του «Ελεύθεροι και Ίσοι». Με πορείες, κινητοποιήσεις και δηλώσεις των στελεχών τους. Ιδίως μετά τον τραυματισμό έξι Αφρικανών μεταναστών από ακροδεξιό Ιταλό στην πόλη της Ματσεράτα. Δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί, όμως, ότι στις κάλπες η στάση αυτή δεν έτυχε ιδιαίτερης στήριξης.
Προς το παρόν, οι νεοφασιστικές οργανώσεις συμπιέζονται από τη δύναμη και τις συχνά ακραίες θέσεις της Λέγκα και των Αδελφών της Ιταλίας. Αλλά είναι σαφές ότι σε μεγάλο μέρος της ιταλικής κοινωνίας παρατηρείται μια στροφή προς τη βαθιά δεξιά και την άκρα δεξιά, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, σε ένα επόμενο στάδιο, πού θα μπορούσε να οδηγήσει. Ιδίως, μέχρις ότου η Ιταλία δεν καταφέρει να αποκτήσει μια ισχυρή φιλελεύθερη ακροδεξιά παράταξη και μεγάλο μέρος του παραγωγικού της ιστού συνεχίσει να στηρίζει δυνάμεις, οι οποίες εκφράζουν ρατσιστικές και μισαλλόδοξες διαθέσεις.
Πηγή: thepressroom / ΑΠΕ – Θ. Ανδρεάδη – Συγγελάκη