Η 9η Μάη, άμεσα συνδεδεμένη με την 1η Μάη 1945, καταγράφηκε στην ιστορική μνήμη ως η μέρα που η κόκκινη σημαία, το σύμβολο της Οκτωβριανής Επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, υψώθηκε στο Ράιχσταγκ.
Στην Ελλάδα, ο λαός με μπροστάρη το ΚΚΕ πήρε στα χέρια του τον αγώνα ενάντια στους Ιταλούς και στη συνέχεια τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ, μετά από την απελευθέρωση από τους τελευταίους, το πιο πρωτοπόρο τμήμα του πραγματοποίησε την τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ, απειλώντας έμπρακτα για πρώτη φορά την εξουσία της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Σε όλες τις ταξικές στρατιωτικές και πολιτικές συγκρούσεις της δεκαετίας 1940-1950 ιδιαίτερη ήταν η συμβολή της λαϊκής διανόησης, είτε με την ατομική συμμετοχή αντιπροσώπων της στον αγώνα είτε με το δημόσιο λόγο της. Πιο συγκεκριμένα, με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και κατόπιν του κομματικού καλέσματος για συμμετοχή σε αυτόν, λογοτέχνες μέλη και υποστηρικτές του Κόμματος στρατεύονται ή εμψυχώνουν τον πληθυσμό. Συγχρόνως, σε μια σειρά άρθρα υπονοείται η αναγκαιότητα ενός αντιφασιστικού αγώνα και στο εσωτερικό της χώρας, με παράλληλη κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών. Κάποιοι συντάκτες αυτών των άρθρων (Γ. Κορδάτος, Δ. Μέξης) συλλαμβάνονται στο πλαίσιο της κυβερνητικής εντολής «αποσπαρτακοποίησης των λογοτεχνικών εντύπων»[1]. Το διάστημα της Κατοχής, λαϊκοί διανοούμενοι πρωτοστατούν στο ΕΑΜ Λογοτεχνών, βρίσκονται στο βουνό ένοπλοι, παράγουν προπαγανδιστικό υλικό, φυλακίζονται και μερικοί εγκλείονται ακόμη και στο Χαϊδάρι ως μελλοθάνατοι (Θ. Κορνάρος, Γ. Λαμπρινός).
Στις μέρες της Απελευθέρωσης επιδιώκεται από τη λαϊκή διανόηση η «πλατιά ενότητα» και μ’ ένα τμήμα της αστικής διανόησης, συνειδητοποιείται όμως και το γεγονός ότι τίθεται πλέον το ζήτημα της εξουσίας. Έτσι, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών ορισμένοι διανοούμενοι πολεμούν στο πλευρό του ΕΛΑΣ (Κ. Πολίτης, Κ. Ζαμπαθάς) ή διώκονται (Στρ. Δούκας, Θέμος Κορνάρος, Μάρκος Αυγέρης, Παναγής Λεκατσάς).
Μετά από τη Βάρκιζα καταγγέλλονται η «λευκή τρομοκρατία» και οι τότε αστικές κυβερνήσεις και σχηματίζεται ένα «δημοκρατικό μέτωπο αντίστασης» όλης της διανόησης, σε εφαρμογή των κομματικών αποφάσεων περί «ομαλότητας» και «συμφιλίωσης». Στη συνέχεια, όσο κλιμακώνεται η δράση του ΔΣΕ κάποιοι τον ακολουθούν (Δ. Χατζής, Μ. Αλεξανδρόπουλος, Γ. Λαμπρινός), ενώ οι παραμένοντες στην Αθήνα αγωνίζονται να προφυλαχτούν από τις διώξεις και να εκπληρώσουν συνάμα τα καθοριζόμενα κομματικά καθήκοντα (διανομή προκηρύξεων, αναγραφή συνθημάτων). Στο πλαίσιο όλης αυτής τη δραστηριότητας, η 9 Μάη, η προηγούμενη είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων στο Βερολίνο, η ύψωση της κόκκινης σημαίας στο Ράιχσταγκ, η συνολική δραστηριότητα της ΕΣΣΔ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νοηματοδότησή της στις μεταπολεμικές συνθήκες και εν γένει η ερμηνεία της περιέχονται ήδη από το πρώτο μεταπολεμικό διάστημα –και νωρίτερα ακόμα– σε μια σειρά άρθρα, σχόλια, ομιλίες, πεζά, ποιήματα ή μεταφράσεις και αναδημοσιεύσεις έργων της σοβιετικής λογοτεχνίας.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΝΙΚΗ
Σε όλα αυτά τα κείμενα αποδεικνύεται πρώτιστα η βαρύτητα της γερμανοσοβιετικής αναμέτρησης στη νικηφόρα έκβαση του πολέμου. Αναλυτικότερα, καταγράφονται οι κορυφώσεις του πολέμου στο Στάλινγκραντ, το Λένινγκραντ, τη Μόσχα, το Κουρσκ, γνωστοποιούνται περιστατικά απ’ όλο το φάσμα των επιχειρήσεων (μάχες, σαμποτάζ, αντικατασκοπία, υπεράσπιση των πόλεων, πολεμική βιομηχανία, γυναικεία συμμετοχή), δημοσιεύονται τα διαθέσιμα αριθμητικά δεδομένα (αντίπαλες δυνάμεις, απώλειές τους σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικό, θύματα της ΕΣΣΔ, καταστροφές στη σοβιετική επικράτεια) και επισημαίνεται ο διττός αντίκτυπος των σοβιετικών επιτευγμάτων στον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή η ώθηση στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των υπό κατοχή λαών και η αποθάρρυνση των Γερμανών.
Προς επίτευξη όλων των παραπάνω και προς απόκτηση μιας κατά το δυνατόν πληρέστερης εικόνας, αναπτύσσεται ένας πρόσθετος σχεδιασμός. Δημοσιεύονται σε συνέχειες, στο «Ριζοσπάστη», στην «Ελεύθερη Ελλάδα» και στα «Ελεύθερα Γράμματα»[2] μια σειρά σοβιετικά διηγήματα («Στα μετόπισθεν του εχθρού», «Η Νέα Φρουρά», «Γκεπεού κατά Γκεστάπο», «Οι νικητές», «Αγώνες τιτάνων στις φλεγόμενες στέπες», «Η πολιορκία του Λένινγκραντ»). Οργανώνονται διαλέξεις με ανάλογο περιεχόμενο από ΕΑΜικούς λογοτέχνες, ανατυπώνονται φωτογραφικά στιγμιότυπα από το σοβιετικό μέτωπο και σκίτσα από το σοβιετικό και διεθνή Τύπο. Σ’ ένα από τα αυτά, δημοσιευμένο σε αγγλική εφημερίδα, ο μεγαλόσωμος Στάλιν κυνηγά τον Χίτλερ και ακολουθούν οι υπόλοιποι ηγέτες του αντιφασιστικού συνασπισμού[3].
Επίσης, διαφημίζονται σοβιετικά κινηματογραφικά έργα («Ουράνιο τόξο», «Ζόγια», «Σοβιετικά νιάτα», «Θύελλα στην Ουκρανία», «Ξαναβγαίνει ο Ήλιος», «Αναγκαστική προσγείωση»), οργανώνεται εβδομάδα σοβιετικού κινηματογράφου, ενώ, σε μια συμβολική ενέργεια, ο Νίκος Ζαχαριάδης παραβρίσκεται στην προβολή της ταινίας «Ουράνιο τόξο» και την επιδοκιμάζει κατά το κλείσιμό του στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, σημειώνοντας: «Για παράδειγμα, το “Ουράνιο τόξο”, όταν το βλέπεις, σου πιάνει πραγματικά την ψυχή … φεύγεις από την παράσταση με μια εσωτερική απαίτηση να κάνεις κάτι»[4].
Παράλληλα, ο Γιάννης Ρίτσος στο έργο του «Οι γειτονιές του κόσμου» αναπαριστά ποιητικά το άκουσμα της νίκης στο Στάλινγκραντ σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων, στα ελληνικά βουνά και τις αθηναϊκές συνοικίες, και αποδίδει το φόβο των Γερμανών αξιωματικών, το αίσθημα δικαίωσης κρατουμένων και μελλοθάνατων, τον ενθουσιασμό των αγωνιζόμενων και την ισχυροποίηση του ΕΛΑΣ: «Χτες βράδυ μετέδωσε ο σταθμός του Βερολίνου: “Τα στρατεύματά μας εγκατέλειψαν το Στάλινγκραντ … Τούτα τα αστέρια στην ανατολή … φωτεινά –τα βουνά, τα αξύριστα πρόσωπα, τα μάτια, προπαντός τα μάτια των φυλακισμένων, τα μάτια των σκοτωμένων … Ο Βαγγέλης που τον πηγαίνουν στον τόπο της εκτέλεσης … έμαθε για το Στάλινγκραντ και ο σύντροφος Βαγγέλης ξέρει να χαίρεται τη χαρά του κόσμου … Μα ο κ. Διοικητής δεν είναι σίγουρος, κρυώνει … πρόφθασες μαθές και τ’ άκουσες … κι όπου να ’ναι η Λευτεριά … Ακούγαμε τα χωνιά της συνοικίας … Ο ΕΛΑΣ προχωρεί, ο φασισμός λουφάζει”»[5].
Ίδια είναι η ποιητική ιδέα στο έργο του Νίκου Καββαδία «Αθήνα 1943», το οποίο δημοσιεύεται στη διάρκεια της Κατοχής στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι»: «Οι δρόμοι, κόκκινες γιομάτοι επιγραφές, τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη … Γραίγο μου, κατρακύλα απ’ την Κριμαία … ώρα την ώρα φουντώνει το μελίσσι ως τη στιγμή που μες τους δρόμους θ’ ακουστεί η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει»[6].
Η απήχηση των εξελίξεων των στρατιωτικών συγκρούσεων στο Ανατολικό Μέτωπο συναντιέται και στο πεζό του Λευτέρη Αλεξίου «Ανεβλήθη επ’ αόριστον», αν και η αφετηρία της στο συγκεκριμένο έργο τοποθετείται νωρίτερα, από την έναρξη κιόλας της γερμανικής εισβολής στην ΕΣΣΔ[7]. Ο Δημήτρης Χατζής στο μυθιστόρημά του «Φωτιά» εμβαθύνει σε πιο καθημερινές πτυχές και αποτυπώνει την ψυχική ξεκούραση από το φόβο των κατακτητών, την αγωνία της επιβίωσης, τις έγνοιες της Αντίστασης, τον εργασιακό μόχθο, το σωματικό πόνο, αξιοποιώντας τις ειδήσεις από το σοβιετικό μέτωπο: «Το βράδυ, μόλις τέλειωναν οι δουλειές, ο γιατρός, οι νοσοκόμοι, οι λαβωμένοι … βγαίναν έξω από το χωριό και χαίρονταν την ήμερη νύχτα. Μιλάγανε για τον πόλεμο και για τη Ρωσία, οι αντάρτες μολογούσανε, τραγουδάγανε»[8].
Ο Γιώργος Λαμπρινός αποφαίνεται: «Κι αν η θύελλα τούτη μπορούσε ανεμπόδιστη να κατακάψει την απέραντη χώρα … τότε το ανθρώπινο στόμα, όπου γης, θα αργούσε πολύ να προφέρει ξανά έστω ψιθυριστά τη λέξη λευτεριά»[9].
Σε παρόμοια κατεύθυνση με τους παραπάνω κινείται και το βιβλίο «Στάλινγκραντ – τέσσερις μήνες ενός αγώνα», που εσπευσμένα συγγράφει και εκδίδει ο Γιώργος Φιλίππου-Πιερίδης[10] το 1943 στην Αίγυπτο.
«ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΑ ΑΝΕΜΙΖΟΥΝΕ ΣΤΟ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ»
Παράλληλα, αναδεικνύεται από τους κομμουνιστές λογοτέχνες η βαθιά σχέση μεταξύ της Οκτωβριανής Επανάστασης και της μετέπειτα οικοδόμησης του σοσιαλισμού από τη μια και της σοβιετικής εποποιίας το διάστημα 1941-1945 από την άλλη. Διαπιστώνεται για την ακρίβεια ότι η ιστορική μεταβολή που συντελούνταν από το 1917 (πεντάχρονα, κολεκτιβοποίηση, εξάλειψη ανεργίας, εργατική εξουσία, περιορισμός ταξικών και εθνικών ανισοτήτων, ισοτιμία αντρών-γυναικών, καταπολέμηση αναλφαβητισμού) διασφάλισε τις υλικές δυνατότητες αντοχής σε έναν τέτοιο εξαντλητικό πόλεμο και καλλιέργησε όσες αρετές εμφάνισε στη διάρκειά του ο σοβιετικός λαός (ανθεκτικότητα, αυτοθυσία, πίστη, ομοψυχία, εθελοντική συμμετοχή και των μη στρατεύσιμων, εργατικότητα, παραδειγματική στάση των κομμουνιστών).
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο εμπνευσμένο από το Στάλινγκραντ ποίημά του, «Ηρωική συμφωνία», διερωτάται: «Ποιος Χριστός τους κοινώνησε με το τρομαχτικό μυστήριό του, ποια δύναμη τους φίλησε στα χείλη, ποιος τους έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά και μονομιάς εφύσηξεν ο άνεμος της ελευθερίας μέχρι τα πέρατα του κόσμου, ποιος τις περήφανες φωτιές άναψε στις σημαίες τους και τον παγκόσμιο φώτισαν πόνο από τόσο ύψος!»[11]. Ο Γιάννης Ρίτσος απαντά με τον εξής στίχο, ο οποίος επαναλαμβάνεται στο τέλος των επιμέρους θεματικών ενοτήτων: «Χιλιάδες σφυροδρέπανα ανεμίζουνε στο Στάλινγκραντ» και το συνυφασμένο πολιτικό του φορτίο. Αυτά τα «χιλιάδες σφυροδρέπανα» ορίζονται προφανώς ως σταθερός παρανομαστής όσων γεγονότων εξιστορούνται.
Στο ίδιο πνεύμα τα «Ελεύθερα Γράμματα» διαπιστώνουν: «Νίκη, όμως και νίκη πολιτική, νίκη ανθρώπινη … ο άνθρωπος ο θρεμμένος με το σύστημα αυτό νίκησε τον ναζί … Ο άνθρωπος του Στάλινγκραντ αγωνίζεται να απελευθερώσει τη γη από τους εμπρηστές του Ράιχσταγκ»[12].
Οι Νίκος Κιτσίκης και Γιώργος Λαμπρινός είναι πιο αναλυτικοί: «Ο Κόκκινος Στρατός είναι αποτέλεσμα της μεγάλης οργανωτικής δύναμης του σοβιετικού καθεστώτος, το οποίο κατόρθωσε να ενώσει τους εργάτες, αγρότες, διανοούμενους, όλες τις πηγές της χώρας για τον πόλεμο εναντίον των εισβολέων»[13]. «Ο λόγος του πρωτάκουστου άλματος, που είναι ωστόσο απλός, ο Σοσιαλισμός. Εκεί λέω βρίσκεται η πηγή της τιτανικής δύναμης που όπλισε τη μεγάλη χώρα με την εσωτερική της αρμονία, χωρίς ταξικούς σπαραγμούς, με την υλική ισχύ και την ψυχική ρώμη»[14].
Σε άλλα σημεία τα γεγονότα εντάσσονται στην εξελεγκτική-διαλεκτική πορεία της ανθρωπότητας και στην πρωτοπόρα δράση της εργατικής τάξης. Ο Γιάννης Ρίτσος διακρίνει την ταξική σύνθεση του Κόκκινου Στρατού και τη σημαντική παρουσία εργατών σε αυτόν: «Τούτα τα χέρια Ροζιασμένα απ’ τον κασμά και το δρεπάνι, Ροζιασμένα από το κοντάρι της σημαίας … μπορούν να χτίσουν τα καμπαναριά της Επανάστασης»[15].
Ο Φώτης Αγγουλές επίσης στο γνωστό τετράστιχό του για το Στάλινγκραντ σημειώνει: «Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες και λιώσαν τα χιόνια και ζεστάθηκαν οι καρδιές των ανθρώπων. Ύστερα, πήρε ο χάρος τον Τσάρο»[16].
Επίσης, η Μέλπω Αξιώτη στο έργο της «Πρωτομαγιές 1886-1945» αναφέρεται στα γεγονότα της ΕΣΣΔ: «Μα δίπλα υπάρχουν τα 200 εκατομμύρια σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών … 470 χιλιάδες στρατού … Υπάρχουνε τα Στάλινγκραντ … οι μεταλλωρύχοι των Ουραλίων … ο σταχανοβίστας Πατσένκο»[17].
Κάποιες προσεγγίσεις όμως μετατοπίζονται από την παραπάνω οπτική. Ο Νίκος Καζαντζάκης προλογίζει το έργο του Σ. Γκόπνερ «Η ορμητική άνοδος πολιτισμού» στην ΕΣΣΔ, το οποίο εκδίδεται από τον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο στην Ελλάδα το 1945. Εκεί σωστά αθροίζει στους παράγοντες της νίκης τη μορφωτική άνοδο του σοβιετικού λαού, υπάγει όμως την επιτευχθείσα από την ΕΣΣΔ πρόοδο στην –καταγεγραμμένη ήδη στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ασκητική»– ιδεαλιστική κοσμοθεωρία του. Αντιμετωπίζει δηλαδή το κομμουνιστικό κίνημα ως έκφραση στη σύγχρονη εποχή της προαιώνιας «ζωτικής ορμής» της, κατ’ αυτόν, κινητήριας δύναμης της Ιστορίας. Διαβάζουμε: «Όλοι οι υπεύθυνοι οδηγοί της Ρουσίας μάχονται να φωτίσουν τις μάζες … Σε κάθε εργοστάσιο, στρατώνα, νοσοκομείο, φυλακή, καράβι, σκολείο, χωριό, υπάρχει ιερός άσβεστος πυρήνας, μια λέσχη μια μορφωτική ίσμπα, μια Κόκκινη Γωνιά – με βιβλιοθήκη, εφημερίδες, περιοδικά, συχνά με κινηματογράφο, ορχήστρα, πρόχειρη θεατρική σκηνή». Σε προηγούμενο σημείο επίσης: «Το δεύτερο χρέος είναι να δημιουργηθεί ένας κόσμος καλύτερος, όπου να κυριαρχεί αυτό που λέμε φως ή θεός ή ανήφορος. Την προσπάθεια τούτη πραγματοποιεί η Σοβιετική Ρουσία. Αυτή είναι σήμερα ο δημιουργικός στρόβιλος, το περιδινούμενο πυραχτωμένο νεφέλωμα… Για αυτό, οτιδήποτε μάθουμε πως γίνεται εκεί πέρα, μια της επιστημονική εφεύρεση, μια καλή της εσοδεία, μια νίκη στρατιωτική, μας ενδιαφέρουν βαθύτατα και χαιρόμαστε»[18].
Επιπλέον, στο ποίημα του Στεπάν Στσιπάτσεφ «Στην Κόκκινη Πλατεία», το οποίο φιλοξενείται στο «Ριζοσπάστη», στην πολεμική αποτελεσματικότητα των Σοβιετικών ανιχνεύεται η πανάρχαια ρωσική ψυχή, κυρίως η μορφή του Ιβάν Τρομερού: «Εδώ δε σβύστηκαν ποτέ τα χνάρια των αιώνων. Κάτω από τις πέτρες μένουν τα ίδια χώματα που τ’ άγγιξε του Ιβάν του τρομερού η αδρή ράβδος»[19].
«ΦΥΣΑΝΕ ΤΩΡΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ ΑΝΕΜΟΙ»
Υπαρκτή είναι ακόμη σε αρκετά κείμενα η βεβαιότητα ότι η ήττα του φασισμού, το κύρος της ΕΣΣΔ και η αυξανόμενη επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων προμηνύουν σημαντικά βήματα στην ανθρώπινη πρόοδο. Η «συνέχεια» ωστόσο της νίκης δε γίνεται παντού το ίδιο αντιληπτή. Κάποιες φορές ως μεταπολεμικά αιτήματα προβάλλονται αόριστα η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η ειρήνη. Πρόσθετα, η εφαρμογή τους εναποτίθεται στην επιθυμία όσων χωρών πολέμησαν το φασισμό, με εξαίρεση ίσως την Αγγλία, στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ και στην επικράτηση ανθρωπιστικών συναισθημάτων. Αλλού όμως ολοκλήρωση της αντιφασιστικής νίκης συνιστούν η ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ, η επικράτηση του σοσιαλισμού στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, καθώς και στην Άπω Ανατολή, οι προσδοκώμενες ανά τον κόσμο κοινωνικές εξεγέρσεις και, στην περίπτωση της Ελλάδας, το πολιτικό και συναισθηματικό αντιστάθμισμα της Δεκεμβριανής ήττας, με αποτέλεσμα την επανέναρξη του αγώνα.
Τα «Ελεύθερα Γράμματα» αναγγέλλουν σε πρωτοσέλιδο σχόλιό τους: «Οι σειρήνες ήχησαν για τελευταία φορά αγγέλλοντας το τέλος του μεγαλύτερου πολέμου της Ιστορίας –τη νίκη της λευτεριάς. Η ζωή όσων έπεσαν στον υπέρτατο αυτόν αγώνα για τον πολιτισμό δεν πήγε χαμένη. Η αυγή της ειρήνης θα σταθεί η αυγή ενός καλύτερου κόσμου»[20]. Και συνεχίζουν: «Συνεδριάζουν οι Τρεις Μεγάλοι. Οι λαοί των ελεύθερων εθνών έχουν καρφωμένα τα μάτια τους προς τα εκεί, με τη βεβαιότητα πως θα μπουν οι βάσεις ενός καλύτερου ειρηνικού κόσμου»[21].
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημα «Ειρήνη» προβλέπει τον εξευγενισμό των ανθρώπων και την ακόλουθη κατάργηση του πολέμου. «Η μάχη τέλειωσε … Ησυχία βασιλεύει εδώ. Το χώμα ξαναβρήκε τη δύναμή του … Στις ανθισμένες αχλαδιές κάθεται η αθωότητα – εκατομμύρια ψυχές που εύχονται την αγάπη … μεγάλωσε η καρδιά μας. Αυτό δε θα ξαναγίνει ποτέ … τα πρωινά του μάτια – δόξα σοι ο θεός, βλέπουν τον κόσμο χωρίς σύννεφο»[22].
Ο Δημήτρης Φωτιάδης, από την άλλη, αντιλαμβάνεται το μη ταυτόσημο για όλους περιεχόμενο των παραπάνω αιτημάτων. «Μερικοί όμως ανόητοι νομίζουν πως είναι δυνατόν … Ν’ αναβιώσουμε το 1939 … Οι λαοί διψούν για αληθινή δικαιοσύνη και λευθεριά και η δοκιμασία τους έδωσε την πολιτική ωριμότητα να διακρίνουν τη γνήσια από την κάλπικη»[23] και προσθέτει: «Από τη μια στην άλλη άκρη της Ευρώπης φυσάνε τώρα περίεργοι άνεμοι. Τα παλιά πολιτικά και πνευματικά φέουδα γκρεμίζονται»[24].
Το μοτίβο του «ανέμου» υπάρχει και στον Γιάννη Ρίτσο, όμως περισσότερο πολιτικά και ταξικά προσδιορισμένο: «Ακούστε πώς τραγουδάει ο άνεμος στα στόμια των ανθρακωρυχείων στις μπαμπακοφυτίες της Νότιας Αμερικής, στις συνοικίες της Βαρσοβίας, της Πράγας, της Αθήνας, στο Πεκίνο στις φυτείες του ρυζιού, στο μετρό του Παρισιού και στις πλατείες της Ρώμης, στη Βουδαπέστη, στη Σόφια, στο Βουκουρέστι, ετούτο το τραγούδι που το παίζει ο Σοστακόβιτς απάνω στα χαλύβδινα πλήκτρα του φράγματος της Καχόβκα κι ο Ρόμπσον το τραγουδάει στις συνοικίες των νέγρων»[25].
Ο επιθυμητός απόηχος της σοβιετικής προέλασης στα ελληνικά πράγματα αποτυπώνεται πάλι από τον Γιάννη Ρίτσο στο κείμενο «Σούρουπο στη συνοικία»: «Κυττάει τον τοίχο με τα κόκκινα σβυσμένα γράμματα … Μη χολοσκάς μη δα σβυστήκανε και από την καρδιά μας; … Όλα σμίγουν ξανά … και η φωνή του εφημεριδοπώλη “Οι Ρώσοι στο Βερολίνο”»[26].
Ο Θεοδόσης Πιερίδης επίσης στο ποίημά του «Ύμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη» παρουσιάζει τα Δεκεμβριανά εν μέρει ως συνέχεια των αγώνων της ΕΣΣΔ: «Και τώρα κίνησεν απ’ του Στάλινγκραντ την παγωμένη στέπα … και ορμητικός κατέβη και σε τύλιξε μέσ’ στις φτερούγες του πάλι, Αθήνα»[27]. Ο Φώτης Αγγουλές προχωράει περισσότερο και συμπυκνώνει στο στίχο του «Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε το Στάλινγκραντ» τη διαχρονική λειτουργία των γεγονότων ως πηγή έμπνευσης κάθε αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την ταξική ανισότητα και εκμετάλλευση.
ΠΕΝΕΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Κατά την πραγμάτευση των παραπάνω ζητημάτων φαίνεται ο μη ενιαίος προσδιορισμός του χαρακτήρα του Πατριωτικού Πολέμου στην ΕΣΣΔ. Το πρώτο διάστημα εντοπίζεται η επιφανειακή –ακριβέστερα η πιο ουδέτερη– θεώρηση του Πατριωτικού Πολέμου μόνο ως τμήμα του κοινού συμμαχικού αγώνα και η συνάθροιση των σοβιετικών επιτευγμάτων με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ-Βρετανίας. Ταυτόχρονα όμως και όσο εκδηλώνεται η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και υπό το βάρος της βρετανικής επέμβασης στην Ελλάδα, φωτίζονται οι μη αναιρούμενες αντιθέσεις, εντός του αντιφασιστικού συνασπισμού, ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και την ΕΣΣΔ, ο Πατριωτικός Πόλεμος συναθροίζεται με τον αγώνα των λαϊκών στρωμάτων και πρώτα των κομμουνιστών σε κάθε τόπο, σε διάκριση συχνά με τη στάση αντίστοιχων κρατών και κυβερνήσεων, και αντιμετωπίζεται ως κεφάλαιο στην Αντιφασιστική Νίκη των λαών.
Γράφουν τα «Ελεύθερα Γράμματα» το Μάη του 1945: «Βόλγας, Ατλαντικός Ωκεανός, Αίγυπτος. Ο ναζισμός νικούσε … Ξάφνου μια πόλη ορθώθηκε, το Στάλινγκραντ … Έπειτα ακολούθησε η νίκη στο Ελ Αλαμέιν … Μετά ήρθε η απόβαση στη Νορμανδία»[28]. Νεκρολογούν επίσης τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ με τα ακόλουθα: «Η πατρίδα μας έχασε … έναν τολμηρό πρωτοπόρο που με τόση ανένδοτη πίστη είχε αναλάβει να σώσει την ανθρωπότητα από το βάρβαρο εφιάλτη του φασισμού και να την οδηγήσει στον υψηλό ανήφορο της ελευθερίας»[29].
Ένα χρόνο όμως αργότερα καταγγέλλουν το μη άνοιγμα δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη από τα καπιταλιστικά κράτη, γράφοντας: «Η κυβέρνηση του Τσόρτσιλ προτιμούσε να τραβήξει το δρόμο που θα παρέτεινε την ουσιαστικά μονόπλευρη αντίσταση της Σοβιετικής Ένωσης»[30], ενώ ο Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής, στο έργο του «Ο Δρομάκος με την πιπεριά», αναφέρεται στην επιδίωξη των ΗΠΑ να εισέλθουν πρώτοι στο Βερολίνο και ίσως ανιχνεύει τη σκοπιμότητα της απόβασης στη Νορμανδία: «Ηρώ, να ξέρεις, αν θα κερδίσεις θα πει πως θα μπουν οι Αμερικανοί πρώτοι στο Βερολίνο! … Τότε θα χάσει σίγουρα! Δεν έμαθε πως οι Ρώσοι ολοκλήρωσαν την περικύκλωση του Βερολίνου»[31].
Ο Μενέλαος Λουντέμης εστιάζει στη μη παραίτηση των καπιταλιστικών κρατών από την επιδίωξη ανατροπής της ΕΣΣΔ και πλάθει συγκεκριμένα ένα διάλογο μεταξύ τους στην αλληγορική εισαγωγή του διηγήματός του «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης»: «Βοήθα και συ, αδερφοποιητέ! –φώναξε η αρκούδα (ΕΣΣΔ)– χάνουμε. Περίμενε. Για να πηδήξω το ποτάμι θέλει κότσια. Περίμενε, λιμάρω τα νύχια μου, απάντησε το Λιοντάρι (Αγγλία-καπιταλιστικά κράτη) … Αρκούδα, εσύ μας γλίτωσες, έλεγαν. Μόλις το ακούει το λιοντάρι, μανιάζει και αρπάζει ένα πούπουλο του γερακιού (φασιστικός συνασπισμός) … Λυπήσου την άμοιρη αδερφούλα μας (Ελλάδα)… Λιοντάρι – Τώρα να τελειώσω με αυτήν και σας δείχνω»[32].
Επιπρόσθετα, ο Κ. Βάρναλης αποδομεί στο ποίημα «Φιλέλλην» την αναγόρευση του Τσόρτσιλ σε «πατέρα της νίκης» και τον αποκαλεί «Σάπιο σαντάρδο της εσχάτης πειρατείας». Επιπλέον, ο Ασημάκης Πανσέληνος ξεχωρίζει το βρετανικό λαό από την πολιτική ηγεσία του: «Ο Τσόρτσιλ μπορεί να στάθηκε επικεφαλής του λαού, όμως για άλλο σκοπό πολέμησε αυτός και για άλλο πολέμησε ο λαός»[33].
Ο Γιάννης Ρίτσος συνενώνει ποιητικά τις θυσίες των κομμουνιστών: «Έτσι έφυγε και ο Φούτσικ και ο Περί κι η Ζόγια, βγάζοντας από τις τσέπες του χιλιάδες προκηρύξεις … ανεβάζοντας ο άνεμος τις προκηρύξεις ως το κελί του Λαμπρινού και του Θέμου Κορνάρου»[34], ενώ ίδια είναι η επιλογή στο ποίημα του Φώτη Αγγουλέ «Πρέπει»: «Μέσα από τις φλόγες πρέπει να σώσουμε την ειρήνη. Ας πούμε πως είναι η Ζώγια. Ας πούμε πως είναι η Μάλτσεβα»[35].
Στο συνολικό υλικό αντανακλώνται, πέρα από φιλολογικά γνωρίσματα (είδος κειμένου, τεχνοτροπία, γλώσσα, χρονική απόσταση μεταξύ συγγραφής και έκδοσης), η αντιφασιστική συμμαχία, το μεταπολεμικό διεθνές τοπίο, η δεκεμβριανή σύγκρουση στην Ελλάδα και ο ρόλος της Βρετανίας σε αυτήν, το ξεδίπλωμα της μεταδεκεμβριανής τρομοκρατίας, η επικείμενη δράση του ΔΣΕ, η ιδεολογική συγκρότηση του κάθε λογοτέχνη και αυτονόητα οι κατευθύνσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚΕ. Σε γενικές γραμμές, η λαϊκή διανόηση, παρά την προτεραιότητα στην καταγραφή της εγχώριας ΕΑΜικής Αντίστασης, αγωνιά εξαρχής να διασωθούν στη μνήμη των ανθρώπων το σοβιετικό έπος, η παγκόσμια εμβέλεια και η σημαντικότητά του. Επιπλέον, παρά τις αντιφάσεις, τα γεγονότα τοποθετούνται σταδιακά στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τον ιμπεριαλισμό και στην εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Η μελέτη του υπάρχοντος υλικού και ασφαλώς η περαιτέρω διερεύνησή του δείχνει και σήμερα τις δυνατότητες οι οποίες περικλείονται στη σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας, ακόμη και σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου, αλλά και τη σταθερή αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη, το κεφάλαιο και τις διακρατικές του ενώσεις.
Του Βασίλη Μόσχου
Ο Βασίλης Μόσχος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου.
Αναδημοσίευση από την ΚΟΜΕΠ, τευχ. 4 – 2015
____________
[1] Π. Παπαστράτη – Μ. Λυμπεράτου (επιμ.): «Αριστερά και αστικός πολιτικός κόσμος 1940-1960», εκδ. «Βιβλιόραμα», σελ. 360-368.
[2] Το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» ξεκίνησε την έκδοσή του το Μάη του 1945, προκειμένου να αποτελέσει όργανο της προοδευτικής διανόησης. Διευθυντής ορίστηκε ο Δ. Φωτιάδης, ο οποίος όμως εξορίστηκε το 1948. Στη συνέχεια, διευθυντικά καθήκοντα ανέλαβε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ως την απομάκρυνσή του από το περιοδικό, το 1949. Η κυκλοφορία συνεχίστηκε ως το 1950, υπό τη διεύθυνση πια του Στρατή Δούκα.
[3] Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 9 Μάρτη 1945.
[4] «Ο τελικός λόγος του σ. Ν. Ζαχαριάδη στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 9 Οκτώβρη 1945.
[5] Γιάννη Ρίτσου: «Ποιήματα τα επικαιρικά 1945-1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 44, 46, 50, 51
[6] «Αθήνα 1943», στο περιοδικό «Πρωτοπόροι», τ. 5, σελ. 9, Δεκέμβρης 1943.
[7] Έλλης Αλεξίου: «Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής λογοτεχνίας 1941-1944», εκδ. «Akademie-Verlag-Berlin» και εκδ. «Παπακώστα», σελ. 28.
[8] Δημήτρη Χατζή: «Φωτιά», εκδ. «Το Ροδακιό», σελ. 45.
[9] Γιώργου Λαμπρινού: «Η πορεία ενός λαού», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 26-27, σελ. 1-2, 9 Νοέμβρη 1945.
[10] Ο Κύπριος συγγραφέας Γιώργος Φιλίππου-Πιερίδης συγκροτεί με τους Σακελάρη Γιαννακάκη, Θεοδόση Πιερίδη, Γιάννη Χατζηανδρέα (Στρατή Τσίρκα), Νίκο Νικολαΐδη, Οδυσσέα Καραγιάννη κ.ά. μια από τις πρώτες ομάδες Ελλήνων κομμουνιστών της Αιγύπτου («Το κομμουνιστικό κίνημα των Ελλήνων της Αιγύπτου», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 1-2 Μάρτη 2014).
[11] Νικηφόρου Βρεττάκου: «Τα ποιήματα», εκδ. «Τα τρία φύλλα», σελ. 120.
[12] Jean Richard Bloch: «Ο άνθρωπος του Στάλινγκραντ», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 11, σελ. 15, 20 Ιούλη 1945.
[13] Νίκου Κιτσίκη: «Ελλάδα και Σοβιετική Ένωση», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 18, σελ. 1-2, 7 Σεπτέμβρη 1945.
[14] Γιώργου Λαμπρινού: «Η πορεία ενός λαού», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 26-27, σελ. 1-2, 9 Νοέμβρη 1945.
[15] Γιάννη Ρίτσου: «Ποιήματα τα επικαιρικά 1945-1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 93.
[16] Γιώργου Σιδέρη: «Φώτης Αγγουλές», εκδ. «Κέδρος», σελ. 115.
[17] Μέλπως Αξιώτη: «Χρονικά», εκδ. «Κέδρος», σελ. 178-180.
[18] Έλλης Αλεξίου: «Για να γίνει Μεγάλος», εκδ. «Δωρικός», σελ. 242-243.
[19] «Στην Κόκκινη πλατεία», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 23 Γενάρη 1947.
[20] «8 Μαΐου», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 2, σελ. 1, 12 Μάη 1945.
[21] «Οι τρεις μεγάλοι», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 11, σελ. 1, 20 Ιούλη 1945.
[22] Νικηφόρου Βρεττάκου: «Τα ποιήματα», εκδ. «Τα τρία φύλλα», σελ. 149.
[23] Δημήτρη Φωτιάδη: «Η νίκη», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 2, σελ. 1, 2, 12 Μάη 1945.
[24] Δημήτρη Φωτιάδη: «Τείχη πανύψηλα τείχη», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 11, σελ. 1, 20 Ιούλη 1945.
[25] Γιάννη Ρίτσου: «Ποιήματα τα επικαιρικά 1945-1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 93, 103.
[26] Γιάννη Ρίτσου: «Σούρουπο στη συνοικία»», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 2, σελ. 16, 12 Μάη 1945.
[27] Θεοδόση Πιερίδη: «Ύμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 30-31, σελ. 10, 7 Δεκέμβρη 1945.
[28] «Βερολίνο», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 1, σελ. 1, 5 Μάη 1945.
[29] «Πνευματική ζωή», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 1, σελ. 15, 5 Μάη 1945.
[30] Helen Leonard: «Στα παρασκήνια του πολέμου», περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 52, σελ. 10, 1 Γενάρη 1946.
[31] Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή: «Ο Δρομάκος με την Πιπεριά», εκδ. «Ηριδανός», σελ. 660
[32] Μενέλαου Λουντέμη: «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης», στο Μπάμπη Γραμμένου (επιμ.): «Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης, η ένοπλη απάντηση του λαού στην αγγλική κατοχή», εκδ. «Φιλίστωρ», σελ. 111-114.
[33] Ασημάκη Πανσέληνου: «Τσόρτσιλ», «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 13, σελ. 1, 3 Αυγούστου 1945.
[34] Γιάννη Ρίτσου: «Ποιήματα τα επικαιρικά 1945-1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 60.
[35] Γιώργου Σιδέρη: «Φώτης Αγγουλές», εκδ. «Κέδρος», σελ. 216.