Γράφει η ofisofi //
Την ερχόμενη Κυριακή γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας σε ανάμνηση μιας μεγάλης εκδήλωσης διαμαρτυρίας που έγινε στις 8 Μαρτίου του 1857 από εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Υόρκη, οι οποίες ζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε το 1910 από τη Διεθνή Γυναικεία Διάσκεψη της Κοπεγχάγης, ύστερα από πρόταση της μεγάλης φεμινίστριας και σοσιαλίστριας Κλάρας Τσέτκιν. Σκοπός της ήταν να διατηρηθεί η ανάμνηση της πρώτης διαδήλωσης των Αμερικανίδων, το 1857. Και από τότε σηματοδοτούσε τους αγώνες των γυναικών για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους τόσο στο σπίτι, στην εργασία όσο και στην κοινωνία. Και αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι αγώνες γίνονται καθημερινά όλο το χρόνο στους χώρους όπου ζούμε και δουλεύουμε και είναι συνδεμένοι με τους γενικότερους κοινωνικούς αγώνες. Η χειραφέτηση της γυναίκας είναι μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία και για τα δύο φύλα γιατί χρειάζεται να συγκρουστούν με το συντηρητισμό και τα στερεότυπα με τα οποία διαπαιδαγωγήθηκαν και να έρθουν σε ρήξη με οπισθοδρομικές αντιλήψεις και σεξιστικές συμπεριφορές. Δεν είναι εύκολο πάντα να πείθεις για το αυτονόητο, κι ας είμαστε στον 21ο αι. Μάλλον τώρα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα διότι υπάρχει μία γενικότερη σύγχυση γύρω από την έννοια της χειραφέτησης και των δικαιωμάτων της γυναίκας.
Στην Ελλάδα οι αγώνες των γυναικών δεν είναι τόσο γνωστοί ειδικά σε εποχές που το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα δεν ήταν αναπτυγμένο και δεν δρούσε ακόμη συλλογικά και οργανωμένα έχοντας σαφή ταξικό προσανατολισμό. Πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η Ελλάδα αυτή την εποχή δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί βιομηχανικά και όσα εργοστάσια λειτουργούν έχουν υποτυπώδεις υποδομές. Οι συνθήκες εργασίας είναι άθλιες και τα εργατικά δικαιώματα ανύπαρκτα. Μέσα σε αυτά θα συναντήσουμε να δουλεύουν γυναίκες και παιδιά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ χωρίς κανονικό μεροκάματο ή πρόσθετη αμοιβή, χωρίς ασφάλεια, χωρίς σταματημό. Δίπλα στις γυναίκες πολλές φορές δουλεύουν ανήλικα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με ακόμη χαμηλότερη αμοιβή ή και καθόλου. Αλλά και όταν σχολούν από τη δουλειά δεν έχουν να περιμένουν κάτι καλύτερο γυρίζοντας στα σπίτια τους, τα οποία είναι σκοτεινά και μουχλιασμένα από την υγρασία.
Οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν καλές ούτε για τους άντρες, αλλά για τις γυναίκες ήταν ακόμα χειρότερες καθώς πληρώνονταν λιγότερο και είχαν να αντιμετωπίσουν και τις κοινωνικές προκαταλήψεις, την αντίδραση μιας κοινωνίας που δεν μπορούσε ακόμη να δεχθεί τη γυναικεία εργασία και πολύ περισσότερο τη γυναίκα στη βιομηχανική εργασία. Η γυναίκα είχε προκαθορισμένους ρόλους και θεωρούνταν πολύ υποτιμητικό να εργασθεί, κυρίως αυτή που ανήκε στα μεσαία και αστικά στρώματα. Όσο για εκείνη που ανήκε στην εργατική τάξη οι δυσκολίες ήταν τεράστιες. Ακόμη και οι άνδρες που είχαν κάνει ένα βήμα μπροστά και προσπαθούσαν να οργανώσουν αγώνες μέσα από ομάδες, αδελφότητες και σωματεία δεν δέχονταν τις εργαζόμενες στον ίδιο χώρο με αυτούς να οργανωθούν σε αυτά.
Έτσι δεν γνωρίζουμε πολλά για τους αγώνες των εργαζομένων γυναικών και αν υπήρξε κάποια υποτυπώδης μορφή οργάνωσής τους. Μια είδηση όμως που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Κυριών» της Καλλιρρόης Παρρέν, δεύτερη σε κυκλοφορία εκείνη την εποχή, έφερε στην επιφάνεια μια απεργία που έγινε το 1892 στο εργοστάσιο υφαντουργίας των αδελφών Ρετσίνα, στον Πειραιά.
«ΑΠΕΡΓΙΑ ΕΡΓΑΤΡΙΩΝ ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ
Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργίαν ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των.
Αι απεργήσασαι ανηνέχθησαν εις τη διεύθυνσιν του καταστήματος, ζητούσαι την διόρθωσιν του αδίκου τούτου μέτρου.
Εν εποχή, καθ’ ην πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουσιν υπερτιμηθή, φρονούμεν , ότι έδει να αυξηθή το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι’ όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζοντες ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών»
Η είδηση αναγράφεται και στην εφημερίδα «Εφημερίς» του Κορομηλά (14-4-1892) στις μικρές ειδήσεις με διαφορετικό ύφος.
«Απεργία εργατριών. Χθες την πρωΐαν περί τα 50 κοράσια ανήκοντα εις το δεύτερον εργοστάσιον των αδελφών Ρετσίνα συνελθόντα κατά την Λάκκαν Βάβουλα εν Πειραιεί συνεφώνησαν ν’ απόσχουν της εργασίας των.
Αίτιον της απεργίας των αυτής ην ότι δι’ έκαστον τόπι πανίου, ενώ μέχρι τούδε επληρώνοντο προς 80 λεπτά τους ανηγγέλθη ότι εις το εξής θα πληρώνονται μόνον 65. Αι εργάτριαι εκείθεν μετέβησαν εν σώματι εις την διεύθυνσιν του εργοστασίου, όπως υποβάλωσι τα παράπονά των».
Το 1892 ήταν μια χρονιά πολύ δύσκολη. Η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης αντιμετωπίζοντας τεράστια και άλυτα οικονομικά προβλήματα. Οι κινήσεις της κυβέρνησης ήταν σπασμωδικές και οι βιομήχανοι ήθελαν να στηρίξουν την υπάρχουσα βιομηχανία χωρίς να πειραχθούν τα δικά τους κέρδη. Αυτό είχε σαν συνέπεια να μειώνουν τα ήδη πενιχρά μεροκάματα και να επιβάλουν τους όρους τους στους εργάτες και τις εργάτριες χωρίς να τους ελέγχει κανείς. Καθώς η εργατική νομοθεσία ήταν ανύπαρκτη, οι συμβάσεις εργασίας ήταν ατομικές και εξαρτιόνταν από την προσφορά και τη ζήτηση. Οι εργαζόμενοι δεν είχαν καμία προστασία. Βρίσκονταν στο έλεος και στην εκμετάλλευση των εργοδοτών.
Οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονταν και με τα προβλήματα στην αγροτική παραγωγή που οδηγούσε με τη σειρά της εκατοντάδες αγρότες στη μετανάστευση τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό.
Αυτή την εποχή κατέφθασαν πάρα πολλοί άνδρες και γυναίκες στον Πειραιά. Η πόλη αναπτυσσόταν εμπορικά και βιομηχανικά και εκεί αναζητούσαν δουλειά οι εσωτερικοί μετανάστες. Οι γυναίκες βγήκαν στην παραγωγή και προσπαθούσαν δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες να επιβιώσουν αυτές και οι οικογένειές τους. Πολλές από αυτές εργάζονταν στα κλωστοϋφαντουργεία των αδελφών Ρετσίνα.
Οι αδελφοί Θεόδωρος, Αλέξανδρος και Δημήτριος Ρετσίνα, καταγόμενοι από την Πελοπόννησο, ίδρυσαν το πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά το 1872. Τη χρονιά της απεργίας, το 1892, λειτουργούσαν πέντε εργοστάσια , στα οποία δούλευαν 2000 περίπου εργάτες και εργάτριες. Σε αυτά παράγονταν βαμβακερά υφάσματα που είναι γνωστά ως «ρετσίνες». Χοντρά υφάσματα για την ένδυση των φτωχών και των στρατιωτών. Η κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα απλωνόταν σε τόξο στη βιομηχανική ζώνη του Πειραιά και σταδιακά έγινε η μεγαλύτερη των Βαλκανίων.
Ο ένας από τους αδελφούς ο Θεόδωρος Ρετσίνας εκτός από κινητήρια δύναμη των εργοστασίων ήταν και πολιτευτής. Εκλέχθηκε Δήμαρχος του Πειραιά πολλές φορές, ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Λιμένος Πειραιά, υποστήριζε πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα και ενίσχυε την κατασκευή μεγάλων έργων. Υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη, εκλέχτηκε επανειλημμένα βουλευτής Αττικής.
Ενώ λοιπόν αυτή τη δύσκολη εποχή ο αριθμός των εργοστασίων αυξάνονταν, η φήμη των υφασμάτων εξαπλώνονταν, τα κέρδη πολλαπλασιάζονταν και οι αδελφοί Ρετσίνα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατείχαν υψηλά αξιώματα εξαντλώντας την «ανθρωπιά» τους στα φιλανθρωπικά ιδρύματα, τότε αποφάσισαν όχι να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας των εργατών και εργατριών τους ούτε να τους αυξήσουν το μεροκάματο, αλλά να μειώσουν το ήδη μικρό μεροκάματο των εργατριών από 80 λεπτά σε 65 λεπτά το τόπι υφάσματος.
Πάνω από 60 εργάτριες του δεύτερου εργοστασίου κατεβαίνουν σε απεργία και κάνοντας πορεία πηγαίνουν να διαμαρτυρηθούν στη διεύθυνση του εργοστασίου γι’ αυτή την απόφαση. Η απεργία ήταν ανοργάνωτη και αυθόρμητη όμως είναι η πρώτη δυναμική κινητοποίηση των εργατριών τα χρόνια εκείνα.
«Χωρίς σχηματισμένη ακόμα εργατική συνείδηση οδηγήθηκαν στην άμεση δράση, την απεργία, για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους δικαιώματα, σπρωγμένες μόνον από τη δύναμη που δίνει η απελπισία, η απόγνωση. Αυτές είναι οι γυναίκες που τόλμησαν να αντισταθούν ενώ όλα γύρω τους κατέρρεαν.
Οι εργάτριες του Ρετσίνα με την απεργία τους έκαναν φανερό πως οι γυναίκες αποτελούσαν από την αρχή ένα ζωντανό κομμάτι του ελληνικού εργατικού κινήματος. Απέδειξαν πως το γυναικείο προλεταριάτο, που μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται την εποχή της απεργίας, γρήγορα απόκτησε τη δική του δυναμική και θα ήταν ακόμη ισχυρότερο αν η συμμετοχή των εργατριών στους αγώνες της εργατικής τάξης δεν εμποδιζόταν τόσο από την αστική κοινωνία, που είχε κάθε συμφέρον να τις κρατά φυλακισμένες μέσα στις προλήψεις σε κατάσταση «φορτηγού ζώου», όσο και από τους άντρες της ίδιας τους της τάξης. Τους εργάτες, που παγιδευμένοι και οι ίδιοι στις αξίες των αστών, αλλά και για να αποφύγουν τον ανταγωνισμό των γυναικών στην αγορά εργασίας, προσπάθησαν να τις αποκλείσουν από την άσκηση των περισσότερων επαγγελμάτων και από τη συμμετοχή τους στα συνδικαλιστικά όργανα». [1]
Το αποτέλεσμα της απεργίας δεν είναι γνωστό. Τιμούμε όμως εκείνες τις γυναίκες που τόλμησαν να σπάσουν τα δεσμά και να διεκδικήσουν με τόλμη το δικαίωμα τους στην ζωή και στην εργασία μέσα σε ένα αντίξοο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον.
[1] Το απόσπασμα αλλά και οι πληροφορίες γι’ αυτή την απεργία είναι από το βιβλίο της Ίριδας Αυδή – Καλκάνη, Εκείνο το πρωί. Πειραιάς 1892, Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα που εκδόθηκε από τις Αθηναϊκές Εκδόσεις, Νέοι Καιροί το 1992.(Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.)