«Μπορεί ν’ ανήκω ψυχικώς και πνευματικώς σε άλλον κόσμο, ποιοτικά και χρονικά διαφορετικόν όμως δεν είμαι συντηρητικός και υπέρ των καλών παραδόσεων. Οι δυνατότητες του ξανανιωμού στην περιοχή της τέχνης είνε ανυπολόγιστες. Όμως την αξία των καινοτομιών δεν την κρίνω από της προθέσεως, παρά από τ’ αποτελέσματά της. Κι ως τώρα η Νεοελληνική σχόλη του υπερρεαλισμού δεν έδωσε έργα (εκτός από τα πεζογραφήματα του Εμπειρίκου), που να την επιβάλουν στη συνείδηση των προχωρημένων ανθρώπων.
Αλλ’ η ποίηση αυτή δεν καταργεί μοναχά τη λογική. Καταργεί και τους ρυθμούς και τα μέτρα, δηλαδή τεχνικά στοιχεία που δίνουνε διάρκεια στο λόγο και μουσικότητα. Οι πεζογραφικοί στίχοι δεν αθανατίζουν το περιεχόμενό τους και πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει σ’ αυτούς όποιος τους διάβασε μια φορά. Κάνουν την εντύπωση του προχείρου και του εφήμερου. Ούτε ξένοι, ούτε δικοί μας νικήσανε το χρόνο με τον αμελημένο λόγο – ή τουλάχιστο δεν είχανε αρκετό ταλέντο να τον νικήσουν.
Αλλά υπάρχει κ’ η κοινωνική πλευρά του ζητήματος. Κάθε νέα σχόλη δεν είνε και σημείον ανόδου της ζωής· μπορεί να είνε και σύμπτωμα παρακμής. Κι’ αυτού είνε ο κόμπος. Πάντως, η υπερρεαλιστική σχόλη με την κατάργηση της λογικής, της γνώσης και της αισθητής εμπειρίας, αποτελεί κι αυτή μιαν από τις πολλές μορφές της φυγής από την πραγματικότητα. Είνε τέχνη ερμητική που δε φωτάει καθόλου, παρά πυκνώνει το σκοτάδι, που μέσα του παραπαίει ο κόσμος».