Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Έπειτα από μια τετραετία διακυβέρνησης του ακροδεξιού Ζαϊχ Μπολσονάρου όλα δείχνουν πως η Βραζιλία επιστρέφει στα γνωστά λημέρια της σοσιαλδημοκρατίας, με τον υποψήφιο του «Κόμματος των Εργατών», πρώην Πρόεδρο, Λούλα ντα Σίλβα να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Η διαφαινόμενη επικράτηση του Λούλα στη Βραζιλία αναμένεται να αποτελέσει το επιστέγασμα μιας ανοδικής πορείας που έχει καταγράψει η σοσιαλδημοκρατία τα τελευταία χρόνια στη Λατινική Αμερική, έπειτα από τις εκλογικές νίκες του Λόπες Ομπραδόρ στο Μεξικό, του Γκαμπριέλ Μπόριτς στην Χιλή και του Γκουστάβο Πέτρο στην Κολομβία. Η άνοδος αυτή της λατινοαμερικάνικης σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ικανότητά της να εγκλωβίζει λαϊκές μάζες στην λογική της αστικής διαχείρισης, σπέρνοντας αυταπάτες περί δήθεν «φιλολαϊκής» διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος.
Η ιστορική πείρα διδάσκει ότι όλες ανεξαιρέτως οι αστικές κυβερνήσεις, ασχέτως του αν προσδοιορίζονται ως «αριστερές», «προοδευτικές», «αντιφασιστικές» κλπ, είναι εξ’ ορισμού δεσμευμένες στην υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου και τη διαιώνιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Πρόκειται για νομοτέλεια ιστορικά αποδεδειγμένη, που δεν αλλάζει ούτε τροποποιείται από την συμμετοχή ή στήριξη Κομμουνιστικών Κομμάτων σε τέτοιες κυβερνήσεις (Βλέπε ΚΚ Χιλής στην κυβέρνηση Μπόριτς, στήριξη ΚΚ Βραζιλίας στον Λούλα, ΚΚ Κολομβίας στον Πέτρο, κλπ).
Σήμερα, ορισμένοι επιχειρούν να παρουσιάσουν τον Λούλα ντα Σίλβα ως ενα είδος «σωτήρα» που θα σώσει τους εργαζόμενους και τον λαό της Βραζιλίας από τον ακροδεξιό Μπολσονάρου. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιείται στο έπακρο η λογική του «μικρότερου κακού» προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συστράτευση πίσω από τον «αριστερό» υποψήφιο. Μόνο που ο Λούλα και το σοσιαλδημοκρατικό «Κόμμα των Εργατών» (PT) έχουν παρελθόν και μάλιστα βεβαρημένο. Το ρεύμα της αριστερής διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος εκφράστηκε μέσα από της κυβερνήσεις του PT την περίοδο 2002-2016. Η ανάδειξη του Λούλα στην προεδρία της χώρας το 2002 συνοδεύτηκε – και τότε – από υποσχέσεις για αναδιανομή του εισοδήματος, αντιμετώπιση της ακραίας φτωχειας, καταπολέμηση των βαθύτατων κοινωνικών ανισοτήτων που ταλάνιζαν τη Βραζιλία έπειτα από δεκαετίες εφαρμογής σκληρών αντιλαϊκών μέτρων.
Η διακυβέρνηση του Λούλα ντα Σίλβα (2003-2010) είχε, πράγματι, προχωρήσει σε ορισμένες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις οι οποίες, ως έναν βαθμό, περιόρισαν τα ποσοστά της ακραίας εξαθλίωσης (π.χ τη διετία 2004-2005 το πραγματικό εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυρών αυξήθηκε κατά 28% και ο κατώτατος μισθός κατά 25%). Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης είχαν, όπως αποδείχθηκε, επιφανειακό και ως εκ τούτου προσωρινό χαρακτήρα, μιας και δεν έρχονταν σε πραγματική ρήξη με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Ακολουθώντας σοσιαλδημοκρατική συνταγή, η κυβέρνηση Λούλα έδινε με το ένα χέρι ορισμένες παροχές στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με το άλλο έτρεφε με κάθε τρόπο την εξουσία των μονοπωλίων. Άλλωστε, ήταν η περίοδος της διακύβερνησης του PT κατά την οποία σημαντικοί τομείς του βραζιλιάνικου κεφαλαίου γιγαντώθηκαν, η χώρα έγινε η έκτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η αστική της τάξη ξεκίνησε να αποκτά ολοένα και ισχυρότερη επιρροή σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο μέσω της συμμετοχής της σε καπιταλιστικές διακρατικές ενώσεις και συμμαχίες (BRICS, MERCOSUR, UNASUR, κλπ). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι 2001 τα έσοδα των βραζιλιάνικων επενδυτικών τραπεζών ανέρχονταν σε 200 εκατ. δολάρια ενώ το 2007 είχαν εκτοξευθεί στα 1,6 δισεκ. δολάρια.
Η σοσιαλδημοκρατικής κοπής διαχείριση που άσκησαν ο Λούλα ντα Σίλβα και η διάδοχός του, Ντίλμα Ρουσέφ, όχι μόνο δεν άλλαξε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της Βραζιλίας αλλά, επιπλέον, αποδείχθηκε ευνοική για το μεγάλο κεφάλαιο. Το 2011, έπειτα από οκτώ χρόνια «αριστερής κυβέρνησης» του PT, τα στοιχεία του ΟΗΕ έκαναν λόγο για 60 εκατομμύρια φτωχούς, με πάνω από 8 εκατομ. Βραζιλιάνους σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Οι κοινωνικές ανισότητες εντάθηκαν, τα εγχώρια και διεθνή μονοπώλια έστησαν «φαγοπότι» με τις διοργανώσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου (2014) και των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο (2016), ενώ η διαφθορά στους κόλπους του κυβερνώντος «Κόμματος των Εργατών» πήρε διαστάσεις επιδημίας.
Η ενδοαστική σύγκρουση που κλιμακώθηκε βαθμιαία μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, σε συνδιασμό με την ανάδειξη κυβερνητικών σκανδάλων, άλλαξε τους συσχετισμούς δύναμης στο αστικό πολιτικό σήστημα της χώρας. Τμήματα της αστικής τάξης που επί μια σχεδόν δεκαετία συνέδεσαν τα συμφέροντά τους με την πολιτική του σοσιαλδημοκρατικού PT, άρχισαν να στρέφονται σε άλλες λύσεις. Αποκορύφωμα αυτών των διαδικασιών αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού υπήρξε και η αποπομπή της Προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ το 2016, έπειτα από την αποχώρηση πρώην συμμαχικών αστικών κομμάτων από τον κυβερνητικό συσχετισμό. Κάπως έτσι, άνοιξε ο δρόμος του φασίστα Ζαϊχ Μπολσονάρου προς την εξουσία.
Σήμερα, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Βραζιλίας βρίσκονται στο ίδιο έργο θεατές. Την αμαρτωλή σοσιαλδημοκρατία να έρχεται ανανεωμένη, με την γνωστή προοδευτική συνθηματολογία της και τις απατηλές υποσχέσεις, σπέρνοντας νέες αυταπάτες για φιλολαϊκή διαχείριση, κομμένη και ραμμένη στα συμφέροντα της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Μεγάλη ευθύνη στην απάτη αυτή κατά του λαού της Βραζιλίας φέρει, δυστυχώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βραζιλίας (PCdoB)1 που με την πολιτική στήριξης του σοσσιαλδημοκρατικού PT του έχει συμβάλλει στον εγκλωβισμό εργατικών μαζών στο «μαντρί» της αστικής διαχείρισης.
Το παράδειγμα της Βραζιλίας έρχεται να προστεθεί στα παραδείγματα της Χιλής, του Μεξικό, της Κολομβίας, της Βενεζουέλας, της Βολιβίας και άλλων χωρών της αμερικανικής ηπείρου τα οποία διδάσκουν ότι ο καπιταλισμός ούτε καλωπίζεται, ούτε εξανθρωπίζεται. Η διαχείριση του εκμεταλλευτικού συστήματος με «αριστερά» και «αντινεοφιλελεύθερα» συνθήματα μόνο αυταπάτες και ψεύτικες προσδοκίες καλλιεργεί στον εργαζόμενο λαό, οδηγώντας αργά η γρήγορα, σε πλατιά απογοήτευση και ιδεολογικό εκφυλισμό.
Η πραγματική νίκη για τους λαούς μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την πάλη ενάντια στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, σε γραμμή ρήξης με τις οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές απάτες και αυταπάτες. Στην πάλη για τον σοσιαλισμό, την εργατική εξουσία, την κοινωνική ιδιοκτησία του πλούτου και τον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές-λαϊκές ανάγκες.