Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ήταν εκείνο το τραγικό απόγευμα της 14ης Απριλίου 1930 όταν ο Μαγιακόφσκι (ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός) αυτοπυροβολήθηκε, πηγαίνοντας να βρει τους αδικοχαμένους υμνωδούς της ανθρώπινης μοίρας και του κοινωνικού κατατρεγμού, όπως τον Βαν Γκογκ και τον Κώστα Καρυωτάκη. Ήταν 37 χρονών. Στο ημιτελές σημείωμα της αυτοκτονίας του σημείωνε:
Σε όλους.
Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο.
Λιλή αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλή Μπρίκ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ΄ ευχαριστώ.
Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρίκ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν
Όπως λένε: “Το επεισόδιο έληξε”
η βάρκα του Ερωτα
συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα
Εχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή
Πρός τι λοιπόν η απαρίθμηση
των αμοιβαίων πόνων
των συμφορών
και των προσβολών.
Νάστε ευτυχισμένοι.
Τα πρώτα χρόνια
Ως ποιητής αλλά και ως ενεργός αγωνιστής, ο Βλάντιμιρ Βλαντιμίροβιτας Μαγιακόφσκι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, έζησε και πέθανε με τρόπο που ταρακούνησε τα ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής του, ερχόμενος σε σύγκορυση με τον καθωσπρεπισμό και την κοινωνική αδικία, την αδικ΄λια με τις πολύ βαθειές ταξικές ρίζες.
Γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1893, στο Μπαγκντάτι της Γεωργίας, και ήταν το τρίτο από τα παιδιά μιας οικογένειας όπου ο πατέρας, με καταγωγή από Ουκρανούς Κοζάκους, εργάζονταν ως δασοφύλακας. Στο σπίτι μεγάλωσε μιλώντας ρωσικά ενώ στο σχολείο και με τις παρέες της παιδικής του ηλικίας μιλούσε γεωργιανά. Από πολύ νωρίς, ήδη από τα χρόνια της εφηβείας, ξεκίνησε να έχει σχέσεις με το σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής του: συμμετείχε στις διαδηλώσεις των σοσιαλιστών στην πόλη Κουταΐσι, όπου παράλληλα φοιτούσε στο τοπικό γυμνάσιο.
Η λογοτεχνική του και η πολιτική του δράση, ως ενιαίο σύνολο με ξεκάθαρους στόχους για μια διαφορετική, κοινωνική προοπτική, ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Συγκεκριμένα, στη Μόσχα ο Μαγιακόφσκι ανέπτυξε το ενδιαφέρον του για την μαρξιστική θεωρία και την πολιτική και λογοτεχνική της έκφραση, συμμετέχοντας ενεργά σε μια σειρά δράσεων και δραστηριοτήτων με το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων ενώ αργότερα έγινε μέλος στο μπολσεβίκικο κόμμα, στο κόμμα των επαναστατών σοσιαλιστών.
ΗΥ ζωή του δεν ήταν καθόλου εύκολη μέσα στο πολυετές καθεστώς της τσαρικής Ρωσίας όπου η πίστη στην ανώτερη δύναμη, που εκπροσωπούσε ο ελέω Θεού Τσάρος, και οι βαθειά ριζωμένες ρίζες της καταπίεσης, έβαζαν εμπόδια στην ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου και της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, ο νεαρός Μαγιακόφσκι αποπέμφθηκε το 1908 από το σχολείο καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώνει τα δίδακτρα! Στην ίδια περίοδο, ο Μαγιακόφσκι φυλακίστηκε σε τρεις περιπτώσεις για ανατρεπτική πολιτική δράση αλλά απέφυγε τη μεταγωγή του ως ανήλικος. Στην απομόνωση, στα κρατητήρια της φυλακής της Μπουτίρκα το 1909, ξεκίνησε να γράφει ποίηση, με τα ποιήματά του όμως να μην έχουν την ευκαιρία να διαβαστούν από περισσότερους αφού κατασχέθηκαν από τις αρχές. Με την αποφυλάκισή του, συνέχισε να εργάζεται για το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα ενώ το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού Φουτουριστικού κινήματος. Έγινε ο κύριος εκπρόσωπος ΤΟΥ τύπου για την ομάδα Γκιλέας και στενός φίλος του ζωγράφου Νταβίντ Μπουρλιούκ τον οποίο έβλεπε ως δάσκαλο και μέντορα του.
Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημόσιου γούστου
Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου (ή κοινού) γούστου περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόφσκι: Νύχτα ,και και Πρωί. Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Μπουρλιούκ και ο Μαγιακόφσκι αποβλήθηκαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.
Σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε το σχετικό μανιφέστο που συνυπογράφουν επίσης οι ποιητές και πρωτοπόροι του Φουτουρισμού στη Ρωσία, Αλεξάντερ Κρουτσόνιχ και Βίκτορ Χλέμπνικωφ:
Προς τους αναγνώστες του Νέου μας Πρώτου Απροσδόκητου.
Εμείς μόνοι είμαστε το πρόσωπο της Εποχής μας. Μέσα από μας το σάλπισμα του χρόνου φυσά στην τέχνη της λέξης.
Το παρελθόν είναι πάρα πολύ περιοριστικό. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι λιγότερο κατανοητοί και από ιερογλυφικά.
Πετάξτε στη θάλασσα από το Πλοίο της Μοντερνικότητας τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι κλπ., κλπ.
Αυτός που δεν ξεχνά την πρώτη του αγάπη, δε θα γνωρίσει την τελευταία του.
Ποιος, μ’ εμπιστοσύνη, θα έστρεφε την τελευταία του αγάπη προς την αρωματισμένη λαγνεία του Μπάλμοντ; Είναι αυτή η αντανάκλαση της σημερινής ανδρικής ψυχής;
Ποιος, λιγόψυχα, θα φοβόταν να σκίσει από το μαύρο σμόκιν του πολεμιστή Μπριουσόφ τη χάρτινη πανοπλία; Ή μήπως λάμπει απ’ αυτό η αυγή άγνωστων ομορφιών;
Πλύντε τα χέρια Σας που άγγιξαν τη βρώμικη λάσπη των βιβλίων που έγραψαν όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι Λεονίντ Αντρέγιεφ.
Όλοι αυτοί οι Μαξίμ Γκόρκυ, Κουπρίν, Μπλοκ, Σολογκούμπ, Ρέμιζοβ, Αβερτσένκο, Τσέρνι, Κουζμίν, Μπούνιν κλπ., χρειάζονται μόνο μια ντάτσα στο ποτάμι. Τέτοια είναι η ανταμοιβή που δίνει η μοίρα στους ράφτες.
Από τα ύψη των ουρανοξυστών ατενίζουμε την ασημαντότητά τους!…
Διατάσσουμε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των ποιητών:
Να διευρύνουν τον ορίζοντα του ποιητικού λεξιλογίου με αυθαίρετες και παράγωγες λέξεις (καινοφανής-Λέξη)
Να νιώθουν ένα ανυπέρβλητο μίσος για τη γλώσσα που υπήρχε πριν την εποχή τους.
Να διώξουν με φρίκη από το περήφανο μέτωπό τους το Στεφάνι της φτηνής δόξας που Έχετε φτιάξει από σκουπότριχες.
Να σταθούν στο βράχο της λέξης «εμείς» στο μέσο μιας θάλασσας σφυριγμάτων και προσβολής.
Και αν αυτή τη στιγμή τα βρώμικα στίγματα Σας της “Κοινής Αίσθησης” και του “καλού γούστου” υπάρχουν ακόμα στις γραμμές μας, οι ίδιες αυτές γραμμές για πρώτη φορά ήδη λάμπουν αμυδρά με το Καλοκαιρινό Φως της Νέας Ομορφιάς που Έρχεται από την Αυτάρκη (αυτό-κεντρη) Λέξη.
Η εργασία του συνεχίστηκε, υπό την μανιέρα του Φουτουρισμού, έως το 1914. Η καλλιτεχνική του ανάπτυξη τότε άλλαξε ριζικά προς την κατεύθυνση της αφήγησης και ήταν αυτή του η εργασία του, που δημοσιεύτηκε αμέσως την περίοδο που προηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης η οποία επρόκειτο, όχι χωρίς αναταράξεις, να καθιερώσει τη φήμη του ως ποιητή της Επανάστασης στη Ρωσία και στο εξωτερικό, εκεί που απλώθηκε το σοσιαλιστικό κίνημα κάτω από την γόνιμη επίδραση των μπολσεβίκων αλλά και στις χώρες της Δύσης.
To Σύννεφο με παντελόνια (1915), ήταν το πρώτο μεγάλο ποίημα του Μαγιακόφσκι , από αυτά που χαρακτηριστικά ονομάζονται προγραμματικά, το οποίο και περιέγραφε τα κρίσιμα θέματα του έρωτα, της επανάστασης, της θρησκείας, και της τέχνης γραμμένο υπό το πρίσμα του πληγωμένου εραστή, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή. Η γλώσσα του έργου ήταν η γλώσσα των δρόμων, των λαικών συνοικιών και της ζωής των εργατών και ο ποιητής κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για να απομυθοποιήσει τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές έννοιες της ποίησης και των ποιητών.
Γράφει χαρακτηριστικά στο Σύννεφο με παντελόνια (μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης
στο βιβλίο “Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι, Σύννεφο με παντελόνια – τετράπτυχο”
εκδόσεις “τα τραμάκια” Θεσσαλονίκη 1995):
II
[…] Εκεί όπου το ανθρώπινο μάτι τσακίζεται ανήμπορο,αρχηγός πεινασμένων ορδών,
με το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
φτάνει το χίλια εννιακόσια δεκάξι. […]
III
[…] Τα χέρια βγάλτε απ’ τις τσέπες-πάρτε πέτρα, μαχαίρι είτε βόμβα
κι όποιος δεν έχει χέρια-
ας έρθει με το μέτωπο να πολεμήσει!
Ελάτε, πεινασμένοι,
ιδρωμένοι,
υποταγμένοι,
που στων κοριών ξινίσατε τη βρώμα!
Ελάτε!
Δευτέρες και Τρίτες
γιορτές με το αίμα να σας βάψουμε!
Κάτω απ’ τα μαχαίρια θα κάνουμε τη γη να θυμηθεί
ποιους ήθελε να εξευτελήσει!
Η γη αυτή,
που χόντρυνε σαν ερωμένη,
αυτή που την πήδηξε ο Ρότσιλντ! […]
IV
[…] Αφήστε με να περάσω!Δεν μπορείτε να με σταματήσετε.
Μπορεί να λέω ψέματα.
Μπορεί και να ‘χω δίκιο,
μα δεν μπορώ να ‘μαι πιο ήρεμος.
Κοιτάξτε-
και πάλι αποκεφάλισαν τ’ αστέρια
και με σφαγή τον ουρανό αιματοκύλησαν!
Έι, εσείς!
Ουρανέ!
Βγάλτε το καπέλο σας!
Περνάω εγώ!
Ησυχία.
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας σε ποδάρι
από τα τσιμπούρια των άστρων το τεράστιο αυτί της.
Το καλοκαίρι του 1915, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα, τη Λίλυα Μπρικ, και είναι σε εκείνη που αφιέρωσε το ποίημα Το σπονδυλωτό φλάουτο (1916), ακόμα ένα από τα προγραμματικά, και ιδιαίτερα ποιητικά έργα του. Δυστυχώς για τον Μαγιακόφσκι, αυτή ήταν η γυναίκα του εκδότη του, Όσιπ Μπρικ. Η ερωτική σχέση, αλλά και οι εντυπώσεις του από τον πόλεμο και την επανάσταση, επηρέασαν καθοριστικά τα έργα του αυτών των χρόνων. Το ποίημα Ο πόλεμος και ο κόσμος (1916) αναφέρεται στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και Ο Άνθρωπος (1917) είναι ένα ποίημα που ασχολείται με τη δυστυχία (ή την αποτυχία, αν θέλετε) του έρωτα.
Το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης
Η επιθυμία του, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να καταταγεί ως εθελοντής απορρίφθηκε. Ανάμεσα στα έτη 1915-1917 εργάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, στη Στρατιωτική Σχολή Αυτοκινήτου, ως επίσημος γραφέας. Κατά το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσκι βρίσκονταν στο Σμόλνι, στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί έζησε το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ξεκίνησε να απαγγέλλει ποιήματα όπως το Αριστερό Εμβατήριο! Για τους Κόκκινους Ναυτικούς: 1918 σε ναυτικά θέατρα, με ναύτες κι εργάτες να χειροκροτούν με θέρμη το έργο του.
Όταν επέστρεψε στη Μόσχα, ο Μαγιακόφσκι εργάστηκε στο Ρωσικό πρακτορείο τηλεγραφίας, δημιουργώντας —τόσο σε γραφικά όσο και σε κείμενο — σατυρικές αφίσες (αγκιτπρόπ) ενώ το 1919 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συλλογή Έργων 1909-1919.
Το ποίημα του Λένιν, είναι χαρακτηριστικό της κατεύθυνσης που χάραξε ο Μαγιακόφσκι εκείνα τα χρόνια (απόσπασμα από το μνημειώδες ποίημα του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι «Β. Ι. Λένιν», σε μετάφραση Δημήτρη Πάνου, που εκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή το 1982):
(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμματα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.
όμως άκουσε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυαλό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιόλας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλαστάρι δε βγαίνει.
Μονάχα το σύννεφο
στα βράχια σκοντάφτει.
Κι εκατό βέρστια πιο πέρα
κάποιος ερημίτης να μένει,
που στα κουρέλια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορίτσια τις καρφώνουν
στο ρούχο τους κοκέτικα
παραξενιές της ζωής.
Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρδιά η ίδια
που ανάβει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγάπη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλησίας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώπινο βήμα,
με εργάτη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)
Στο πολιτιστικό κλίμα της πρώιμης Σοβιετικής Ένωσης, με τις πολλαπλές αναζητήσεις τόσο στον στίχο, όσο και στην φόρμα αλλά και στα νοήματα, η δημοτικότητά του αυξήθηκε πολύ γρήγορα. Στη διάρκεια των χρόνων 1922-1928, ο Μαγιακόφσκι ήταν σημαντικό μέλος. Μαζί με τον Σεργκέι Τρετιακόφ και τον Όσιπ Μπρικ εξέδωσαν το περιοδικό «ΛΕΦ», που σημαίνει αριστερό μέτωπο, και που διεκδικούσε να εκπροσωπήσει στον χώρο της τέχνης την γνήσια έκφραση της σοσιαλιστικής Επανάστασης. Αυτή όμως δεν ήταν μία εύκολη σχέση, που πρέπει να δούμε την εξέλιξη της μέσα από το πρίσμα της εποχής. Ως ένας από τους ελάχιστους σοβιετικούς συγγραφείς που του επετράπη να ταξιδεύει ελεύθερα, τα ταξίδια του στην Λετονία, Βρετανία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό και Κούβα επηρέασαν έργα του όπως Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής 1925), ένα οξυδερκέστατο χρονικό την αστικής ζωής στις ΗΠΑ, των ηθών και των εθίμων της χώρας αυτής. Ταξίδεψε επίσης, από τη μια έως την άλλη άκρη, σε όλη τη Σοβιετική Ένωση.
Σε μια περιοδεία του για διαλέξεις στις ΗΠΑ, ο Μαγιακόφσκι γνώρισε την Έλι Τζονς, η οποία γέννησε αργότερα την κόρη του, ένα γεγονός που ο ίδιος πληροφορήθηκε μόλις το 1929, όταν το ζευγάρι συναντήθηκε μυστικά στη νότιο Γαλλία, καθώς η σχέση τους είχε κρατηθεί κρυφή. Στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύθηκε την Τατιάνα Γιάκοβλεβα και σε αυτήν αφιέρωσε το ποίημα Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα το 1928
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη ρωσική ποίηση των χρόνων της Επανάστασης αλλά επεκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα τεχνών και αντιλήψεων. Θεωρείται και μάλλον είναι, ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής εκείνης της περιόδου ενώ έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Η πολιτική του δράση ως καθοδηγητή (κι εμπνευστή, θα λέγαμε) προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του (ιδιαίτερα από τους υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας και του… τέλους της Ιστορίας) ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπόρις Πάστερνακ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι, επιχειρώντας μια στροφή στο έργο του – όχι συντηρητική αλλά με μεγάλο πάθος και αγωνία για την πορεία της Επανάστασης και του νεαρού εργατικού κράτους, επανεκτίμησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Γιόζεφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (1929) και Το μπάνιο (1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια και διαστρέβλωση, όπως την αντιλαμβανόταν ο ποιητής, για τις εξελίξεις στην Τέχνη και στην Πολιτική (που ήταν μία ιδιαίτερη περίοδος διαπάλης).