Ο κορυφαίος ηθοποιός της Ιταλίας, που διαπλάστηκε, εξελίχθηκε και ταυτίστηκε με το βαθύτατα προοδευτικό αισθητικό κίνημα του νεοϊταλικού ρεαλισμού, ένα κίνημα «γέννημα» του δυναμικού προπολεμικού, αλλά και μεταπολεμικού ιταλικού λαϊκού κινήματος στο χώρο του πολιτισμού, κίνημα που εξέθρεψε και λάμπρυνε – θεματολογικά, μορφολογικά και ανάδειξε πληθώρα σπουδαίων προοδευτικών δημιουργών – τον Ιταλικό Κινηματογράφο, επηρεάζοντας και άλλους κινηματογραφιστές σε όλο τον κόσμο, πέθανε στις 29 Ιουνίου του 2000, σε ηλικία 78 ετών.
Ο Γκάσμαν παρουσίασε αρκετά χρόνια πριν το θάνατό του, σοβαρή κατάθλιψη, η οποία, από κάποιους συμπατριώτες του, που τον γνώριζαν καλά, αποδιδόταν στην επί πολλά χρόνια, ακούσια καλλιτεχνική απραξία του, καθώς και το θέατρο και ο κινηματογράφος της πατρίδας του αχρηστεύτηκαν, σχεδόν εντελώς, από μια κυβερνητική πολιτική, δουλική στον ιμπεριαλισμό της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος – ακροάματος, μια πολιτική που άφησε τη σύγχρονη ιταλική θεατρική και κυρίως την ακμάζουσα κινηματογραφία, αβοήθητες στο απόλυτο περιθώριο. Λέγεται ότι η παρατεταμένη κατάθλιψη του Γκάσμαν εμφάνισε και ενδείξεις – συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ.
Ο Β. Γκάσμαν, γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου στη Γένοβα το 1922, αλλά μεγάλωσε στη Ρώμη. Σπούδασε θέατρο και με αυτό άρχισε την καριέρα του, ερμηνεύοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους (λ.χ Αμλετ, Οθέλλος). Ο μεταπολεμικός ιταλικός κινηματογράφος δε θα μπορούσε παρά να αξιοποιήσει το μεγάλο υποκριτικό ταλέντο, αλλά και την ανδρική λάμψη του Γκάσμαν . Ετσι ο κινηματογράφος τον «τράβηξε» από το θέατρο, αποσπώντας μοναδικής εμβέλειας ερμηνείες του (λ.χ στο «Κλέψας του κλέψαντος», «Μπρανκαλεόνε», «Ο φαμφαρόνος», «Αρωμα γυναίκας» και πολλές άλλες). Η διεθνής κινηματογραφική φήμη του έφθασε στο Χόλιγουντ, όπου πήγε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και συνεργάστηκε για ταινίες όπως το «Πόλεμος και Ειρήνη». Στην Αμερική έκανε τον πρώτο του γάμο με την Αμερικανίδα ηθοποιό Σέλεϊ Ουίντερς, με την οποία χώρισε γρήγορα. Από τους τρεις γάμους του απέκτησε τέσσερα παιδιά. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, θέλοντας να γυρίσει στο θέατρο δημιούργησε έναν περιοδεύοντα θίασο, που δεν είχε και μεγάλη τύχη, και δραματική σχολή.
Από το μπάσκετ στο σανίδι
Ο Γκάσμαν, που είχε το έμφυτο χάρισμα του ηθοποιού, αλλά και εξαιρετική παιδεία, θα πίστευε κανείς ότι μας έρχεται από τη μεγάλη λαϊκή σχολή ηθοποιίας του ιταλικού νότου. Άλλωστε ο ίδιος είχε πει εύστοχα ότι «σε μια λαϊκή αγορά της Νάπολης βρίσκεις περισσότερο ταλέντο απ’ ό,τι σε όλο το Χόλιγουντ». Κι όμως, είχε γεννηθεί στη Γένοβα, από Γερμανό πατέρα και Εβραία μητέρα. Γρήγορα ανακάλυψε την κλίση του και πήγε στη Ρώμη για να σπουδάσει στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, παρότι είχε ταλέντο και στο μπάσκετ, έχοντας και το προνόμιο του ύψους.
Ο Βιτόριο Γκάσμαν, αν ήταν απολαυστικός στη μεγάλη οθόνη, στο σανίδι, για όσους είχαν την τύχη να τον δουν, ήταν ένα πραγματικό θηρίο, μία μοναδική εμπειρία. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1942, ενώ δέκα χρόνια μετά -αφού συνεργάστηκε, για μερικά χρόνια με τον Λουκίνο Βισκόντι-, θα δημιουργήσει το δικό του θίασο, το ιταλικό “ Θέατρο Τέχνης”, ανεβάζοντας κλασικά έργα, από Αισχύλο και Σενέκα, μέχρι Ίψεν, Σαίξπηρ και Ανουίγ.
Πικρό Ρύζι
Ο πρώτος του αξιόλογος ρόλος στο σινεμά ήταν αυτός του Τζάκομο Καζανόβα το 1947 στο “ Il Cavaliere Misterioso” του Ρικάρντο Φρέντα, έχοντας δίπλα του την Ιβόν Σανσόν. Δυο χρόνια αργότερα θα παίξει στο περίφημο “ Πικρό Ρύζι” του σημαντικού Τζουζέπε ντε Σάντις, όπου ο νεορεαλισμός κολλάει με τη σεξουαλικότητα, έχοντας ως συμπαραστάτες τον Ραλφ Βαλόνε και τη αλησμόνητη Σιλβάνα Μάγκανο. Θα ξανασυναντηθούν οι τρεις τους το 1951 στην “ Άννα”, μια ταινία που θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία. Η Μάγκανο μαγεύει χορεύοντας και ο Γκάσμαν ως αλητήριος έδειξε τι μπορούμε να περιμένουμε από το ταλέντο του.
Η Αμερική και ο θρίαμβος της επιστροφής
Μετά από μία πετυχημένη περιπέτεια στην Αμερική για πέντε έξι χρόνια, όπου γύρισε αρκετές ταινίες και παντρεύτηκε τη Σέλεϊ Γουίντερς, ο Γκάσμαν θα επιστρέψει στην Ιταλία για να κάνει θαύματα. Η αρχή του προσωπικού του θριάμβου θα αρχίσει το 1958 στην κλασική κωμωδία “ Ο Κλέψας του Κλέψαντος” του Μονιτσέλι, έχοντας δίπλα του τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Τοτό, Κλάουντια Καρντινάλε και μια σειρά από εκπληκτικούς καρατερίστες. Στο ρόλο του παλικαρά, αποτυχημένου μποξέρ και γόη είναι κάτι παραπάνω από συγκλονιστικός. Συμπυκνώνει όλη την “ κομέντια ντελ άρτε” μέσα σε λίγα λεπτά. Την επόμενη χρονιά, ξανά με τον Μονιτσέλι, θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με τον Αλμπέρτο Σόρντι, στο αντιπολεμικό αριστούργημα “ Ο Μεγάλος Πόλεμος”.
Ο Φανφαρόνος
Τη δεκαετία του ‘60 άρχισε να γίνεται ιδιαιτέρως επιλεκτικός, παίζοντας μόνο σε πέντε ταινίες. Μία απ’ αυτές όμως ήταν και η περίφημη πικρή κωμωδία “ Ο Φανφαρόνος” του Ντίνο Ρίζι, όπου δίνει τα ρέστα του, τρέχοντας με την ανοικτή Alfa Romeo του, έχοντας δίπλα του τον νεαρό Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Όλο το πνεύμα της μεταπολεμικής Ιταλίας σε δυο ώρες. Θα παίξει και στο αγαπημένο σπονδυλωτό φιλμ του Ρίζι “ Τα Τέρατα”, έχοντας δίπλα του τον εξαίσιο Ούγκο Τονιάτσι. Θα ακολουθήσει η απολαυστική κωμωδία του Μονιτσέλι “ Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε”, που μοιάζει με προοίμιο των ταινιών των Μόντι Πάιθονς. Το 1969 θα πρωταγωνιστήσει στο χαριτωμένο “ Η Ωραία και ο Ναπολιτάνος”, που έχει τη δική του αξία καθώς θα συνυπάρξει με την Σοφία Λόρεν.
Άρωμα μεγαλείου
Τη δεκαετία του ‘70 θα γυρίσει κάποιες ταινίες, πολλές φορές με την πανέμορφη Μόνικα Βίτι, ενώ γίνεται φανερό ότι είναι κοντά η εποχή κρίσης του ιταλικού σινεμά, με την κυριαρχία της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και την εξάντληση μιας γενιάς δημιουργών, που έγραψαν τη δική τους ιστορία στον σινεμά. Ωστόσο, θα γυρίσει το “ Άρωμα Γυναίκας” του Ντίνο Ρίζι δίνοντας ρεσιτάλ ως τυφλός απόστρατος. Το ρόλο επανέλαβε μετά από 20 χρόνια ο Αλ Πατσίνο, χαρίζοντάς του δικαίως το Όσκαρ Α’ Ρόλου. Κι όμως ο Γκάσμαν ήταν καλύτερος.