Βάλιας Σεμερτζίδης (18 Φεβρουαρίου 1911-1983) ζωγράφος και χαράκτης…
Ο Βάλιας Σεμερτζίδης γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1911 στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου, από πατέρα Ελληνα – Πόντιο και μητέρα Ρωσίδα – Καυκασιανή. Ο πατέρας, φιλότεχνος (στον Καύκασο δημιούργησε δικό του κινηματογράφο, μέχρι και Δημοτικό Θέατρο διηύθυνε), αγαπητός και από πολλούς ανθρώπους της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το 1924 η οικογένεια έρχεται στην Αθήνα. Κατοικεί στη Δραπετσώνα (μέχρι το 1941) και βιοπορίζεται με το χοροδιδασκαλείο που δημιουργεί ο πατέρας στη Δραπετσώνα και στην Καλλιθέα. Ο Βάλιας βοηθά την οικογένεια πουλώντας με ένα κασελάκι καραμέλες. Αγαπώντας από παιδί τη ζωγραφική, «πρωτομυήθηκε» σ’ αυτήν από τον συμπατριώτη του ζωγράφο Πετρίδη, πορτρέτα του οποίου φιλοτέχνησε αργότερα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών εισάγεται το 1928, στο εργαστήριο του Κ. Παρθένη.
Επαγγελματικά πρωτοεμφανίζεται το 1935, στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και την επόμενη χρονιά γίνεται μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Από το 1937 έως το 1940, παρουσιάζει έργα του σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις (Πανελλήνιες 1938, 1940 κλπ.). Από την πρώτη μέρα της Εθνικής Αντίστασης, ο Β. Σεμερτζίδης βρίσκεται στις γραμμές της. Με το χρωστήρα του αποτυπώνει τις σκληρές μα συνάμα ηρωικές στιγμές του αγώνα. Ζωγραφίζει μια σειρά συνθέσεων με θέματα την πείνα και τον αγώνα του λαού της Αθήνας. «Στη σειρά για συσσίτιο», «Ορθιος», «Κοιτάζοντας μπροστά», «Σαλταδόρος», «Παιδιά της πείνας», είναι μερικές από τις δημιουργίες του αυτήν την περίοδο.
Στις αρχές του 1944, ο Β. Σεμερτζίδης, μαζί με το μεγάλο φωτογράφο Σπύρο Μελετζή, ανεβαίνει στη Βίνιανη Ευρυτανίας και αργότερα στ’ Αγραφα. Στα βουνά, μαζί με τους αντάρτες, αρχίζει μια σειρά από μεγάλα έργα αφιερωμένα στη ζωή και τους αγώνες του λαού. Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος, ζωγράφιζε και σκιτσάριζε με το μολύβι τη σκληρή ζωή με τους ανθρώπους στο βουνό και τον αγώνα που έκαναν οι αντάρτες. Το πολύτιμο αυτό υλικό αξιοποιήθηκε αργότερα και συνθέσεις με μεγάλες διαστάσεις γέμισαν το εργαστήρι του. Μερικά από τα θέματά του: «Συνεδρίαση αυτοδιοίκησης στ’ Αγραφα»», «Λαϊκό δικαστήριο», «Αντάρτης», «Εκτέλεση 1η Μάη 1944», «Μπροστά στο θάνατο», «Θέατρο στο βουνό».
«Η περίοδος της Κατοχής αποφασιστικά διαμόρφωσε το νόημα της δημιουργικής προσπάθειας της δικής μου και μιας σειράς καλλιτεχνών. Το νόημα αυτό είναι: γυρισμός στις παραδόσεις του λαού μας. Αντληση μορφής από την πάλη του για λευτεριά, για δημοκρατία. Εντονα χαράχτηκαν μέσα στη δουλιά μου και τη ζωή μου τα περιστατικά που εξέφραζαν το μεγάλο λαό μας», είπε ο ίδιος.
«Ηθελα να ζωγραφίσω το λαό, ο οποίος διαμορφωνόταν κοντά μου, σαν τη ζύμη, μεταμορφωνόταν».
Οπλισμένος με άριστη εκμάθηση της «τεχνικής», ο Σεμερτζίδης έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να απαντήσει: «Γιατί θέλω να ζωγραφίσω;»…
Η απάντηση που έδωσε εστιαζόταν στο τι στάση κρατάει κανείς απέναντι στη ζωή. Η αγάπη του Σεμερτζίδη για το λαό, η ένταξή του στο ΚΚΕ ως το τέλος της ζωής του διαμόρφωσαν μέσα του το χρέος, να «μιλήσει» με το χρωστήρα του για τη ζωή και τον αγώνα των ανθρώπων.
«Διαφορετικά δεν χρειάζεται να ζωγραφίσω» εξομολογήθηκε στον Χρίστο Αλεξίου…
Ο ίδιος Βάλιας, πριν το θάνατό του, είπε: «Ευχαριστώ το μεγάλο λαό μας, που στα βουνά και στους κάμπους και στα νησιά με τη ζωή και τους αγώνες του με οδήγησε στη δημιουργία του έργου μου».
Όπως είπε ο ιστορικός τέχνης, Νίκος Χατζηνικολάου στα εγκαίνια έκθεσης του Βάλια Σεμερτζίδη: «Τα πράγματα είναι πολύ πιο πεζά. Ο ζωγράφος που εξύμνησε εκείνους που αγωνίστηκαν με το όπλο στο χέρι ενάντια στους κατακτητές, πάνω στα ψηλά βουνά, στις πεδιάδες και στις πόλεις και μετά πήρε το πινέλο, τα χρώματα και τα μολύβια και πλησίασε εκείνους που δουλεύουν με τα χέρια, άντρες με το κομπρεσέρ, λιομαζώχτρες, ψαράδες, υφάντριες, διαγράφηκε από την ιστορία της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα. Το “έγκλημά” του, ακόμη και στην τελευταία περίπτωση, ήταν ότι, αντί να ζωγραφίζει ηθογραφίες, έκανε κοινωνική τέχνη». Ακόμη και ως τοπιογράφος ο Σεμερτζίδης «θεωρήθηκε ότι ξέφευγε από την καθιερωμένη, πρόσχαρη φωτεινότητα του ελληνικού τοπίου».
Απόσπασμα από ημερολόγιο Β. Σεμερτζίδη
Κυριακή 16 – 10 – 46, Ρόδος:
Χθες σκεφτόμουν τι είναι αυτό που μας πείθει σε ένα έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης μας επιβάλει την πραγματικότητα, που όμως έχει κιόλας μετατρέψει.
Την έχει ντύσει με μια μορφή που ο ίδιος έκανε. Ο καλλιτέχνης μαθαίνει την αλήθεια μελετώντας την φύση, τον άνθρωπο, την καθημερινή ζωή. Μια μεγάλη ιδέα, όταν βρει τη μορφή, μπορεί να είναι μέσα σε δύο – τρία απλά σχήματα. Όλα είναι κτίσιμο σχημάτων, χρωμάτων, τόνων. Το χρώμα, τα σχήματα ποτίζονται από τον στόχο, το περιεχόμενο και για να το εκφράσουν παίρνουν στο έργο τέχνης αυτές ή εκείνες τις θέσεις. Τα πραγματικά γίνονται μη πραγματικά για να εκφράσουν δυνατότερα το πραγματικό. Έτσι λοιπόν το έργο τέχνης γίνεται πειστικό. Μπροστά στο μεγάλο έργο τέχνης δεν ρωτάς γιατί είναι το ένα κόκκινο και το άλλο μαύρο.
(Για το αφιέρωμα στον Βάλια Σεμερτζίδη αξιοποιήθηκαν δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη)
Επιμέλεια: Redflecteur – Ηρακλής Κακαβάνης