Ως «ζήτημα καθοριστικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» αντιμετωπίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Με αφορμή την αλλαγή της ώρας την περασμένη Κυριακή, πολλά ακούστηκαν για την πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάργηση του συστήματος αλλαγής ώρας δυο φορές το χρόνο με αφετηρία την επόμενη χρονιά, το 2019.
Παρά βέβαια την πλειοψηφία των σχολίων και αναλύσεων που κινούνται σε ρηχά νερά, εστιάζοντας σε δευτερεύουσες πλευρές, πρόκειται για ένα ζήτημα κάθε άλλο παρά δευτερεύον και «αθώο» όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί, μιας που αφορά ευθέως τα συμφέροντα διάφορων τμημάτων του κεφαλαίου.
Και η ίδια η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής άλλωστε όπως και οι σχετικές συζητήσεις στα όργανα της ΕΕ αποτυπώνουν ότι η βασική επιδίωξη είναι να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων στην παγκόσμια καπιταλιστική «αρένα», αλλά και να ενισχυθούν στοιχεία της «ενιαίας αγοράς» και της «συνοχής» στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής ένωσης, στην κατεύθυνση «τόνωσης» της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Ζήτημα με προϊστορία και μέλλον…
Μια ματιά στο πώς έχει διαχρονικά διαμορφωθεί το σύστημα αλλαγής της ώρας αρκεί για να φανεί ότι αυτή σχετίζεται με τις κάθε φορά οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, και αντίστοιχα – στις καπιταλιστικές οικονομίες – με τις κάθε φορά προτεραιότητες του κεφαλαίου, σε τομείς όπως είναι π.χ. τα ζητήματα εξοικονόμησης Ενέργειας, η εναρμόνιση της λειτουργίας των εθνικών αγορών με αυτές γειτονικών κρατών ή των κυριότερων εμπορικών εταίρων τους κ.ο.κ.
Πρώτη φορά το μέτρο εφαρμόστηκε σε Ευρώπη και ΗΠΑ, αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η ανάγκη για εξοικονόμηση Ενέργειας και μείωση της χρήσης καυσίμων για φωτισμό και θέρμανση ήταν μεγάλη. Μετά όμως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το μέτρο εγκαταλείφθηκε και ξανάρχισε – όχι τυχαία – μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970.
Εκτός Ευρώπης, το 2014, η Ρωσία μεταφέρθηκε στη χειμερινή ώρα μετά από ιατρικές έρευνες που διαπίστωσαν ότι η μόνιμη θερινή ώρα δημιούργησε άγχος, προβλήματα υγείας και αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων τα πρωινά, ενώ το 2016 το ίδιο έκανε και η Τουρκία.
Επιπλέον, τα περισσότερα αφρικανικά και ασιατικά κράτη παραλείπουν τη θερινή ώρα, και αυτό είναι κάτι που απασχολεί τους Ευρωπαίους αλλά και τους Αμερικανούς καπιταλιστές, αφού παρατηρούν ότι το ήμισυ του πλανήτη είναι «εκτός συγχρονισμού» με το άλλο, ζήτημα που βάζει εμπόδια σε εμπόριο και μεταφορές, σε μια περίοδο μάλιστα που οι μονοπωλιακοί τους όμιλοι σπεύδουν να «πιάσουν πόστα» και να διεισδύσουν στις ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Επίσης, ενδιαφέρον για να κατανοήσει κανείς το τι υπάρχει πίσω από όλη αυτήν την υπόθεση, είναι ότι η ένωση Λιανικού Εμπορίου των ΗΠΑ παρουσιάζει την επέκταση της θερινής ώρας ανάμεσα στα κορυφαία επιτεύγματα της ιστορίας της για τα τελευταία 50 χρόνια, σημειώνοντας ότι είναι υπεύθυνη για δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από αυξημένες πωλήσεις αερίου από το 1986.
Με κριτήριο τα συμφέροντα του κεφαλαίου
Σε επίπεδο ΕΕ, οι σχετικές ρυθμίσεις ισχύουν από τη δεκαετία του 1980 και συγκροτούνται μέχρι σήμερα από την Οδηγία 2000/84/EΚ, η οποία θεσπίζει την υποχρέωση των κρατών – μελών να περνούν στη θερινή ώρα την τελευταία Κυριακή του Μάρτη και να επανέρχονται στη χειμερινή ώρα την τελευταία Κυριακή του Οκτώβρη. Οπως σημειώνει η Επιτροπή, στόχος της κοινοτικής νομοθεσίας ήταν να «ενοποιηθούν οι διαφορετικές εθνικές ημερομηνίες μετάβασης στη θερινή ώρα, ώστε να διασφαλιστεί με τον τρόπο αυτό μια εναρμονισμένη προσέγγιση για την αλλαγή της ώρας εντός της ενιαίας αγοράς».
Στην «καρδιά» των σημερινών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται ακριβώς οι ίδιες «ανάγκες», αυτές των επιχειρηματικών ομίλων, προσαρμοσμένες όμως στα σημερινά δεδομένα.
Χαρακτηριστικός ως προς αυτό είναι ο διάλογος που διεξάγεται στο σχετικό ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόταση, όπου παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία και συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του συστήματος.
Σύμφωνα με αυτά, η Επιτροπή υποστηρίζει καταρχάς ότι αναφορικά με τη λειτουργία της «εσωτερικής αγοράς» η μη συντονισμένη αλλαγή της ώρας από τα κράτη – μέλη «θα ήταν επιζήμια καθώς θα είχε ως συνέπεια υψηλότερο κόστος για το διασυνοριακό εμπόριο, προβλήματα στις μεταφορές, στις επικοινωνίες και τα ταξίδια καθώς και χαμηλότερη παραγωγικότητα στην εσωτερική αγορά αγαθών και υπηρεσιών».
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι η αλλαγή ώρας βοηθάει τη συνολική εξοικονόμηση Ενέργειας, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα όποια θετικά αποτελέσματα είναι «οριακά», ενώ εμφανίζουν διαφορές ανάλογα με άλλους παράγοντες όπως η γεωγραφική θέση της κάθε χώρας.
Για την αγροτική παραγωγή, εντοπίζουν περισσότερα θετικά αποτελέσματα, αφού, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «μία επιπλέον ώρα με φως το καλοκαίρι μπορεί να αποτελεί ένα ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, δεδομένου ότι επιτρέπει την επιμήκυνση των ωρών απασχόλησης σε υπαίθριες δραστηριότητες, όπως η δουλειά στα χωράφια και η συγκομιδή».
Για τις επιπτώσεις στην υγεία σημειώνεται ότι αφενός μεν εκτιμάται ότι έχουν θετικό αντίκτυπο λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπει «τη δυνατότητα περισσότερων υπαίθριων δραστηριοτήτων αναψυχής», αφετέρου αποτελέσματα άλλων ερευνών δείχνουν ότι οι επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να είναι «σοβαρότερες απ’ ό,τι θεωρείτο στο παρελθόν». Πέρα από τον υποκριτικό χαρακτήρα των παραπάνω «αναζητήσεων» της Κομισιόν, χρειάζεται να σημειωθεί ότι και αυτά τα ζητήματα απασχολούν, στο βαθμό που σχετίζονται με το «κόστος» των υπηρεσιών Υγείας και των ασφαλιστικών συστημάτων, αλλά και τις «ευκαιρίες» για το κεφάλαιο σε ακόμα ένα πεδίο, που η ΕΕ και οι κυβερνήσεις στα κράτη – μέλη θεωρούν «πεδίον δόξης λαμπρό».
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το οποίο ξεκαθαρίζει η Επιτροπή είναι ότι οι κοινοί κανόνες σε επίπεδο ΕΕ στον τομέα αυτό «είναι καθοριστικής σημασίας για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» και σε αυτήν τη βάση θα υπάρξει η πλήρης αξιολόγηση των κύριων εναλλακτικών επιλογών.
Δηλαδή, είτε να διατηρηθούν οι ισχύουσες ρυθμίσεις της ΕΕ για τη θερινή ώρα, είτε να καταργηθεί η ισχύουσα εξαμηνιαία αλλαγή της ώρας σε όλα τα κράτη – μέλη και να απαγορευτούν οι περιοδικές αλλαγές και κάθε κράτος – μέλος να αποφασίσει για την καθιέρωση μόνιμης θερινής ή χειμερινής ώρας.
Ετσι, σύμφωνα με το ισχύον χρονοδιάγραμμα, κάθε κράτος – μέλος θα κοινοποιήσει έως τον Απρίλη του 2019 αν θα εφαρμόσει θερινή ή χειμερινή ώρα σε μόνιμη βάση και η τελευταία υποχρεωτική αλλαγή σε θερινή ώρα θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 31 Μάρτη. Από τότε και στο εξής τα κράτη – μέλη που επιθυμούν να επανέλθουν σε μόνιμη βάση στη χειμερινή ώρα θα πραγματοποιήσουν μία τελευταία εποχιακή αλλαγή της ώρας, την Κυριακή 27 Οκτώβρη και μετά την ημερομηνία αυτή, δεν θα είναι πλέον δυνατές εποχιακές αλλαγές.
«Αναζητήσεις» μακριά από τα λαϊκά συμφέροντα
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω δείχνουν ότι πρόκειται για ένα σύνθετο θέμα, όπου διακυβεύονται πολλά για το κεφάλαιο και τα τμήματά του, και γι’ αυτό λειτουργεί και ως ένα ακόμα πεδίο όπου εκδηλώνονται ενδοαστικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας αλλά και στο εσωτερικό της κάθε καπιταλιστικής χώρας.
Αυτό αποτυπώνουν και οι «προβληματισμοί» και οι επισημάνσεις των οργάνων της ΕΕ, ότι οι όποιες αλλαγές πρέπει να είναι «προσεκτικές» και «μελετημένες», σε μια προσπάθεια να διατηρηθούν «ισορροπίες» και να συμβιβαστούν επιμέρους συμφέροντα.
Ενδεικτικό είναι π.χ. ότι το ζήτημα απασχόλησε και την άτυπη σύνοδο των υπουργών Περιβάλλοντος και Μεταφορών της ΕΕ τη βδομάδα που πέρασε, με τη σχετική ανακοίνωση να σημειώνει ότι οι σχετικές κινήσεις «απαιτούν πολύ καλό συντονισμό των κρατών μελών», και τους αξιωματούχους να επισημαίνουν ότι παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σωστά «ακούει τους πολίτες» (έτσι παρουσιάζεται η διενέργεια ηλεκτρονικού «δημοψηφίσματος» το περασμένο καλοκαίρι), το βασικό είναι να μην υπάρξουν προβλήματα στην ενιαία αγορά και το «άλμα» «να γίνει με ασφάλεια», ακόμα και με παράταση της σχετικής διαδικασίας, δεδομένου ότι σε εξέλιξη βρίσκονται και μια σειρά από άλλες διεργασίες όπως το Brexit.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές εκφράζονται και στο ότι οι κυβερνήσεις των κρατών – μελών δεν έχουν ενιαία στάση απέναντι στο θέμα. Με τα μέχρι τώρα στοιχεία Γερμανία, Φιλανδία, Πολωνία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία τάσσονται υπέρ της κατάργησης των εποχιακών αλλαγών της ώρας. Μόνο τρεις χώρες – η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Βρετανία – έχουν τοποθετηθεί κατά της κατάργησης της αλλαγής, ενώ η Κύπρος, η Ιταλία, οι «Κάτω Χώρες», η Ιρλανδία, η Γαλλία και η Δανία δεν έχουν πάρει ακόμα θέση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων του γερμανικού κεφαλαίου.
Ο St. Kapferer, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Ενωσης Βιομηχανίας Ενέργειας και Νερού (BDEW), έχει εκφράσει την ικανοποίησή του για την προοπτική κατάργησης του ισχύοντος συστήματος στην ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι η αλλαγή ώρας δεν αποφέρει καμία απτή εξοικονόμηση Ενέργειας. Επίσης, η Ομοσπονδιακή Ενωση Γερμανικών Ενώσεων Εργοδοτών είναι υπέρ της κατάργησης, αφού όπως λέει η αλλαγή της ώρας προκαλεί σε πολλές περιπτώσεις αναταραχή στις βάρδιες και στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Ο M. Wansleben, διευθύνων σύμβουλος της Γερμανικής Ενωσης Βιομηχανιών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, από την άλλη πλευρά, σημειώνει ότι τα θετικά και τα αρνητικά αποτελέσματα της αλλαγής ώρας εξισορροπούνται, καταδεικνύοντας ακριβώς τον προβληματισμό της αστικής τάξης για τις συνέπειες της όποιας απόφασης αλλά και τους ανταγωνισμούς μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου.
Σε πρόσφατη σχετική τοποθέτησή του σημείωσε πως «σε ορισμένες εταιρείες, η αλλαγή του χρόνου οδηγεί σε επιπλέον εργασία, για παράδειγμα σε βάρδιες ή σε σιδηροδρομικές μεταφορές. Ομως, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες για υπαίθριες δραστηριότητες ωφελήθηκαν από τη θερινή ώρα. Τώρα δεν πρέπει να βιαστούμε. Η θερινή ώρα ανοίγει σε πολλές επιχειρήσεις ένα μεγαλύτερο “παράθυρο” για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ειδικά για υπαίθριες δραστηριότητες. Είναι σημαντικό να μη δράσουμε επιθετικά τώρα, αλλά να σταθμίσουμε προσεκτικά τα επιχειρήματα. Σε ό,τι αφορά την κατάργηση της αλλαγής της ώρας, θα πρέπει να εφαρμοστεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να μειωθεί η επιβάρυνση των επιχειρήσεων».
Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι πρόκειται για συζήτηση που είναι ήδη «σημαδεμένη» από τους μονοπωλιακούς ανταγωνισμούς, ενώ στο πλαίσιο της οικονομίας που λειτουργεί με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος, το κριτήριο με το οποίο θα ληφθούν οι αποφάσεις από την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις είναι τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων και όχι οι ανάγκες των εργαζομένων.
Αυτό το βασικό ζήτημα – που αφορά στην ουσία της σχετικής πρότασης η οποία δεν είναι το αν θα καταργηθεί ή όχι η αλλαγή της ώρας – έχει αναδείξει η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, που έχει ταχθεί ενάντια σε κάθε παρέμβαση της ΕΕ και κάθε προσπάθεια στο πλαίσιο της λεγόμενης «ολοκλήρωσης» της ιμπεριαλιστικής ένωσης να προωθήσει ενιαίο καθεστώς στο ζήτημα της ώρας, και ταυτόχρονα στη σχετική συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου εκφράστηκαν τα διαφορετικά συμφέροντα και οι σφοδροί ανταγωνισμοί ανάμεσα στους επιχειρηματικούς ομίλους, τοποθετήθηκε με λευκό.
Πηγή: Ριζοσπάστης / Φ. Ε.